Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Τζορτζ Ρέμους: Κέρδισε τα πάντα χάρη σε έναν νόμο & τα έχασε όλα εξαιτίας μιας γυναίκας



Η γυναίκα που διέλυσε μια αυτοκρατορία
 
Το μυθιστόρημα του Φράνσις Φιτζέραλντ «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας με τις πωλήσεις των βιβλίων να ανέρχονται σε χιλιάδες αντίτυπα παγκοσμίως.

 
Μάλιστα, κυκλοφορούν αρκετές ταινίες, μιούζικαλ και θεατρικές παραστάσεις βασισμένα στην ιστορία του Γκάτσμπι.

Ο Τζορτζ Ρέμους που ζούσε την ίδια εποχή με τον Φιτζέραλντ θα μπορούσε να ήταν ένα από τα πρότυπα με βάση τα οποία έπλασε τον λογοτεχνικό Γκάτσμπι. Καταγόταν επίσης από μια φτωχή οικογένεια μεταναστών και κέρδισε αρκετά εκατομμύρια μέσω εμπορίου αλκοόλ κατά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης. Η αποτυχία στον έρωτα μετέτρεψε τον Ρέμους όχι σε θύμα, αλλά σε δολοφόνο, κάτι που παραδόξως τον βοήθησε στο τέλος της ζωής να γίνει ένας αξιοσέβαστος πολίτης.

Προφανώς, ο Φιτζέραλντ δημιούργησε τον χαρακτήρα του Γκάτσμπι βασισμένο σε κάποιους συγχρόνους του. Μερικές συνήθειες και γεγονότα της βιογραφίας του ήρωά του, ο συγγραφέας δανείστηκε από τον φίλο και γείτονά του, Μαξ Γκέρλαχ.

Η άνοδος του Τζορτζ Ρέμους

Ο Τζορτζ Ρέμους καταγόταν από οικογένεια Γερμανών μεταναστών. Γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1878 στην πόλη Λάντσμπεργκ της Βαυαρίας. Το 1885, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, οι γονείς του μετακόμισαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο του Ιλινόις, τη μεγαλύτερη πόλη των Μεσοδυτικών Πολιτειών.

Οπότε, τα πρώτα χρόνια του πραγματικού Ρέμους μοιάζουν αρκετά με την αρχή της βιογραφίας του Γκάτσμπι: Γερμανική καταγωγή, παιδικά χρόνια στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και φτωχοί γονείς.

Ο πατέρας του μελλοντικού «βασιλιά του λαθρεμπορίου» δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το αμερικάνικο όνειρό του. Δεν βρήκε κάποια καλή δουλεία λόγω ρευματισμών και πέθανε από το ποτό. Έτσι ο Τζορτζ, από την ηλικία των 14 ετών έπρεπε να δουλεύει στο φαρμακείο ενός συγγενή της οικογένειας για να κερδίζει τα προς το ζην. Παράλληλα, σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή.

Η εξυπνάδα, η σκληρή δουλειά και η επιχειρηματική αίσθηση βοήθησαν τον Ρέμους στον δρόμο προς την επιτυχία. Στα 21 του πήρε πτυχίου φαρμακοποιού και έγινε ιδιοκτήτης δύο φαρμακείων. Ήταν όμως ένας αρκετά νεαρός φιλόδοξος άνδρας και ήθελε κάτι παραπάνω. Σπούδασε Νομική και το 1904 άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος, με ειδίκευση σε ποινικές υποθέσεις.

Η αγαπημένη «ενασχόληση» του Ρέμους ήταν να σώζει από τη θανατική ποινή πλούσιους άνδρες που διέπραξαν φόνο σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Ο νεαρός δικηγόρος διάβαζε αρκετά. Τον ενδιέφερε και η νέα, για τις αρχές του 20ου αιώνα, επιστήμη της Ψυχιατρικής. Οι επιστήμονες όπως ο Αυστριακός Ρίχαρντ φον Κραφτ-Εμπινγκ θεωρούσαν ότι υπάρχουν εγκλήματα πάθους, όταν οι άνθρωποι σκοτώνουν σε κατάσταση «προσωρινής παραφροσύνης», όπως έλεγαν εκείνη την εποχή. Δεν υπήρχαν ακόμη όμως ούτε σαφή κριτήρια ούτε καν ιατροδικαστική ψυχιατρική εξέταση με τη σύγχρονη έννοια.

