«Αποδήμησεν εις Κύριον’ χθες, την 26η Δεκεμβρίου 2021 πλήρης ημερών ο Κάρολος Παπούλιας, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και τέως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, καταγόμενος από...
τον Μολυδβοσκέπαστο Ιωαννίνων, ένα χωριουδάκι κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων που αποτελούσε το «φυσικό βήμα» του Μητροπολίτη Σεβαστιανού για τα πύρινα εθνικά του κηρύγματα και άσπονδο πολιτικό αντίπαλο του υπουργού.
Το ύστατο κατευόδιο του έλληνα πολιτικού συνοδεύτηκε από αφειδείς (εις είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις) επαίνους: «μεγάλος Έλληνας, υπεύθυνος Πρόεδρος, οραματιστής υπουργός» (πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης) ενώ τα ΜΜΕ έδρασαν κυρίως τη δημοσιογραφική τους προσοχή στα αλλοπρόσαλλα επεισόδια αποδοκιμασίας εις βάρος του στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 2011, όταν ένα μεγάλο πλήθος ακραίων τον προπηλάκισαν, χαρακτηρίζοντας τον «προδότη».
Από την άλλη, επιφανείς αλβανοί παράγοντες και δημοσιογράφοι εγνωσμένου κύρους τον χαρακτήρισαν «μεγάλο φίλο των Αλβανών». Προσωπικά, πιστεύω ότι το πολιτικό αποτύπωμα του Κάρολου Παπούλια ως προέδρου της Δημοκρατίας είναι αμελητέο σε σύγκριση με την πολυετή πολιτική του συνδρομή ως τιτλούχου της ελληνικής διπλωματίας επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου: 21 Οκτωβρίου 1981 – 8 Φεβρουαρίου 1984 υφυπουργός Εξωτερικών, 8 Φεβρουαρίου 1984 – 26 Ιουλίου 1985 αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, 13 Οκτωβρίου 1993 – 22 Ιανουαρίου 1996 υπουργός Εξωτερικών. Κάποια ΜΜΕ μνημόνευσαν την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις του 1987 και τη συνδρομή του στην επίλυσή της. Προσωπικά δεν διαπίστωσα κάποια ιδιαίτερη διπλωματική ευφράδεια στη διαχείριση της κρίσης, μα την πολιτική πυγμή και τη διπλωματική παρρησία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε κάθε περίπτωση και αναμφίβολα, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπουργικής του θητείας, το όνομά του ταυτίστηκε πρωτίστως με την εμφανή βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Το δόγμα Παπούλια για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις συνίστατο αδρομερώς: Η βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων συνεπάγεται τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και των εθνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Αλβανίας (ΕΕΜ) εν αντιθέσει με τη διπλωματική αντίληψη των προκατόχων του, ότι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η κατάκτηση των ελευθεριών των ελλήνων Βορειοηπειρωτών συνεπάγεται και τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Για την επίτευξη του στόχου αυτού και επικουρούμενος από την αριστερή προπαγάνδα και τις πιέσεις της αλβανικής πλευράς, το 1982 ο Κάρολος Παπούλιας, αναπληρωτής υπουργός των Εξωτερικών, εισηγήθηκε ότι οι συνθήκες άρσης της κατάστασης εμπολέμου (Νοέμβριος 1940) είχαν πλέον ωριμάσει. Δύο χρόνια αργότερα, συζήτησε το ζήτημα με τον αλβανό διπλωμάτη Ξενοφώντα Νούση (γαμπρό του Ενβέρ Χότζα) στην Αθήνα και τον αλβανό υφυπουργό εξωτερικών Μουχαμέτ Καπλάνι (Ιούνιος 1984) ζητώντας ως αντάλλαγμα το διάνοιγμα της συνοριακής διάβασης της Κακαβιάς, που αποτελούσε πάγιο αίτημα της ελληνικής διπλωματίας από το 1971, απορρίπτον, όμως, με φαιδρές δικαιολογίες από την αλβανική κομμουνιστική κυβέρνηση. Στο πνεύμα αυτό, η επίσκεψη πολυμελούς κυβερνητικής