Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Θα κλείσουμε την αναφορά μας γύρω από τα γεγονότα της Επανάστασης στη Μακεδονία με τελευταία την εξέγερση και...
την καταστροφή της Νάουσας, που πετυχημένα ονομάστηκε «Ολοκαύτωμα». Έλληνες και ξένοι συγγραφείς περιγράφουν με συγκίνηση και θαυμασμό τις ηρωικές πράξεις των κατοίκων της Νάουσας και της ευρύτερης περιοχής.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, αρχές Μαρτίου του 1822 αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου ο Γρ. Σάλας, διορισμένος από τον Δημ. Υψηλάντη ως αρχηγός της εκστρατείας στη Μακεδονία. Αυτός αμέσως προχώρησε σε ενέργειες για το συντονισμό του επαναστατικού ξεσηκωμού στην Κεντρική Μακεδονία και έστειλε στη Νάουσα τον υπασπιστή του Νικ. Κανούση, για να πάει γράμματα στους οπλαρχηγούς του Βερμίου, στον Καρατάσο και τον αχώριστο σύντροφό του Γάτσο, όπως και στον πρόκριτο Λογοθέτη Ζαφειράκη. Γράφει ο Ν. Κασομούλης (Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 195-6): «Εκρίθη καλόν προσέτι ο κος Σάλας αμέσως να γράψη προς τον Καρατάσιον, Ζαφειράκην και Γάτζον, να στείλη και έναν υπασπιστήν του με τας σημαίας των, αι οποίαι ήσαν έτοιμαι κατά το πρωτότυπον της σημαίας του Υψηλάντου…Την αυγήν με μεγάλην ταχύτητα, συνοδεύσαντες τον υπασπιστήν του κον Νικ. Κανούσην, έπεμψαν αυτόν εις Νάουσαν…».
Ο πρόκριτος Ζαφειράκης, διάβασε τα γράμματα αυτά αρχικά σε συμβούλιο με ορισμένους μυημένους στην επαναστατική εξέγερση και στη συνέχεια μπροστά σε όλους τους άνδρες του στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί, αφού τους ανακοίνωσε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ότι ο Μεχμέτ Εμίν ή Λουμπούτ πασάς απαιτεί να του παραδώσουν όπλα και ομήρους και ότι ο ίδιος αρνείται να δεχθεί τους όρους του και ότι θα μείνει εκεί για να πεθάνει μαζί τους μαχόμενος, στη συνέχεια τους παρουσίασε τον Νικ. Κανούση. Αυτός τους διάβασε τα γράμματα και στη συνέχεια έβγαλε έναν ενθουσιώδη πατριωτικό λόγο για την ελευθερία του ελληνικού έθνους: «Αστραποβροντοφωνών ο Κανούσης επ’ άμβωνος εις την εκκλησίαν περί ελευθερίας, ενθουσιάσθη ο λαός, βλέπων άξαφνα τόσα ζητήματα από τους Τούρκους δεινά, και τόσα καλά και αναπαύσεις από την ελευθερίαν του» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., τ. 1, σ. 203).
Στο ίδιο πνεύμα και θέμα ακολούθησε δευτερολογία του Ζαφειράκη, με αποτέλεσμα το εκκλησίασμα να ξεχυθεί στην αγορά και να σκοτώσει μικρεμπόρους Τούρκους και τον βοεβόδα της Νάουσας μαζί με πέντε Τούρκους: «Παύων ο δημηγόρος Κανούσης, επανάλαβεν ο Ζαφειράκης την ιδικήν του ομιλίαν, και ορμώντες ο λαός εις την αγοράν, όσους Τούρκους ηύραν τους εφόνευσαν…Πελέκησαν 15 Τούρκους. Άλλοι έτρεξαν, και καρτέρεσαν τον βόϊβοδάν τους εις τον δρόμον, όστις ήρχετο με πέντε μόνον» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 203 και Ευστ. Στουγιαννάκης, Ιστορία της Ναούσης, σ. 161-3). Είχε αποφασισθεί πλέον η κήρυξη της επανάστασης.
Οι επαναστάτες την επόμενη μέρα αποφάσισαν να κάνουν επίθεση κατά της Βέροιας, αλλά το σχέδιό τους προδόθηκε και έτσι οι Τούρκοι τους απέκρουσαν. Με δεδομένο ότι στη Βέροια ανέκαθεν στρατοπέδευε πολύς τουρκικός στρατός, δημιουργήθηκε σύγχυση και ταραχή στους κατοίκους της υπαίθρου και πολλοί χωρικοί άρχισαν να φεύγουν αναζητώντας ασφάλεια προς διάφορες περιοχές, όπως στον Όλυμπο, στην Έδεσσα, ακόμη και σε μακρινές και ειρηνικές περιοχές των Σερρών και της Δράμας. Τα εγκαταλελειμμένα χωριά τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα ή από τους επαναστάτες ή από τους ίδιους τους χωρικούς και γι’ αυτό ένα βράδυ οι επαναστάτες του Ολύμπου είδαν από ψηλά να καίγονται τα χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης και από τη Βέροια μέχρι την Έδεσσα. «…είδαμεν ένα εσπέρας καιγόμενα όλα τα χωριά του κάμπου και των ακρωρείων από την Βέροιαν έως εις τα Βοδενά», γράφει ο Ν. Κασομούλης (Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 199).
Ο Μεχμέτ Εμίν άρχισε να κατευθύνεται εναντίον των επαναστατών, αλλά οι οπλαρχηγοί Καρατάσος και Γάτσος οχυρώθηκαν σε επίκαιρες θέσεις της περιοχής της Νάουσας. Οι πρώτες συγκρούσεις έγιναν στη μονή του Δοβρά και κατέληξαν σε περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων. Μετά τη μάχη αυτή ήρθε προς ενίσχυση των επαναστατών και ο καπετάν Διαμαντής, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, μιας και η επανάσταση του Ολύμπου είχε πλέον τερματιστεί.
