Ενώπιον της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, υπέβαλλαν μηνυτήρια αναφορά κατά του καθηγητή της Πολιτικής της Υγείας και πρώην Βουλευτή και Υπουργού, με αφορμή ανάρτηση με την Παναγία και τον Ιωσήφ σε βλάσφημο διάλογο
Με ...
αίτημα άσκησης Ποινικής Δίωξης για το αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα του άρθρου 192 του Ποινικού Κώδικα σε βάρος του Ηλία Μόσιαλου, προσέφυγε στην Εισαγγελία του Άρειου Πάγου, η «Ομάδα Υψηλής Αστυνόμευσης».
Μεταξύ άλλων στη μηνυτήρια αναφορά αναφέρεται, «Το όλο πρόβλημα, αναφορικά με το ποιο είναι εν τέλει το προστατευόμενο έννομο αγαθό στη “καταργημένη” διάταξη 198 Ποινικό Κώδικα «Κακόβουλη βλασφημία», έγκειται στο γεγονός ότι τα άξια προστασίας από το ποινικό δίκαιο αγαθά πρέπει να έχουν ταυτόχρονα αξιολογική και υλική εμφάνιση, και κατά συνέπεια σε ένα σύστημα αντικειμενικού ποινικού δικαίου, το θρησκευτικό συναίσθημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έννομο αγαθό, διότι στερείται υλικού αντικειμενικού περιεχομένου. Όταν δηλαδή το προστατευόμενο έννομο αγαθό, δεν εξατομικεύεται σε κάποιο υλικό αντικείμενο, αλλά σε κάποια υποκειμενική κατάσταση, η οποία διαπιστώνεται μετά από τον έλεγχο της συνείδησης και του φρονήματος του δράστη, τότε, έχουμε κατά παράβαση των αρχών του αντικειμενικού αδίκου, συνταγματικά ανεπίτρεπτη τιμώρηση του φρονήματος (cogitationis poenam nemo patitur-άρθρο 7 Συντ.). Τούτο, ακριβώς, θεωρήθηκε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση του άρθρου 198 ΠΚ, καθώς, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της εν λόγω άποψης ( που δεν υιοθετεί την αθεΐα ), υλικό αντικείμενο, στο οποίο να εξατομικεύεται το έννομο αγαθό της θρησκευτικής συνείδησης δεν υπάρχει.
Όμως, η ίδια θεωρία δέχεται ότι ο Θεός είναι μια υπερβατική μεταφυσική έννοια, η οποία δεν αντιμετωπίζεται ούτε ως υποκείμενο δικαίου, δηλαδή «παθών», ούτε ως αντικείμενο προστασίας, αλλά ως σύμβολο του αξιακού κώδικα της κοινωνίας, το οποίο ανάγεται από τον ποινικό νομοθέτη σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Βάσει αυτού του κυρίαρχου συλλογισμού τα προστατευόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 198 ΠΚ έννοµα αγαθά είναι το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς επίσης και τα συλλογικά αγαθά της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Στα ίδια πλαίσια, το άρθρο 166 του γερμανικού ΠΚ, το οποίο προβλέπει ως αξιόποινη την καθύβριση δογμάτων, πεποιθήσεων και θρησκευμάτων δεν περιέχει στο πραγματικό του (αντικειμενική υπόσταση) ως προσβαλλόμενα αγαθά τον «Θεό» ή το «θρησκευτικό αίσθημα», αλλά τις απτές εκδηλώσεις του θρησκευτικού φαινομένου, δηλαδή τα διατυπωμένα δόγματα, τις πεποιθήσεις και τις ομολογίες, τα έθιμα, τις λατρευτικές παραδόσεις και πρακτικές, τις θρησκευτικές κοινότητες καθώς επίσης και τις Εκκλησίες, με το πρόσθετο στοιχείο της κοινωνικής ειρήνης. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αρκεί και μόνο η διακινδύνευση αυτής. Γίνεται συνεπώς αποδεκτόν ότι, η προστασία του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού λαού και η ανάγκη διατήρησής του προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και τάξης, ανάγει αυτήν την αναγκαιότητα, άκρως ζωτικής σημασίας για την προστασία της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΜΑΛΌΤΗΤΑΣ και την αποφυγή διασάλευσής της« .