αποστολής στην Αλβανία, υπό τον Κάρολο Παπούλια, στις αρχές Δεκεμβρίου 1984, έδωσε ουσιαστική ώθηση στις διμερείς σχέσεις: έγινε δεκτός και από τον πρωθυπουργό Αντίλ Τσαρτσάνι (Adil Çarçani), επισκέφτηκε το Μπεράτι, το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα, το παιδαγωγικό λύκειο Αργυρόκαστρου και γεωργικούς συνεταιρισμούς της ΕΕΜ, κατέθεσε στεφάνι στην Πρεμετή, στο ύψωμα 731, όπου το 1940-1941 είχαν πραγματοποιηθεί σφοδρές μάχες με τους Ιταλούς. Λίγες μέρες μετά, και ύστερα από μακρά και επίμονη προσπάθεια της ελληνικής πλευράς, ο βασικός διπλωματικός στόχος της από το 1971, δηλαδή η συνοριακή δίοδος της Κακαβιάς, άνοιξε τελικά τη 12η Ιανουαρίου 1985, παρουσία 4.000 χιλιάδων ελλήνων και αλβανών πολιτών. Η όλη τελετή ήταν θεαματική (με τα εγκαίνια Παπούλια), όμως το «άνοιγμα», έως το 1991, υπήρξε τυπικό (συμβολικό), αφού ουσιαστική μεταμόσχευση ανθρώπων και εμπορευμάτων δεν υπήρξε για πολλά ακόμα χρόνια. Η επίσκεψή του συνοδεύτηκε από φήμες που διασπείροντο, διακινούντο και γινόντουσαν ευρέως αποδεκτές στην Αλβανία: ο Κάρολος Παπούλιας όταν ήταν βρέφος είχε γαλουχηθεί από τη μητέρα ενός αλβανού ηθοποιού που ζούσε τώρα στο Φίερι. Αυτό γοήτευε τα πλήθη.
Το ύστατο κατευόδιο του έλληνα πολιτικού συνοδεύτηκε από αφειδείς (εις είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις) επαίνους: «μεγάλος Έλληνας, υπεύθυνος Πρόεδρος, οραματιστής υπουργός» (πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης) ενώ τα ΜΜΕ έδρασαν κυρίως τη δημοσιογραφική τους προσοχή στα αλλοπρόσαλλα επεισόδια αποδοκιμασίας εις βάρος του στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 2011, όταν ένα μεγάλο πλήθος ακραίων τον προπηλάκισαν, χαρακτηρίζοντας τον «προδότη».
Από την άλλη, επιφανείς αλβανοί παράγοντες και δημοσιογράφοι εγνωσμένου κύρους τον χαρακτήρισαν «μεγάλο φίλο των Αλβανών». Προσωπικά, πιστεύω ότι το πολιτικό αποτύπωμα του Κάρολου Παπούλια ως προέδρου της Δημοκρατίας είναι αμελητέο σε σύγκριση με την πολυετή πολιτική του συνδρομή ως τιτλούχου της ελληνικής διπλωματίας επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου: 21 Οκτωβρίου 1981 – 8 Φεβρουαρίου 1984 υφυπουργός Εξωτερικών, 8 Φεβρουαρίου 1984 – 26 Ιουλίου 1985 αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, 13 Οκτωβρίου 1993 – 22 Ιανουαρίου 1996 υπουργός Εξωτερικών. Κάποια ΜΜΕ μνημόνευσαν την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις του 1987 και τη συνδρομή του στην επίλυσή της. Προσωπικά δεν διαπίστωσα κάποια ιδιαίτερη διπλωματική ευφράδεια στη διαχείριση της κρίσης, μα την πολιτική πυγμή και τη διπλωματική παρρησία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε κάθε περίπτωση και αναμφίβολα, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπουργικής του θητείας, το όνομά του ταυτίστηκε πρωτίστως με την εμφανή βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Το δόγμα Παπούλια για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις συνίστατο αδρομερώς: Η βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων συνεπάγεται τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και των εθνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Αλβανίας (ΕΕΜ) εν αντιθέσει με τη διπλωματική αντίληψη των προκατόχων του, ότι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η κατάκτηση των ελευθεριών των ελλήνων Βορειοηπειρωτών συνεπάγεται και τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Για την επίτευξη του στόχου