(συνεχίζεται)
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, αρχές Μαρτίου του 1822 αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου ο Γρ. Σάλας, διορισμένος από τον Δημ. Υψηλάντη ως αρχηγός της εκστρατείας στη Μακεδονία. Αυτός αμέσως προχώρησε σε ενέργειες για το συντονισμό του επαναστατικού ξεσηκωμού στην Κεντρική Μακεδονία και έστειλε στη Νάουσα τον υπασπιστή του Νικ. Κανούση, για να πάει γράμματα στους οπλαρχηγούς του Βερμίου, στον Καρατάσο και τον αχώριστο σύντροφό του Γάτσο, όπως και στον πρόκριτο Λογοθέτη Ζαφειράκη. Γράφει ο Ν. Κασομούλης (Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 195-6): «Εκρίθη καλόν προσέτι ο κος Σάλας αμέσως να γράψη προς τον Καρατάσιον, Ζαφειράκην και Γάτζον, να στείλη και έναν υπασπιστήν του με τας σημαίας των, αι οποίαι ήσαν έτοιμαι κατά το πρωτότυπον της σημαίας του Υψηλάντου…Την αυγήν με μεγάλην ταχύτητα, συνοδεύσαντες τον υπασπιστήν του κον Νικ. Κανούσην, έπεμψαν αυτόν εις Νάουσαν…».
Ο πρόκριτος Ζαφειράκης, διάβασε τα γράμματα αυτά αρχικά σε συμβούλιο με ορισμένους μυημένους στην επαναστατική εξέγερση και στη συνέχεια μπροστά σε όλους τους άνδρες του στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί, αφού τους ανακοίνωσε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ότι ο Μεχμέτ Εμίν ή Λουμπούτ πασάς απαιτεί να του παραδώσουν όπλα και ομήρους και ότι ο ίδιος αρνείται να δεχθεί τους όρους του και ότι θα μείνει εκεί για να πεθάνει μαζί τους μαχόμενος, στη συνέχεια τους παρουσίασε τον Νικ. Κανούση. Αυτός τους διάβασε τα γράμματα και στη συνέχεια έβγαλε έναν ενθουσιώδη πατριωτικό λόγο για την ελευθερία του ελληνικού έθνους: «Αστραποβροντοφωνών ο Κανούσης επ’ άμβωνος εις την εκκλησίαν περί ελευθερίας, ενθουσιάσθη ο λαός, βλέπων άξαφνα τόσα ζητήματα από τους Τούρκους δεινά, και τόσα καλά και αναπαύσεις από την ελευθερίαν του» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., τ. 1, σ. 203).
Στο ίδιο πνεύμα και θέμα ακολούθησε δευτερολογία του Ζαφειράκη, με αποτέλεσμα το εκκλησίασμα να ξεχυθεί στην αγορά και να σκοτώσει μικρεμπόρους Τούρκους και τον βοεβόδα της Νάουσας μαζί με πέντε Τούρκους: «Παύων ο δημηγόρος Κανούσης, επανάλαβεν ο Ζαφειράκης την ιδικήν του ομιλίαν, και ορμώντες ο λαός εις την αγοράν, όσους Τούρκους ηύραν τους εφόνευσαν…Πελέκησαν 15 Τούρκους. Άλλοι έτρεξαν, και καρτέρεσαν τον βόϊβοδάν τους εις τον δρόμον, όστις ήρχετο με πέντε μόνον» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 203 και Ευστ. Στουγιαννάκης, Ιστορία της Ναούσης, σ. 161-3). Είχε αποφασισθεί πλέον η κήρυξη της επανάστασης.
Οι επαναστάτες την επόμενη μέρα αποφάσισαν να κάνουν επίθεση κατά της Βέροιας, αλλά το σχέδιό τους προδόθηκε και έτσι οι Τούρκοι τους απέκρουσαν. Με δεδομένο ότι στη Βέροια ανέκαθεν στρατοπέδευε πολύς τουρκικός στρατός, δημιουργήθηκε σύγχυση και ταραχή στους κατοίκους της υπαίθρου και πολλοί χωρικοί άρχισαν να φεύγουν αναζητώντας ασφάλεια προς διάφορες περιοχές, όπως στον Όλυμπο, στην Έδεσσα, ακόμη και σε μακρινές και ειρηνικές περιοχές των Σερρών και της Δράμας. Τα εγκαταλελειμμένα χωριά τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα ή από τους επαναστάτες ή από τους ίδιους τους χωρικούς και γι’ αυτό ένα βράδυ οι επαναστάτες του Ολύμπου είδαν από ψηλά να καίγονται τα χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης και από τη Βέροια μέχρι την Έδεσσα. «…είδαμεν ένα εσπέρας καιγόμενα όλα τα χωριά του κάμπου και των ακρωρείων από την Βέροιαν έως εις τα Βοδενά», γράφει ο Ν. Κασομούλης (Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 199).
Ο Μεχμέτ Εμίν άρχισε να κατευθύνεται εναντίον των επαναστατών, αλλά οι οπλαρχηγοί Καρατάσος και Γάτσος οχυρώθηκαν σε επίκαιρες θέσεις της περιοχής της Νάουσας. Οι πρώτες συγκρούσεις έγιναν στη μονή του Δοβρά και κατέληξαν σε περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων. Μετά τη μάχη αυτή ήρθε προς ενίσχυση των επαναστατών και ο καπετάν Διαμαντής, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, μιας και η επανάσταση του Ολύμπου είχε πλέον τερματιστεί.
(συνεχίζεται)