Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Η λεηλασία των ελληνικών και ξένων αρχαιοτήτων και οι φρούδες ελπίδες για τον επαναπατρισμό τους



του Παναγιώτη Γ. Αλεκάκη, Φιλόλογου – Ιστορικού, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντή 2ου ΓΕΛ Κατερίνης

Στα ξένα μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές οι ελληνικές αρχαιότητες κατέχουν παντού την πρωτοκαθεδρία. Θύματα αρπαγής τα ελληνικά μνημεία τέχνης, συνήθως ακρωτηριασμένα, ραγισμένα, τραυματισμένα και αιχμάλωτα κάτω από ξένους ουρανούς. Οι απόγονοι εκείνων των βάρβαρων εισβολέων και καταπατητών, αρχαιοθηρών και αρχαιομεταπρατών δεν δέχονται ούτε υπαινιγμό για παλιννόστηση των μνημείων και έργων τέχνης, που...  

 
κάτω από συνθήκες βίας, τρομοκρατίας και απάτης φυγαδεύτηκαν από το πάτριο έδαφος. Και με ιταμότητα οι σφετεριστές των αρχαιοτήτων αποδίδουν την εξανάσταση των λαών για τη διαρπαγή της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εθνικιστικό παραλήρημα. Λοιδορούν την προσήλωση των Νεοελλήνων στην πολιτιστική τους παράδοση ανά τους αιώνες.

Οι δεσμοφύλακες των ελληνικών αρχαιοτήτων, προκειμένου να δικαιολογήσουν και κυρίως για να νομιμοποιήσουν τη διαρπαγή και κατακράτησή τους, καταφεύγουν σε φαιδρά σοφίσματα και αναιδή ιδεολογήματα. Ισχυρίζονται λ.χ. ότι τα μνημεία και τα έργα τέχνης ήταν «αδέσποτα», δεν ανήκαν σε κανέναν και επομένως δεν λεηλατήθηκαν παράνομα. Ή ότι οι πολιτιστικοί θησαυροί δεν ανήκουν στον τόπο που γεννήθηκαν, αλλά είναι «κοινό αγαθό» και κληρονομιά της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντας νοσηρό σοβινισμό την αξίωση επαναπατρισμού. Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι λαφυραγωγοί διατείνονται ότι τα κλασσικά αριστουργήματα αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρης της Ευρώπης καλώντας τους Έλληνες να παραιτηθούν από οποιαδήποτε διεκδίκηση.

Όμως, ο ισχυρισμός τους ότι η συγκέντρωση των αρχαιοτήτων μας στα μουσεία τους και τις ιδιωτικές συλλογές τους – με επαίσχυντες πάντοτε μεθόδους – έχει συντελέσει στη μελέτη και την ανάπτυξη της τέχνης και του πολιτισμού αποτελεί ψεύδος και απάτη. Γιατί, όπως είναι γνωστό, η επιστημονική έρευνα είναι ακριβής και ολοκληρωμένη μόνο στον χώρο όπου είδαν το φως τα έργα τέχνης. Οι αρχαιολογικοί θησαυροί ανήκουν στο λαό που τα δημιούργησε, γιατί εκφράζουν την ιστορική του παράδοση και ταυτότητα. Για τους ξένους δεν αποτελούν πολιτιστικά αγαθά, αλλά λάφυρα. Ο Άγγλος στρατηγός H. Turner, ο οποίος έκλεψε από την Αίγυπτο την «Πέτρα της Ρωσέττης», έγραφε με έπαρση ότι η εναπόθεση του μνημείου στο Βρετανικό Μουσείο αποτελεί ένα υπερήφανο τρόπαιο των αγγλικών όπλων και ότι θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει ένδοξα λάφυρα (βλ. J. Greenfield, The Return of Cultural Treasures, Cambrigde 1989, σ. 297).

