Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Στο σκοπό της γκάιντας

 
(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Δούλευαν εικοσιτέσσαρες ώρες συνεχόμενα. Ξεφόρτωσαν μεσημέρι της Παρασκευής το φορτηγό και στρώθηκαν στη δουλειά. Δέκα - δώδεκα νομάτοι, ξυλουργοί κι επιπλοποιοί .

Νοέμβρης ήταν . Γκριζωπή η μέρα και η πυκνή ομίχλη που την έσπρωχνε ο νοτιάς ανέβαινε από τον Θερμαικό. Στις πλαγιές των Πιερίων είναι η Λαγόραχη και το συνεργείο των εξειδικευμένων μαιστόρων άρχισε την τοποθέτηση των στασιδιών στην εκκλησιά του χωριού. Διέκοψαν γιά το βραδινό που ετοίμασε ο καφετζής στο απέναντι από την εκκλησιά καφενείο και συνέχισαν ολονυκτίς. Στόχος να παραδώσουν έτοιμα τα πάντα γιά την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Κόπος και μόχθος, αλλά και μεράκι και κέφι .

Ο...    
 
 
πατέρας στο συντονισμό, ο αρχιμάστορας το πρόσταγμα , τρείς ομάδες εργασίας για την τοποθέτηση, να κατασκευαστούν επί τόπου τα βάθρα, πατόξυλα, ραμποτέ, τραβέρσες, κοπές, βαφές, λούστρα, να τοποθετηθούν τα στασίδια, να δεθούν με στρωτήρες, να συναρμολογηθούν τα καθίσματα, να βιδωθούν οι διακοσμητικές πυραμίδες , να προσαρμοστούν διαχωριστικά τορνευτά, να περάσει το τελικό πινέλο του λούστρου, γέμισε η εκκλησιά γωνιάστρες και πριόνια, σφυριά, καρφιά και τανάλιες, βίδες και σφικτήρες, μέτρα και γωνίες γιά σημάδεμα, κόλλες και πινέλα, βαφές με τα δικά τους αντίστοιχα, λούστρα και τα δικά τους ξεχωριστά, διαλυτικά, να ξεπεραστούν τα απρόσμενα, να αντιμετωπιστούν οι προγενέστερες κακοτεχνίες στο δάπεδο, στους τοίχους, να υπερκεραστεί η νύστα ! Κι ήρθαν οι μυρωδιές του κομμένου ξύλου, της οξιάς και του πεύκου να προστεθούν στην ευωδιά από το λιβάνι και το αγιοκέρι, και προστέθηκαν οι έντονες οσμές του λούστρου, οσμές οξύτητας, που κυριάρχησαν προσωρινά κι υποχώρησαν σταδιακά, αφήνοντας και πάλι ευωδία εις οσμήν πνευματική αντικαταπέμπουσα ! Φιλότιμοι ανθρώποι, με αγάπη στη δουλειά κι όταν λέγαν θα το κάνουμε, το τέλειωναν ! Θυμούμαι την δυσπιστία του παπά ! Τους κοίταζε απορημένος, δεν τους πίστευε ότι ήταν δυνατόν να ολοκληρώσουν την τοποθέτηση μέσα σε εικοσιτέσσαρες ώρες , ούτε βέβαια μπορούσε να φανταστεί ότι τούτοι οι λύκοι δεν θα κοιμόντουσαν καθόλου, δεν θα κλείναν μάτι μέχρι να παραδοθεί η εκκλησιά στην εντέλεια !

Απομεσήμερο πιά του Σαββάτου. Οι επίτροποι κι ο παπάς του χωριού έκπληκτοι βλέπαν την πρόοδο της δουλειάς. Τα στασίδια τοποθετημένα κι οι μαστόροι παλεύαν τις λεπτομέρειες, τις λεπτομέρειες της καλαισθησίας, της καλλιτεχνίας, της ωραιότητας των αγαπώντων την ευπρέπεια του οίκου Σου !

Άρχισε να σουρουπώνει. Δεν ξεμύτισε ο ήλιος όλη μέρα ! Μουσκεμένος ο τόπος από την ομίχλη. Απόμειναν τα λούστρα και το συνεργείο οδεύει στον αντίκρυ καφενέ γιά το γεύμα που η επιμέλεια των γυναικών της επιτροπής είχε φροντίσει ! Σαρακοστιανά τα εδέσματα , γίγαντες φασόλια στον νταβά, πατάτες στον φούρνο, ρεβύθια με μελιντζάνες, καλαμάρια φρέσκα από τον Μακρύγιαλο στο τηγάνι, τουρσιά σπιτικά, ελιές λογιώ λογιώ, ταραμοσαλάτα δουλεμένη μερακλίδικα, σπανακόπιτες δυό σινιά, ψωμί στο ξυλόφουρνο ευωδιαστό και νταμιτζάνα εξαιρετικό , όπως διαπίστωσαν οι απαιτητικοί πότες, τσίπουρο ντόπιο.