»Η επίδραση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν σημαντική στον τομέα του δικαίου και πολύ περισσότερο στην περιοχή του ποινικού δικαίου για λόγους ιστορικούς, κοινωνικού και κοινωνικοπολιτικούς ενίοτε. Η Ελληνική Πολιτεία θέσπισε ειδικές διατάξεις για την προστασία της Εκκλησίας (άρθρο 13 Συντάγματος) και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Αυτές οι διατάξεις – οι ανυπαρξία των οποίων αποσυντονίζει την Συνταγματική Τάξη – συμπεριλήφθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν στον Ποινικό Κώδικα στο Κεφάλαιο τίτλο «Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης», άρθρα 198-201, δείχνοντας την αγωνία της Πολιτείας να προστατέψει το περιεχόμενο της θρησκείας ως υπαρκτή δομή μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ασκώντας επίδραση στη διαμόρφωση των θεσμών του δικαίου και τούτο, σε μια ύστατη προσπάθεια εν τέλει να ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΙ την κοινωνική Ειρήνη και Ομαλότητα και έτσι ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ που έχει “ισορροπήσει” πάνω στη ΔΟΜΗ αυτή. Η Εκκλησία και η Πολιτεία συνυπάρχουν, συμπορεύονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και για αυτόν το λόγο, το περιεχόμενο του Ποινικού Δικαίου όσον αφορά στη θρησκεία και στην προστασία της, εξαρτάται αρκετά από το ΣΥΣΤΗΜΑ που διέπει τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας.
Αυτό ακριβώς το ΣΥΣΤΗΜΑ «έπληξε» κατάφορα και με τον πλέον προσβλητικό τρόπο, δημόσια και σε μια φάση κορύφωσης της Έντασης του θρησκευτικού συναισθήματος εκατομμυρίων χριστιανών – περίοδο Χριστουγέννων – ο καθού η μήνυση, με σκοπό και δόλο να ακυρώσει τον πυρήνα της ανωτέρω «ΔΟΜΗΣ» ως απαραίτητου συστατικού του ομαδικού συναισθήματος ασφάλειας και ηρεμίας, ήτοι, της Δημόσιας Τάξης. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η πράξη του αυτή συνιστά ΒΟΜΒΑ στα θεμέλια της Κοινωνικής ομαλότητας Για την έκνομη αυτήν του συμπεριφορά και για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του παρακάτω εγκλήματος, αρκεί και μόνο η διακινδύνευση, πολλώ δε μάλλον, αφού αυτή προκάλεσε αντίδραση απροσδιόριστου αριθμού χριστιανών που καταγράφηκε στο έντυπο και διαδικτυακό χώρο έκφρασης και σφόδρα ενόχληση της Εκκλησίας της Ελλάδος που εκφράστηκε με σχετική της επίσημη θέση – απάντηση. Έτσι πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι επήλθε η διατάραξη της κοινής Ειρήνης και το έγκλημα θεωρείτε ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ«.
»Σύμφωνα με το άρθρο 192 του Ποινικού Κώδικα «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΔΙΧΟΝΙΑ και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή.
Μεταξύ άλλων στη μηνυτήρια αναφορά αναφέρεται, «Το όλο πρόβλημα, αναφορικά με το ποιο είναι εν τέλει το προστατευόμενο έννομο αγαθό στη “καταργημένη” διάταξη 198 Ποινικό Κώδικα «Κακόβουλη βλασφημία», έγκειται στο γεγονός ότι τα άξια προστασίας από το ποινικό δίκαιο αγαθά πρέπει να έχουν ταυτόχρονα αξιολογική και υλική εμφάνιση, και κατά συνέπεια σε ένα σύστημα αντικειμενικού ποινικού δικαίου, το θρησκευτικό συναίσθημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έννομο αγαθό, διότι στερείται υλικού αντικειμενικού περιεχομένου. Όταν δηλαδή το προστατευόμενο έννομο αγαθό, δεν εξατομικεύεται σε κάποιο υλικό αντικείμενο, αλλά σε κάποια υποκειμενική κατάσταση, η οποία διαπιστώνεται μετά από τον έλεγχο της συνείδησης και του φρονήματος του δράστη, τότε, έχουμε κατά παράβαση των αρχών του αντικειμενικού αδίκου, συνταγματικά ανεπίτρεπτη τιμώρηση του φρονήματος (cogitationis poenam nemo patitur-άρθρο 7 Συντ.). Τούτο, ακριβώς, θεωρήθηκε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση του άρθρου 198 ΠΚ, καθώς, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της εν λόγω άποψης ( που δεν υιοθετεί την αθεΐα ), υλικό αντικείμενο, στο οποίο να εξατομικεύεται το έννομο αγαθό της θρησκευτικής συνείδησης δεν υπάρχει.