Οι Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παρακολουθούσαν με σπαραγμό την καταστροφή και διαρπαγή των μνημείων του αρχαίου πολιτισμού από τους Ευρωπαίους επιδρομείς, αλλά τους στιγμάτιζαν και δεν παραιτήθηκαν ποτέ από την πολιτιστική τους κληρονομιά. Ο Ηπειρώτης λόγιος Αθ. Ψαλίδας καυτηρίαζε με οργή τις λεηλασίες των Ευρωπαίων λαφυραγωγών και κατέγραφε τις αρχαιότητες που λήστευαν, όπως του Άγγλου στρατιωτικού Leak κατά τους ναπολεόντειους πολέμους. Το 1809 έλεγε στον Hobhouse, συνοδοιπόρο του Λόρδου Βύρωνα: «Εσείς οι Άγγλοι μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά! Οι Έλληνες θα ’ρθουν μια μέρα να τα ξαναζητήσουν» (βλ. J.G.Hobhouse, Travels in Albania and other provinces of the Turkey, London 1813, τ. Α΄, σ. 299).

Η ΟΥΝΕΣΚΟ υπολογίζει σε 25-30 εκατομμύρια τα έργα τέχνης ξένων πολιτισμών – και κυρίως αρχαιοελληνικών – που βρίσκονται στα μουσεία της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο Εθνολογικό Μουσείο του Βερολίνου λ.χ. έχουν συσσωρευθεί 330.000 εθνολογικά αντικείμενα από όλον τον κόσμο. Είναι κατάφορτα τα μουσεία της Δύσης από ξένους πολιτιστικούς θησαυρούς και στοιβάζονται σε αποθήκες, επειδή δεν υπάρχουν αίθουσες για έκθεσή τους. Για τους λαούς που τα δημιούργησαν, χάθηκαν οριστικά αυτά τα έργα τέχνης και εκείνοι που τα λεηλάτησαν, τα κρατούν αιχμάλωτα στο σκοτάδι.

Και ας δούμε στη συνέχεια τη δήθεν προοπτική του επαναπατρισμού τους. Από τον ΟΗΕ και την ΟΥΝΕΣΚΟ έχουν ψηφισθεί σημαντικές αποφάσεις για την προστασία και την επιστροφή στις χώρες καταγωγής των αρχαιοτήτων που έχουν λεηλατηθεί. Όμως, όλες αυτές οι αποφάσεις μέχρι σήμερα υπήρξαν μόνο μεγαλόστομες διακηρύξεις, εύστοχες ρητορικές συστάσεις, χωρίς όμως καμιά πρακτική συνέπεια για την τύχη των αιχμάλωτων αρχαιοτήτων. Επαναλαμβάνονται επί δεκαετίες οι ίδιες ηχηρές φράσεις περί προστασίας και επαναπατρισμού, χωρίς όμως μέτρα που θα επιβάλουν την επαναφορά στον τόπο που δημιουργήθηκαν τα ιστορικά κειμήλια. Προφανώς για να μην ενοχληθούν οι ισχυροί των μουσείων της Δύσης και γι’ αυτό παραμένουν αναξιόπιστες οι εξαγγελίες και παραινέσεις τους.

Ανύπαρκτο και το διεθνές νομικό πλαίσιο για προσφυγή και εκδίκαση υποθέσεων διαρπαγής και παράνομης κατοχής πολιτιστικών θησαυρών. Το σημερινό Διεθνές Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αντιμετωπίσει λ.χ. την αξίωση επιστροφής των ελληνικών αρχαιοτήτων που λεηλατήθηκαν. Τα ελληνικά διαβήματα και οι προσφυγές κατά το παρελθόν έπεσαν στο κενό, προβάλλοντας ως «νομικό κώλυμα» το χρόνο που μεσολάβησε από τη διαρπαγή. Ενώ οι Άγγλοι ομιλούν περί «παραγραφής» ύστερα από την πάροδο δύο αιώνων και πλέον!

Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια προσυμφωνημένη τακτική. Αποφάσεις, καταγγελίες, συστάσεις που συγκινούν την παγκόσμια Κοινή Γνώμη και καλλιεργούν ελπίδες στα θύματα των πολιτιστικών γενοκτονιών. Αντικειμενικός σκοπός η εκτόνωση της οργής των λαών και η διαιώνιση της παράνομης κατοχής των πολιτιστικών θησαυρών. Και οι κλειδοκράτορες των κλεμμένων αρχαιοτήτων σιωπούν ή αδιαφορούν.