Ευλόγησον την βρώσιν και πόσιν, πάτερ,

κι άρχισε να ξσναστυλώνονται τα καταπονημένα σώματα και να χαλαρώνουν οι ψυχές !

Στην ξυλόσομπα οι φέτες γιά να φρυγανιστούν , γειά στα χέρια σας παιδιά, εύχεται ο παπάς, καλά Χριστούγεννα να έχουμε, ευχαριστούμε κυρ Ηλία, πάντα τέτοια με υγεία και ευλογία, κι ο ένας γύρος τσίπουρου φέρνει τον άλλο ! Κι οι ευχές δευτερώνουν , σαν το νερό που κατάβρεχε ο Προφήτης Ηλίας τα ξύλα στον βωμό γιά την θυσία, και τα τσίπουρα δευτερώνουν, κι οι ευχές ετρίτωσαν εκατέροθεν, κι οι επίτροποι εύχονται κι μαστόροι, κι οι γυναίκες συμπληρώνουν τα κενωθέντα, και τι πίτες , σπανακόπιτες και χορταρόπιτες με τα αγριόχορτα των Πιερίων που πρασινίζουν τον τόπο μετά τα πρωτοβρόχια στους τράφους των χωραφιών, κι εκεί που τρίτωσαν οι ευχές κι εκεί που μεγάλωσε η ευωχία, και μοσχομύρισε ο καφενές από το ψωμί που καψαλιζόταν στη μασίνα, και καθώς έξω στις ράχες των Πιερίων το κρύο θεριεύει κι η ομίχλη πυκνώνει

ήχος ακούγεται αιθέριος !

Γκάιντα !

Είχε αρχίσει να παίζει η γκάιντα προτού να ανοίξει η πόρτα, πριχού να μπεί στον ταπεινό καφενέ ο μερακλής επίτροπος που έφυγε χωρίς να τον αντιληφτούμε από το τραπέζι κι επέστρεφε εν τυμπάνω και χορώ , παιανίζων την γκάιντα !

Α ! Αγάλλου κι ευφραίνου η όμορφη συντροφιά !

Πάει η κούραση , πάει η νύστα, ξεχάστηκε ο κόπος !

Οξύμολπη η γκάιντα !

Κι είναι σκοποί καθιστικοί, μερακλίδικοι,

κι είναι τραγούδια μακεδονικά του γέρο Όλυμπου και του Κίσσαβου, των Πιερίων και της Νάουσας, από την Βέρροια και το Ρουμλούκι, της Ιερισσός και της Νιγρίτας, της Έδεσσας και της Καστοριάς, ..

Ήχοι που μιλούν στην ψυχή !

Κι η γκάιντα κρατά απ το χέρι το κέφι, κι οι οξείς ήχοι της γκάιντας τέρπουν τα αυτιά και τις καρδιές, γειά σας μαστόρια, γειά στα χέρια σας, ευχαριστούμε παπά μου, να χαίρεσαι το πετραχήλι σου,

Και καθώς ο σκοπός κορυφώνεται, και καθώς το τσίπουρο από το ξυνόμαυρο λιγοστεύει , να τώρα εισοδεύει δεύτερη γκάιντα , ο πρώτος του χωριού γκάιταντζης, ο επίσημος των εορτών και των πανηγύρεων, των γάμων και των βαφτίσεων, ο πρώτος του χωριού γκάιταντζης μπαίνει με σκοπό χορευτικό προκαλώντας και προσκαλώντας στον χορό ! Μικρή η πανήγυρις, ο καλλωπισμός εννοώ κι η ωραιότητα της εκκλησιάς, με την τοποθέτηση των ξυλόγλυπτων στασιδίων γιά τους εκκλησιαζομένους, ιδιαίτερα τους γεροντότερους, μα κι η μικρά πανήγυρις τον απαιτεί τον γιορτασμό της !

Κι οι υπέροχοι αυτοί άνθρωποι, που βίωναν και βιώνουν τον καθημερινό μόχθο, την βιοπάλη, τις αναποδιές και τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, το όργωμα και τις λάσπες μέχρι που να λασπώνει το είναι, την βροχή και το χιόνι , το κρύο και την ομίχλη στο μαντρί γιά να ξεγεννήσει τα αρνιά στη καρδιά του Γενάρη, το λιοπύρι και την κάψα στο θέρος, στ' αλωνίσματα που να γυρεύει σκιά κι ένα παγούρι νερό να δροσιστείς, την ξεθεοτική κούραση στον τρύγο στ' αμπέλι και στα λιομαζέματα, γιά τον οίνο που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου και το έλαιον που ελίπανας την κεφαλή,