Το αποκορύφωμα της δικηγορικής καριέρας του Ρέμους ήταν η υπόθεση του Ουίλιαμ Τσέινι Έλις. Στις 16 Οκτωβρίου του 1913, ο Έλις ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου και με υπερβολική βία τη γυναίκα του, επειδή είχε υποψίες ότι είχε κάποια εξωσυζυγική σχέση. Σύμφωνα την αμερικανική νομοθεσία, τον περίμενε η θανατική ποινή, επειδή διέπραξε φόνο εκ προμελέτης.

Ο Ρέμους ακολούθησε τη γραμμή ότι ο φόνος έγινε σε κατάσταση «προσωρινής παραφροσύνης». Δεν υπήρχαν καν στοιχεία ότι η δολοφονημένη κυρία Έλις όντως είχε κάποια άλλη σχέση. Χάρη στη ρητορική τέχνη του δικηγόρου, σώθηκε η ζωή του πελάτη του. Στις 6 Μαρτίου του 1914, το δικαστήριο καταδίκασε τον Ουίλιαμ Έλις σε ποινή φυλάκισης 15 χρόνια.

Ποτοαπαγόρευση

Η πρώτη διαφωνία στη βιογραφία του Ρέμους και του Γκάτσμπι είναι η αρχή της ανοδικής πορείας του καθενός. Η γνωριμία με έναν εκκεντρικό εκατομμυριούχο, τα ταξίδια και η συμμετοχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βοήθησαν τον ήρωα του μυθιστορήματος. Η ζωή του Ρέμους ήταν πιο πεζή.

Μετά την υπόθεση του Έλις και αρκετές ακόμη, ο Ρέμους έγινε ένας από τους πιο διάσημους δικηγόρους στην Πολιτεία του Ιλινόις. Εκτός από τις αμοιβές για την εργασία του ως δικηγόρος είχε έσοδα και από τα φαρμακεία. Το 1920, τα ετήσια κέρδη του ήταν περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια, περίπου 6,5 εκατομμύρια με σύγχρονα δεδομένα. Στη συνέχεια, ο 42χρονος Ρέμους βρήκε έναν νέο τρόπο για να αυξήσει την ευημερία του. Στις 17 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος Βόλστιντ και κηρύχθηκε παράνομη η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.

Ένα κίνημα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης ξεκίνησε στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1870. Τα μέλη του ήταν κατά της αύξησης της κατανάλωσης αλκοόλ στη χώρα. Μέχρι τη δεκαετία του 1890 οι δράσεις τους ήταν αβλαβείς για τους λάτρεις του αλκοόλ.

Το 1893, ιδρύθηκε μια ενιαία οργάνωση, η λεγόμενη «Ένωση κατά των Σαλούν». Ο ηγέτης της, ο δικηγόρος από το Οχάιο, Γουέιν Γουίλερ, μεταμόρφωσε το κίνημα από διάσπαρτες ομάδες φανατικών Προτεσταντών και εκκεντρικών εθελοντών σε ισχυρή πολιτική δύναμη.

