Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Ο Παύλος Μελάς και οι ξεχασμένοι Έλληνες των Σκοπίων



Βούλα Ηλιάδου (''Κρινιώ Καλογερίδου'')

  Στρ. Μυριβήλης: ''... Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα...'' (''Η Ζωή εν Τάφω'')


Μέσα στα τόσα ενθυμήματα του τόπου μας μια απ' τις πιο πικρές ιστορίες ήταν αυτή του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), στη διάρκεια του οποίου οι Έλληνες, με ψευδώνυμο οι πιο πολλοί (στρατιωτικοί και πολίτες απ' όλη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου) ''κήρυξαν ανένδοτο'' απέναντι στον Τούρκο κατακτητή της Μακεδονίας και στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, που πάσχιζαν να εδραιώσουν την παρουσία τους εκεί συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους κατά των Ελλήνων.

Εκείνα...  

 
τα γεγονότα τα θυμάμαι περιστασιακά, με αφορμή τις παρούσες ιστορικές συγκυρίες γύρω απ' το ''Μακεδονικό'', αλλά και αναμνήσεις που μου έρχονται στο μυαλό από την πρώτη και τελευταία περιήγησή μου στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, όπου συμμετείχα ως συνοδός μαθητών του σχολείου στο οποίο υπηρετούσα.

Παίρνοντας αφορμή απ' την ατυχή συμφωνία στις Πρέσπες, έφερα στο μυαλό μου μια μέρα με μεγάλη συγκίνηση το προσκύνημα πριν από χρόνια στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών, όπου είναι θαμμένο σε ταπεινό τάφο το σώμα του Μίκη Ζέζα (Παύλου Μελά), που ήταν το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

Σχεδόν ασυναίσθητα, ο νους μου πέταξε στις συνθήκες εκτέλεσής του, που ήταν δραματικές ως εφιαλτικές. Οι Τούρκοι έστειλαν στρατιωτικό σώμα στον τόπο θανάτου του, για να πάρουν το σώμα του, την ίδια στιγμή ακριβώς που ένας προεστός του χωριού προσπαθούσε να το θάψει. Για να μην τον αναγνωρίσουν οι εχθροί, λοιπόν, έκοψε το κεφάλι του Παύλου Μελά κι αφού το τύλιξε και το έκρυψε βιαστικά, έθαψε το σώμα ακέφαλο.

Αργότερα αυτό μεταφέρθηκε στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά και θάφτηκε εκεί ''ως σώμα κάποιου Ζέζα'', ενώ το κεφάλι μεταφέρθηκε στο Πισοδέρι της Φλώρινας, για να ταφεί μπροστά στην Ωραία Πύλη του ναού της Αγίας Παρασκευής.

Είχαμε φτάσει νωρίς το απόγευμα εκείνη τη μέρα, θυμάμαι, στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Ήμασταν ταλαιπωρημένοι απ' την πολύωρη διαδρομή, πεινασμένοι, και λαχανιασμένοι απ' τον ποδαρόδρομο που είχαμε κάνει, γιατί είχαμε αφήσει σε κάποια απόσταση τα λεωφορεία.

Παιδιά και καθηγητές, αφού χωρίστηκαν σε ομάδες, μπήκαν με κατάνυξη στην μικρή εκκλησιά, για να ανάψουν ένα κερί στη μνήμη του ήρωα. Ύστερα σκορπίστηκαν σε μια δυο καφετέριες εκεί κοντά, αφού πέρασαν βιαστικά με τους άλλους καθηγητές μπροστά απ' το μνήμα που υπήρχε στον μικρό προαύλιο χώρο.

Έμεινα μόνη μπροστά στον ταπεινό τάφο. Γονάτισα και απόθεσα στο προσκεφάλι του λίγα λουλούδια, αγριολούλουδα, που κρατούσαν ακόμα σα δάκρυα τις στάλες της πρωινής βροχής στα πέταλά τους. Σαν σε ενόραση μαγική ζωντάνεψε την ίδια στιγμή μπροστά μου η εικόνα της γυναίκας του Παύλου, της Ναταλίας, που είχε κάνει την ίδια κίνηση με εμένα όταν ήρθε να προσκυνήσει τον τάφο του άντρα της λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

- Παύλο, η Μακεδονία είναι πια ελληνική. Μπορείς να ησυχάσεις..., του είπε σκουπίζοντας τα δακρυσμένα της μάτια...

Έγινε ησυχία και πάλι, που την έσπαζαν μόνο οι φωνές των παιδιών που ακούγονταν από μακριά. Σηκώθηκα κι έκανα το σταυρό μου, έτοιμη να ψιθυρίσω μια προσευχή. Αντ' αυτής όμως, ψέλλισα κάτι σαν μοιρολόι, σαν ποίημα, το ποίημα του Κωστή Παλαμά για τον Παύλο Μελά:

''Σε κλαίει λαός.

Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι

στον τόπο που σε πλάγιασε

το βόλι, ω παλικάρι!..''

Τα παιδιά, αφού χόρτασαν το παιχνίδι, έσπευδαν σε παρέες, με κλωνάρια και πρασινάδες στα χέρια τους, προς το μικρό καφενείο που εκτελούσε χρέη εστιατορίου. Κάποια απ' αυτά ήρθαν να με πάρουν μαζί τους. Βούιζαν σαν μελίσσι τριγύρω μου και με παρέσυραν μαζί τους, χωρίς να το καταλάβω.

Καθίσαμε όλοι μαζί, καθηγητές και μαθητές, σ' ένα καφεμεζεδοπωλείο που το δούλευαν μάνα και κόρη. Ήταν εκεί μαγείρισσες από χρόνια και εξυπηρετούσαν τους ξένους που έρχονταν σαν προσκυνητές επισκέπτες στον τάφο του ήρωα.