Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1913 Η Α' ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ


 
Είναι βέβαια γεγονός ότι η χαρά και αγαλλίαση των κατοίκων της Κομοτηνής δεν κράτησε για πολύ, αφού ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), η οποία παραχωρούσε την Δυτική Θράκη στους Βούλγαρους κατ' απαίτηση των Ρώσων και επιφύλασσε για...  

 
τους Έλληνες Θράκες άλλα επτά οδυνηρά έτη στυγνής βουλγαρικής κατοχής (1913-1919), οπότε την 14η Μαϊού του 1920 ενσωματώθηκε οριστικώς ο Ν. Ροδόπης στο εθνικό γεωγραφικό σώμα της Ελληνικής επικράτειας. Η Α’ απελευθέρωση της Κομοτηνής παραμένει όμως το κορυφαίο ιστορικό γεγονός της αποτίναξης ύστερα από 550 έτη τόσο του οθωμανικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού.

Διαβάστε το παρακάτω ιστορικό απόσπασμα από την Α' απελευθέρωση της πόλης!

Κατά την 8η Ιουλίου 1913, ολίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Κομοτηνής και όλης της περιφέρείας της, οι Βούλγαροι απήγαγαν και μετέφεραν ως ομήρους στην Κομοτηνή και άλλους 13 κατοίκους της Μαρωνείας, αλλά την 12η Ιουλίου τους απελευθέρωσαν στην Κομοτηνή λόγω της ταχείας προελάσεως του ελευθερωτού ελληνικού στρατού. Χάριν της ιστορίας παραθέτουμε τα ονόματα των απαχθέντων, που είναι τα κάτωθι: Πασχάλης Ιωάννης, Μάρκος Ανανίδης, Πανταζής Μάρκου, Αθανάσιος Καλαϊτζής, Γεώργιος Κρυωνάς,Αντώνιος Χριστοδούλου, Χρυσόστομος Σταύρου, Νικόλαος Σγουρής, Παναγιώτης Καρτάλης, Λουκάς Στρίτας, Βασίλειος Κουζούνης, Αναστάσιος Αντωνίου και Νικόλαος Καρακόμης.

Οι Βούλγαροι κατά τις παραμονές της φυγής τους ελήστευαν τους κατοίκους της Μαρωνείας και απειλούσαν ότι θα πυρπολούσαν όλες τις οικίες. Έτσι οι κάτοικοι, έντρομοι και πανικόβλητοι, ετράπησαν προς τα όρη και μαζί τους νήπια και γέροντες. Την 11η Ιουλίου η Μαρώνεια ήταν έρημη, καθώς όλος ο πληθυσμός είχε κατασκηνώσει εντός σπηλαίων. Οι φυγάδες κάτοικοι της Μαρώνειας με διάφορα σημεία (σινιάλα) προκάλεσαν την προσοχή του ελληνικού στόλου, ο οποίος αφού προηγουμένως απεβίβασε την πρωία της 13 Ιουλίου αγήματα, επανήλθαν έπειτα και οι Μαρωνείτες στην πολίχνη τους. Καθώς έφευγαν οι Βούλγαροι στρατιώτες απήγαγαν ως ομήρους 11 κατοίκους και τον ιερέα του χωριού Εγρατζάν, 4 από τον Ίασμο και 4 μαζί με τον διδάσκαλο του χωριού Κίρκη. Από δε τα παραπάνω χωριά δεν έμεινε οικία ή κατάστημα που δεν λεηλατήθηκε από τον φεύγοντα βουλγαρικό στρατό. Ειδικώς στο χωριό Κίρκη οι Βούλγαροι κατέκαυσαν οκτακόσιες χιλιάδες οκάδων ξυλάνθρακα του εκ Μαρωνείας προκρίτου Μίρκου.

Όλα πλέον έδειχναν ότι η ραγδαία προέλαση του ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Θράκης ήταν ζήτημαημερών. Έτσι, το πρωί της 12ης Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο, απελευθερώθηκε η Αλεξανδρούπολη και το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Ξάνθη. Όπως γράφει ο αείμνηστος Ρωσσίδης, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος του μορφωτικού ομίλου Κομοτηνής, “Μετά δύο ημέρες, την 14ην Ιουλίου απελευθερώθηκε και η Κομοτηνή στην οποίαν, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ξέφρενου ενθουσιασμού και συγκινήσεως των Ελλήνων και μουσουλμάνων κατοίκων της, εισήλθε η πρόπομπος της 8ης Μεραρχίας έφιππος, υπό τον λοχαγό τότε Γεώργιον Κατεχάκην, ημιλαρχία και το υπό τον συνταγματάρχην Γεώργιον Καναβατζόγλου ηρωικό τάγμα των Κρητών. Είναι τότε που στο Διοικητήριο της Κομοτηνής, το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο, αναπετάσθηκε και η πρώτη ύστερα από 550 περίπου χρόνια ελληνική σημαία, η ιστορική σημαία της πόλεως με τα κρόσσια που την φιλοτέχνησαν βιαστικά εκείνη την ημέρα, ύστερα από τις άλλες φροντίδες τους, για τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες, γυναίκες της πόλεως. Η σημαία εκείνη διαφυλάχθηκε και δωρήθηκε αργότερα, μετά την οριστική απελευθέρωση της πόλεως το 1920, στο Δήμο Κομοτηναίων”.