Όμως, η ίδια θεωρία δέχεται ότι ο Θεός είναι μια υπερβατική μεταφυσική έννοια, η οποία δεν αντιμετωπίζεται ούτε ως υποκείμενο δικαίου, δηλαδή «παθών», ούτε ως αντικείμενο προστασίας, αλλά ως σύμβολο του αξιακού κώδικα της κοινωνίας, το οποίο ανάγεται από τον ποινικό νομοθέτη σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Βάσει αυτού του κυρίαρχου συλλογισμού τα προστατευόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 198 ΠΚ έννοµα αγαθά είναι το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς επίσης και τα συλλογικά αγαθά της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Στα ίδια πλαίσια, το άρθρο 166 του γερμανικού ΠΚ, το οποίο προβλέπει ως αξιόποινη την καθύβριση δογμάτων, πεποιθήσεων και θρησκευμάτων δεν περιέχει στο πραγματικό του (αντικειμενική υπόσταση) ως προσβαλλόμενα αγαθά τον «Θεό» ή το «θρησκευτικό αίσθημα», αλλά τις απτές εκδηλώσεις του θρησκευτικού φαινομένου, δηλαδή τα διατυπωμένα δόγματα, τις πεποιθήσεις και τις ομολογίες, τα έθιμα, τις λατρευτικές παραδόσεις και πρακτικές, τις θρησκευτικές κοινότητες καθώς επίσης και τις Εκκλησίες, με το πρόσθετο στοιχείο της κοινωνικής ειρήνης. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αρκεί και μόνο η διακινδύνευση αυτής. Γίνεται συνεπώς αποδεκτόν ότι, η προστασία του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού λαού και η ανάγκη διατήρησής του προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και τάξης, ανάγει αυτήν την αναγκαιότητα, άκρως ζωτικής σημασίας για την προστασία της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΜΑΛΌΤΗΤΑΣ και την αποφυγή διασάλευσής της« .
»Η επίδραση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν σημαντική στον τομέα του δικαίου και πολύ περισσότερο στην περιοχή του ποινικού δικαίου για λόγους ιστορικούς, κοινωνικού και κοινωνικοπολιτικούς ενίοτε. Η Ελληνική Πολιτεία θέσπισε ειδικές διατάξεις για την προστασία της Εκκλησίας (άρθρο 13 Συντάγματος) και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Αυτές οι διατάξεις – οι ανυπαρξία των οποίων αποσυντονίζει την Συνταγματική Τάξη – συμπεριλήφθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν στον Ποινικό Κώδικα στο Κεφάλαιο τίτλο «Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης», άρθρα 198-201, δείχνοντας την αγωνία της Πολιτείας να προστατέψει το περιεχόμενο της θρησκείας ως υπαρκτή δομή μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ασκώντας επίδραση στη διαμόρφωση των θεσμών του δικαίου και τούτο, σε μια ύστατη προσπάθεια εν τέλει να ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΙ την κοινωνική Ειρήνη και Ομαλότητα και έτσι ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ που έχει “ισορροπήσει” πάνω στη ΔΟΜΗ αυτή. Η Εκκλησία και η Πολιτεία συνυπάρχουν, συμπορεύονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και για αυτόν το λόγο, το περιεχόμενο του Ποινικού Δικαίου όσον αφορά στη θρησκεία και στην προστασία της, εξαρτάται αρκετά από το ΣΥΣΤΗΜΑ που διέπει τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας.
Αυτό ακριβώς το ΣΥΣΤΗΜΑ «έπληξε» κατάφορα και με τον πλέον προσβλητικό τρόπο, δημόσια και σε μια φάση κορύφωσης της Έντασης του θρησκευτικού συναισθήματος εκατομμυρίων χριστιανών – περίοδο Χριστουγέννων – ο καθού η μήνυση, με σκοπό και δόλο να ακυρώσει τον πυρήνα της ανωτέρω «ΔΟΜΗΣ» ως απαραίτητου συστατικού του ομαδικού συναισθήματος ασφάλειας και ηρεμίας, ήτοι, της Δημόσιας Τάξης. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η πράξη του αυτή συνιστά ΒΟΜΒΑ στα θεμέλια της Κοινωνικής ομαλότητας Για την έκνομη αυτήν του συμπεριφορά και για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του παρακάτω εγκλήματος, αρκεί και μόνο η διακινδύνευση, πολλώ δε μάλλον, αφού αυτή προκάλεσε αντίδραση απροσδιόριστου αριθμού χριστιανών που καταγράφηκε στο έντυπο και διαδικτυακό χώρο έκφρασης και σφόδρα ενόχληση της Εκκλησίας της Ελλάδος που εκφράστηκε με σχετική της επίσημη θέση – απάντηση. Έτσι πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι επήλθε η διατάραξη της κοινής Ειρήνης και το έγκλημα θεωρείτε ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ«.
»Σύμφωνα με το άρθρο 192 του Ποινικού Κώδικα «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΔΙΧΟΝΙΑ και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή.