Ο Γουίλερ είχε πολλά κοινά με τον Ρέμους. Και οι δύο δεν έπιναν αλκοόλ, προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, κατάφεραν να πάρουν πτυχίο Νομικής και να γίνουν διάσημοι. Αν όμως το όνειρο του Ρέμους ήταν τα πλούτη, του Γουίλερ ήταν η νηφαλιότητα. Ως παιδί, παραλίγο να πεθάνει εξαιτίας ενός μεθυσμένου εργάτη στο αγρόκτημα του πατέρα του. Η ποτοαπαγόρευση αποτελούσε τον στόχο της ζωής του.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, ισχυρές ομάδες «αλκοολομάχων» υπήρχαν τόσο στο Ρεπουμπλικανικό όσο και στο Δημοκρατικό κόμμα. Η απαγόρευση του αλκοόλ ψηφίστηκε σχεδόν στις μισές Πολιτείες. Τόσο οι ηγέτες συνδικάτων και οι μεγάλοι επιχειρηματίες όπως ο Τζον Ροκφέλερ ή ο Χένρυ Φορντ υποστήριζαν την απαγόρευση. Οι πρώτοι θεωρούσαν ότι χωρίς αλκοόλ θα ήταν πιο δύσκολο για τους επιχειρηματίες να ελέγχουν το προλεταριάτο, ενώ οι δεύτεροι πίστευαν ότι μετά την απαγόρευση, οι εργάτες θα είναι πιο υπεύθυνοι στη δουλειά τους.

Τελικά, τον Δεκέμβριο του 1917, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος. Χρειάστηκε πάνω από ένα χρόνο για να εγκριθεί η τροπολογία από τον απαιτούμενο αριθμό Πολιτειών (36 από 48).

Αρκετοί από αυτούς που ψήφισαν υπέρ της τροπολογίας δεν κατάλαβαν τις επιπτώσεις της. Ακόμη και ηγέτες της «Ένωση κατά των Σαλούν» θεωρούσαν ότι ήταν καλό να απαγορευτεί η υπερβολική κατανάλωση ουίσκι στα μπαρ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα άσχημο στην κατανάλωση ενός ή δύο μπουκαλιών μηλίτη ή κρασιού σε οικογενειακό κύκλο. Κανείς δεν ήθελε να απαγορεύσει εντελώς το αλκοόλ στις ΗΠΑ, εκτός από τους πιο συνεπείς οπαδούς του Γουίλερ.

Το μέλος του Κογκρέσου, Άντριου Βόλστιντ, Ρεπουμπλικάνος από τη Μινεσότα, κανονικά ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή της 18ης τροποποίησης. Στην πραγματικότητα, το έγγραφο συντάχθηκε από τον Γουίλερ.

Ο νέος νόμος τηρήθηκε λίγο πολύ μόνο στις προτεσταντικές αγροτικές περιοχές των Νότιων και της Μεσοδυτικών Πολιτειών. Σε μεγάλες πόλεις όπως το Σικάγο, η Νέα Υόρκη και η Φιλαδέλφεια, οι άνθρωποι δεν ήθελαν να αφήσουν ποτό. Η κυκλοφορία του αλκοόλ γινόταν μόνο στη μαύρη αγορά σε πάρα πολύ υψηλές τιμές. Ο Τζορτζ Ρέμους απέκτησε καινούριους πελάτες όπως λαθρέμπορους ποτών.

Ψάχνοντας τα «παραθυράκια» του νόμου

Το λαθρεμπόριο του Ρέμους ήταν όσο το δυνατόν νόμιμο: Αγόραζε και πουλούσε αλκοόλ με άδειες από τις Αρχές.

Το 1920, ο Ρέμους αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του σε έναν νέο τομέα. Οι δραστηριότητες των λαθρέμπορων εκείνης της εποχής ήταν αρκετά σκληρές. Ανάγκαζαν τους ιδιοκτήτες εστιατορίων να αγοράζουν τα χαμηλής ποιότητας ποτά τους, πυροβολούσαν ανταγωνιστές και δωροδοκούσαν δικηγόρους. Ο φαρμακοποιός-δικηγόρος ήθελε να κάνει τη δουλειά του με ελάχιστες παραβιάσεις του νόμου. Ο Ρέμους μελέτησε προσεκτικά τη νομοθεσία της ποτοαπαγόρευσης και βρήκε ένα «παραθυράκι».