αυτού και επικουρούμενος από την αριστερή προπαγάνδα και τις πιέσεις της αλβανικής πλευράς, το 1982 ο Κάρολος Παπούλιας, αναπληρωτής υπουργός των Εξωτερικών, εισηγήθηκε ότι οι συνθήκες άρσης της κατάστασης εμπολέμου (Νοέμβριος 1940) είχαν πλέον ωριμάσει. Δύο χρόνια αργότερα, συζήτησε το ζήτημα με τον αλβανό διπλωμάτη Ξενοφώντα Νούση (γαμπρό του Ενβέρ Χότζα) στην Αθήνα και τον αλβανό υφυπουργό εξωτερικών Μουχαμέτ Καπλάνι (Ιούνιος 1984) ζητώντας ως αντάλλαγμα το διάνοιγμα της συνοριακής διάβασης της Κακαβιάς, που αποτελούσε πάγιο αίτημα της ελληνικής διπλωματίας από το 1971, απορρίπτον, όμως, με φαιδρές δικαιολογίες από την αλβανική κομμουνιστική κυβέρνηση. Στο πνεύμα αυτό, η επίσκεψη πολυμελούς κυβερνητικής αποστολής στην Αλβανία, υπό τον Κάρολο Παπούλια, στις αρχές Δεκεμβρίου 1984, έδωσε ουσιαστική ώθηση στις διμερείς σχέσεις: έγινε δεκτός και από τον πρωθυπουργό Αντίλ Τσαρτσάνι (Adil Çarçani), επισκέφτηκε το Μπεράτι, το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα, το παιδαγωγικό λύκειο Αργυρόκαστρου και γεωργικούς συνεταιρισμούς της ΕΕΜ, κατέθεσε στεφάνι στην Πρεμετή, στο ύψωμα 731, όπου το 1940-1941 είχαν πραγματοποιηθεί σφοδρές μάχες με τους Ιταλούς. Λίγες μέρες μετά, και ύστερα από μακρά και επίμονη προσπάθεια της ελληνικής πλευράς, ο βασικός διπλωματικός στόχος της από το 1971, δηλαδή η συνοριακή δίοδος της Κακαβιάς, άνοιξε τελικά τη 12η Ιανουαρίου 1985, παρουσία 4.000 χιλιάδων ελλήνων και αλβανών πολιτών. Η όλη τελετή ήταν θεαματική (με τα εγκαίνια Παπούλια), όμως το «άνοιγμα», έως το 1991, υπήρξε τυπικό (συμβολικό), αφού ουσιαστική μεταμόσχευση ανθρώπων και εμπορευμάτων δεν υπήρξε για πολλά ακόμα χρόνια. Η επίσκεψή του συνοδεύτηκε από φήμες που διασπείροντο, διακινούντο και γινόντουσαν ευρέως αποδεκτές στην Αλβανία: ο Κάρολος Παπούλιας όταν ήταν βρέφος είχε γαλουχηθεί από τη μητέρα ενός αλβανού ηθοποιού που ζούσε τώρα στο Φίερι. Αυτό γοήτευε τα πλήθη.
Μόνον που ο αναπληρωτής υπουργός ήταν έκθετος: έναν χρόνο πριν, τον Γενάρη του 1983 οι αλβανοί συνοριοφύλακες δολοφονούσαν έναν νεαρό Βορειοηπειρώτη, τον Οδυσσέα Κοκόλη από τη Δρόπολη στη μεθόριο της Επισκοπής και στη συνέχεια βεβήλωσαν το σώμα του, περιφερόμενο προσδεμένο σε αγροτικό τρακτέρ στα χωριά της γενέτειρας του προς τρομοκράτηση του πληθυσμού. Και η ελληνική διπλωματία (ενημερωμένη ή μη)το αποσιώπησε.
Τη 28η Αυγούστου 1987, με «πράξη» του Υπουργικού Συμβουλίου», η κυβέρνηση Παπανδρέου ήρε τον νόμο περί Εμπολέμου και αποχαρακτήρισε την Αλβανία ως εχθρικό κράτος, αφού η συντήρηση της παράδοξης αυτής πράξης αποτελούσε τροχοπέδη στην ταχύτερη και ανεμπόδιστη πρόοδο και ανάπτυξη των σχέσεων.
Το γεγονός όμως αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και έντονη νομική αμφισβήτηση για την εγκυρότητα της υπουργικής απόφασης. Την ίδια μέρα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δήλωνε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν θεωρεί ότι δεσμεύει κατά τίποτε τον ελληνικό λαό η σημερινή πράξη εθνικής μειοδοσίας του κ. Ανδρέα Παπανδρέου και θα συνεχίσει να παρέχει την αμέριστη συμπαράστασή της προς τους δοκιμαζόμενους βορειοηπειρώτες αδελφούς. Την 3η Νοεμβρίου 1987 συζητήθηκε στη Βουλή η επερώτηση που είχε καταθέσει η ανεξάρτητη βουλευτής Επικρατείας Βιργινία Τσουδερού η οποία άσκησε ανηλεή κριτική στον υπουργό διαφωνώντας με τη μονομερή άρση, χωρίς η Ελλάδα να αποσπάσει εγγυήσεις από την αλβανική πλευρά για τους Βορειοηπειρώτες.