και εν ταυτώ βίωση και βίωμα με το αργόσυρτο μακεδόνικο τραγούδι και την εύλαλη γκάιντα, συνωδά με το αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω και με τα τεριρέμ των αρχαγγέλων, τούτοι οι απλοί χωρικοί πιάσαν το χέρι να στρωθεί στον κύκλο ο χορός, πιάσαν το χέρι οι αγρότες επίτροποι, οι κτηνοτρόφοι επίτροποι, κι οι γεροδεμένες συντρόφισσές τους, νοικοκυρές και αγκωνάρια του σπιτιού, πιάσαν χέρι στο χορό γιά τον συρτό οι μαστόροι κι οι ξυλογλύπτες, οι μαραγκοί κι οι λουστραδόροι, ο καφετζής αμή κι ο κύρ Ηλίας, με πρώτον στον πρώτο χορό, στον συρτό τον παπά, σεβάσμιο λευίτη, λευκασμένο στο θυσιαστήριο στις ράχες εδώ της Πιερίων, αναπέμποντα ακατακρίτως θυσίας αινέσεως επί μιά πεντηκονταετία αδιαλείπτως !

Κι η γκάιντα του πρωτοστάτη ανεβάζει την ένταση κι η γκάιντα του επιτρόπου κρατάει τα ίσα κι οι γυναίκες της Λαγόραχης ανοίγουν το στόμα τους, εύλαλες οι μέχρι τα νύν άλαλες, κι ο όμιλος των πανηγυριστών ξανακυκλώνει συνεχίζοντας τον χορό !

Χορός χέρι - χέρι, χέρι με χέρι οι χορευτές, χέρι με χέρι οι χορεύουσες, χέρι με χέρι με μιά αλυσίδα που μαρτυρεί τρόπο ζωής, στάση ζωής κι σντίληψη , βίος και πάλη, ζωή και μόχθος, πόνος και λύπη, λύπη και χαρά αλλά όχι βίος ανεόρταστος και πάντως όχι απανδόχευτος ! Πιασμένοι χέρι με χέρι σε μιά ατέλειωτη σειρά χορευτών και χορών, της ανείπωτης ανάγκης γιά έκφραση ανέκφραστων πόθων και μύχιων συναισθημάτων, χορούς που πρωτοστατούσαν οι αυλοί και οι αυλιστές του Ομήρου, χορούς ηρωικούς με τους παιάνες και χορούς των τραγωδών, εκστασιασμοί με τους Ορφικούς και τους θρακικούς, χοροί κι ωδές με τους φρυγικούς και τους λυδικούς ρυθμούς, εν τυμπάνω και χορώ, η Σαπφώ κι ο Αλκαίος, ο Αρχίλοχος κι ο Αλκμάνας, ο Προφήτης Δαβίδ εν κυμβάλοις αλαλαγμού, τι συγκερασμός , τι άσκαυλοι και τι λύρες, τι κιθάρες και τι ούτια μικρασιάτικα, τί τύμπανα π' αλλιώς τα λέν νταούλια, να το κανονάκι της Πόλης κι οι φλογέρες οι ποιμενικές, να το σαντούρι της Σμύρνης κι ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη, ο κεμεντζές της Τραπεζούντας κι η ασκομαντούρα, να τα νιόφερτα κλαρίνα και βιολιά, κι η γκάιντα ή η τσαμπούνα η νησιώτικη , να κι ο μαίστορας της ζουγραφίας ν' ανιστορεί περιτέχνως, εις κόσμον και ανσψυχήν ,στον εξωνάρθηκα ή στο μακρυναρίκι του Προδρόμου νεανίσκους και παρθένες, πρεσβύτερους μετά νεωτέρων στο χορό, χορό αρχινημένο υπό τους ήχους του ζουρνά , με το νταούλι και με τον ζουρνά, χορό άπαξ αρχινημένο από του νύν και έως του αιώνος !

Ενεπλήσθημεν του ελέους Σου !

Πιασμένοι χέρι - χέρι !

Στη πανήγυρη της απλότητας, στο πανηγύρι της απλοχωριάς, στην αρχοντιά της φιλοξενίας ! Τη πτωχεία τα πλούσια !

Χέρι με χέρι στον μακρόσυρτο χορό της Ρωμιοσύνης, χορό χαρμολύπης, και συνεχίζουμε !

Εν τυμπάνω και χορώ , όπως πάντα, θα ξεπερνούμε εμπόδια και δυσκολίες, φουρτούνες και τρικυμίες !

Κι άς γκριζάρουν οι μέρες κι άς βγάνει ομίχλη !

Φθίνοντος του Νοέμβρη και καθώς το της Γεννήσεως κοντάκιο μας προετοιμάζει , με τα ψημένα κάστανα αντάμα,

η ευχή, με ήχους ηδύμολπους κι οξύμολπους της γκάιντας, ολόψυχη :

Καλά Χριστούγεννα !