Το 1ο Τάγμα του συντάγματος Κρητών, υπό τον λοχαγό Ρήγα, και μια πυροβολαρχία, υπό τον ίλαρχο Γ. Κατεχάκη νωρίς το πρωί της 14ης Ιουλίου κατέλαβε τον Ίασμο και κατευθύνθηκε προς την Κομοτηνή όπου έφθασε κατά τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες και εισήλθε στην πόλη.

Οι κάτοικοι της πόλεως “χριστιανοί και μουσουλμάνοι υπεδέχθησαν μετ’ απερίγραπτον ενθουσιασμόν τον απελευθερωτή Ελληνικόν στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος εξήλθον μετά ελληνικών σημαιών όπως υποδεχθώσι τον προελαύνοντα στρατόν. Την επομένην της καταλήψεως, ετελέσθη πάνδημος δοξολογία εν τω μητροπολιτικώ ναώ επί τη απελευθερώσει της πόλεως, παρισταμένων όλων των κατοίκων, αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος, πάντων των θρησκευτικών αρχηγών, μουφτή, αρχιραβίνου, επισκόπου των Αρμενίων, των στρατιωτικών αρχών και χοροστατούντος του αντιπροσώπου (παπά Κυπριανού) του αρχιερατικού επιτρόπου, άτε του ιδίου απαχθέντος ως ομήρου υπό των Βουλγάρων. Επί πενθήμερον, χαρά και αγαλλίασις εβασίλευεν εις την μαγευτικωτάτην Γκιουμουλτζίναν, ότε συναφθείσης της ανακωχής διετάχθη την 19ην Ιουλίου, το καταβαλόν την πόλιν ανεξάρτητον σύνταγμα Κρητών να αναχωρήση εσπευσμένως εις Μακεδονίαν, αντικατασταθέν υπό του 4ου λόχου του 10ου ευζωνικού τάγματος, ως λόχου του κατοχής παραμείναντος εν τη πόλει…”.

Το ιππικό υπό τον Κατεχάκη προπορεύθηκε και ακολούθησαν τα τμήματα του πεζικού. Η συγκλονιστική περιγραφή των μεγάλων και ιστορικών στιγμών έχει ως εξής: “Το πρωί της Κυριακής 14ης Ιουλίου του 1913, εμφανίζεται προ της Γκιουμουλτζίνας μια ημιλαρχία ιππικού υπό τον ίλαρχο Γιαννόπουλο και τον λοχαγό του επιτελείου της μεραρχίας Γ. Κατεχάκη. Η ημιλαρχία εισήλθε απροσδοκήτως εις την πόλιν. Οι Έλληνες κάτοικοι καταλαμβάνονται αμέσως από φρενίτιδα. Ο κάθε ιππεύς αποθεώνεται. Ραίνεται με άνθη και με μύρα. Τον αγκαλιάζουν και τον φιλούν. Οι αξιωματικοί φορτώνονται με ανθοδέσμες και από στεφάνια. Η ημιλαρχία διευθύνεται εις το Διοικητήριον. Ο Κατεχάκης εμφανίζεται εις τον εξώστην και με μίαν ανέκφραστον συγκίνησιν λέγει: “Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου ΙΒ καταλαμβάνω την πόλιν της Γκιουμουλτζίνης. Κατ’ εντολήν του Μεράρχου μου κ. Ματθαιοπούλου βεβαιώ ότι ο πληθυσμός οιασδήποτε φυλής και οιουδήποτε θρησκεύματος, θ’ απολαύση τα αγαθά του πολιτισμού , αφού η Ελληνική κατοχή φέρει ως έμβλημα την αληθή ελευθερίαν, την ισοπολιτείαν και την δικαιοσύνην. Απαιτώ όμως ομόνοιαν και αγάπην και αγαθήν συμβίωσιν απάντων των κατοίκων. Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Ζήτω το Ελληνικόν Έθνος. Ζήτω η Ελληνική Γκιουμουλτζίνα…”

Ολίγον μετά ταύτα επαρουσιάσθη εις τον Κατεχάκην επιτροπή εικοσαμελής προυχόντων και ιερωμένων Μουσουλμάνων με επικεφαλής τον Μουφτήν. Ο Μουφτής είπεν: “Γνωρίζοντες την δισχιλιετή, εξαιρετικού πολιτισμού ιστορίαν του ελληνικού έθνους, έχομεν την ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν των αγαθών του υπό την ελληνικήν σημαίαν. Βεβαιούμεν, ότι θα είμεθα πάντοτε ευπειθείς εις τους ελληνικούς νόμους και ότι η επιθυμία μας είναι να ζήσωμεν εν ομονοία μετά των λοιπών λαών… Ολίγον βραδύτερον εισήρχοντο εις την πόλιν οι Κρήτες…”.