Την επόμενη της υπουργικής απόφασης στην Αθήνα, αναρτήθηκαν δεκάδες φωτογραφίες του Κάρολου Παπούλια αποκαλούμενου «εθνικού μειοδότη».
Και πάλι μόνον λίγες μέρες μετά την 31η Οκτωβρίου 1987 αλβανοί μεθοριακοί στρατιώτες δολοφονούσαν στην ίδια περιοχή της Επισκοπής έναν άλλον Βορειοηπειρώτη, τον Παντελή Μερτίρι από το Κηπαρό αδιαφορώντας για το κλίμα ύφεσης που πρέσβευε ο έλληνας υπουργός στην Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της εμπόλεμης κατάστασης εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να καλύπτεται από πέπλο νομικής ασάφειας και πλέγμα νομικών διχογνωμιών.
Τον Οκτώβριο 2005 προσκεκλημένος του ομολόγου του Αλβανού Προέδρου της Αλβανίας Αλφρέντ Μοϊσίου, ο Κάρολος Παπούλιας βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Ενώ θα περίμενε κανείς μια θερμή υποδοχή στο Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα (όπως κάποτε όταν χόρεψε Τσάμικο στο ίδιο μέρος), ένας ολιγομελής όχλος τον προειδοποίησε ότι θα διαδήλωνε εκδηλώνοντας την απαρέσκειά του για την πολιτική του ελληνικού κράτους για τα απηνή αδικήματα που είχε διαπράξει εις βάρος των μουσουλμάνων Τσάμηδων (1944-1945). Υπό τέτοιες παραδοχές, ο έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακύρωσε την επίσκεψη εν αντίθεση με τον προκάτοχό του, Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος επισκέφτηκε απρόσκοπτα το χωριό των προπάππων του, τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου, έναν χρόνο πριν, τον Οκτώβριο του 2004, δηλώνοντας περήφανος για την εθνική του καταγωγή.
Σταύρος Ντάγιος
Διδάκτωρ ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΠΗΓΗ: himara.gr
Την επόμενη της υπουργικής απόφασης στην Αθήνα, αναρτήθηκαν δεκάδες φωτογραφίες του Κάρολου Παπούλια αποκαλούμενου «εθνικού μειοδότη».
Και πάλι μόνον λίγες μέρες μετά την 31η Οκτωβρίου 1987 αλβανοί μεθοριακοί στρατιώτες δολοφονούσαν στην ίδια περιοχή της Επισκοπής έναν άλλον Βορειοηπειρώτη, τον Παντελή Μερτίρι από το Κηπαρό αδιαφορώντας για το κλίμα ύφεσης που πρέσβευε ο έλληνας υπουργός στην Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της εμπόλεμης κατάστασης εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να καλύπτεται από πέπλο νομικής ασάφειας και πλέγμα νομικών διχογνωμιών.
Τον Οκτώβριο 2005 προσκεκλημένος του ομολόγου του Αλβανού Προέδρου της Αλβανίας Αλφρέντ Μοϊσίου, ο Κάρολος Παπούλιας βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Ενώ θα περίμενε κανείς μια θερμή υποδοχή στο Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα (όπως κάποτε όταν χόρεψε Τσάμικο στο ίδιο μέρος), ένας ολιγομελής όχλος τον προειδοποίησε ότι θα διαδήλωνε εκδηλώνοντας την απαρέσκειά του για την πολιτική του ελληνικού κράτους για τα απηνή αδικήματα που είχε διαπράξει εις βάρος των μουσουλμάνων Τσάμηδων (1944-1945). Υπό τέτοιες παραδοχές, ο έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακύρωσε την επίσκεψη εν αντίθεση με τον προκάτοχό του, Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος επισκέφτηκε απρόσκοπτα το χωριό των προπάππων του, τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου, έναν χρόνο πριν, τον Οκτώβριο του 2004, δηλώνοντας περήφανος για την εθνική του καταγωγή.
Σταύρος Ντάγιος
Διδάκτωρ ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΠΗΓΗ: himara.gr