Στις 23 Δεκεμβρίου 2021 και ώρα 4.57 μ.μ στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook και μέσω της επιλογής «Δημόσια» ο καθού η μήνυση ανάρτησε την επισυναπτόμενη στην παρούσα , εικόνα – φωτογραφία που απεικονίζει την Παναγία με τον Ιωσήφ, και συνοδεύετε από έναν βλάσφημο διάλογο, προκαλώντας την ενόχληση και την αντίδραση απροσδιόριστου αριθμού Χριστιανών και την ενόχληση της Εκκλησίας της Ελλάδος που προέβη στην παρακάτω δημόσια αντίδραση – απάντηση . « Η προσβλητική ανάρτηση, φερομένη υπό το όνομα του αντιπροσώπου της Ελληνικής Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς για τον κορονοϊό κ. Ηλία Μόσιαλου, παραμονή των Χριστουγέννων, που χλευάζει την θρησκευτική πίστη εκατομμυρίων ορθοδόξων χριστιανών της χώρας που εκπροσωπεί, και οι συναφείς διαμαρτυρίες μελών της Εκκλησίας που περιήλθαν σε γνώση μας, δίνουν την αφορμή για την γενικότερη υπόμνηση ότι, αν και το πρόσωπο του Χριστού και της Κυρίας Θεοτόκου δεν έχουν ανάγκη οποιασδήποτε ανθρώπινης υπεράσπισης έναντι των ανθρώπινων ύβρεων, οι προσβολές και επιθέσεις κατά του Χριστιανισμού θα συνεχίσουν και θα αυξάνονται κατά τον 21ο αιώνα. Ο φανατισμός και η έλλειψη σεβασμού στον άλλον δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των “θρησκειών” ή των “αλλόθρησκων”, αλλά οριζόντιο γνώρισμα πολλών ανθρώπων, συντηρητικών και προοδευτικών. Είναι επίσης σαφές ότι κανένας δεν μπορεί να επικαλείται το επιχείρημα της ιδιωτικότητας για την ρατσιστική συμπεριφορά του, όταν κατέχει θέσεις κρατικής ευθύνης και εκφράζεται δημοσίως. Ευχόμαστε Καλά Χριστούγεννα με αγάπη, μακροθυμία και προσευχή “υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς”
Επειδή ο καθού η μήνυση ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνέπειες της πράξης του, τις οποίες αποδέχθηκε με τον τρόπο που διέπραξε το εν λόγω έγκλημα κατά της Δημόσιας Τάξης
Επειδή μια τέτοιας έκτασης και συνέπειας έκνομη ενέργειας δεν βρίσκει πλέον πεδίο υπαγωγής στην “καταργημένη” διάταξη του άρθρου 198 Π.Κ Περί Κακόβουλης Βλασφημίας αφενός, και αφετέρου δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη με βάση τα ανωτέρω
Επειδή η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν συστατικά της συμπεριφοράς του καθού η μήνυση, υπάγονται κατευθείαν στην διάταξη του άρθρου 192 ΠΚ και συγκεκριμένα στην διατύπωση ( προκαλεί η διεγείρει σε .. Δημόσια Διχόνοια )
Επειδή η αποστολή του ποινικού δικαίου είναι να προστατεύσει, με το όπλο της ποινής, θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας, απολύτως απαραίτητες για την ομαλή κοινωνική συμβίωση και έτσι να εμπεδώσει και να διασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη», καταλήγουν μεταξύ άλλων.
Ειδική αναφορά ωστόσο έχει στη μηνυτήρια αναφορά της, η «Ομάδα Υψηλής Αστυνόμευσης», στο Τμήμα Ποιμαντικης και Κοινωνικής Θεολογιας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Επειδή ο καθού η μήνυση ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνέπειες της πράξης του, τις οποίες αποδέχθηκε με τον τρόπο που διέπραξε το εν λόγω έγκλημα κατά της Δημόσιας Τάξης
Επειδή μια τέτοιας έκτασης και συνέπειας έκνομη ενέργειας δεν βρίσκει πλέον πεδίο υπαγωγής στην “καταργημένη” διάταξη του άρθρου 198 Π.Κ Περί Κακόβουλης Βλασφημίας αφενός, και αφετέρου δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη με βάση τα ανωτέρω
Επειδή η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν συστατικά της συμπεριφοράς του καθού η μήνυση, υπάγονται κατευθείαν στην διάταξη του άρθρου 192 ΠΚ και συγκεκριμένα στην διατύπωση ( προκαλεί η διεγείρει σε .. Δημόσια Διχόνοια )
Επειδή η αποστολή του ποινικού δικαίου είναι να προστατεύσει, με το όπλο της ποινής, θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας, απολύτως απαραίτητες για την ομαλή κοινωνική συμβίωση και έτσι να εμπεδώσει και να διασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη», καταλήγουν μεταξύ άλλων.
Ειδική αναφορά ωστόσο έχει στη μηνυτήρια αναφορά της, η «Ομάδα Υψηλής Αστυνόμευσης», στο Τμήμα Ποιμαντικης και Κοινωνικής Θεολογιας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.