Οι συντάκτες του νόμου Βόλστιντ άφησαν κάποιες ασάφειες. Οι Αμερικανοί είχαν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν νόμιμα αλκοόλ που είχαν αγοράσει στο παρελθόν, να το καταναλώνουν, ακόμη και να παράγουν ποτά με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ για δική τους κατανάλωση.

Ο Ρέμους χρησιμοποίησε όμως ένα άλλο «παράθυρο» στη νομοθεσία. Τα φαρμακεία μπορούσαν να πουλάνε αλκοόλ οποιασδήποτε περιεκτικότητας με συνταγές από γιατρούς. Ο δικηγόρος σκέφτηκε ότι ήταν επικίνδυνο να ξεκινήσει μια τέτοια επιχείρηση στο Σικάγο. Από την αρχή της ποτοαπαγόρευσης η πόλη, ακόμη και με φόντο άλλες αμερικανικές μεγαλουπόλεις, έχει γίνει ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μέρος. Στους δρόμους της κυριολεκτικά γινόντουσαν μάχες για την επιρροή στην αγορά ποτών ανάμεσα τις ιρλανδικές και ιταλικές συμμορίες με τους διαβόητους γκάνγκστερ όπως Αλ Καπόνε, Τζόνι Τορίο και Τζορτζ Μπαγκς Μοράν.

Ο Ρέμους μετακόμισε στο πιο ήσυχο Σινσινάτι του Οχάιο. Σε εκείνη την περιοχή πριν την απαγόρευση παραγόταν περίπου το 80% του American bonded whiskey. Έτσι λεγόταν το πιστοποιημένο αλκοολούχο ποτό που παραγόταν σύμφωνα με τα ειδικά κρατικά πρότυπα. Ο επιχειρηματίας αγόρασε μια αλυσίδα φαρμακείων στο Οχάιο και πολλές κρατικές άδειες για να αφαιρέσει κιβώτια ουίσκι από κατασχεθέντα θησαυροφυλάκια. Όποτε το «καθαρό» ποτό μπορούσε στη συνέχεια να πωλείται νόμιμα στα φαρμακεία.

Ο Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ διηύθυνε την επιχείρησή του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: Μοίραζε αλκοόλ μέσω φαρμακείων.

Μετά τη μετακόμιση στο Σινσινάτι, ο Ρέμους γνώρισε τον ανεπίσημο αρχηγό της πόλης, Τζορτζ Κόνερς, ο οποίος έγινε το δεξί χέρι του λαθρέμπορου και τον βοήθησε στη δημιουργία χρήσιμων επαφών με τοπικούς πολιτικούς, δικαστές και αστυνομικούς. Η επιχείρησή του μεγάλωνε και μετά από μερικούς μήνες, ο Ρέμους ξαναλειτουργούσε τα πρόσφατα κλειστά αποστακτήρια στο Οχάιο και το γειτονικό Κεντάκι. Το ουίσκι που παράγονταν εκεί στη συνέχεια πωλούνταν σε διαφορετικές Πολιτείες.

Ο πλούσιος κι εκκεντρικός «Βασιλιάς Γεώργιος»

Μέσα σε μερικά χρόνια, ο Ρέμους δημιούργησε την εικόνα ενός εκκεντρικού πλούσιου άνδρα, τρυφερά ερωτευμένου με τη νεαρή γυναίκα του.

Η μετακόμιση στο Σινσινάτι και η αρχή της επιχείρησης σχετικά με το λαθρεμπόριο ποτών συνέπεσαν με μια ακόμη αλλαγή στη ζωή του Ρέμους. Το 1920, η πρώτη του γυναίκα, Λίλιαν, τον χώρισε, αφού έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε επί μερικά χρόνια με τη βοηθό του Ίμοτζεν Χολμς. Το καλοκαίρι του 1920, ο Ρίμος παντρεύτηκε την 32χρονη ερωμένη του.

Ο επιχειρηματίας λάτρευε τη δεύτερη σύζυγο και ικανοποιούσε όλα τα καπρίτσια της. Για χάρη της Ίμοτζεν οργάνωνε εντυπωσιακά πάρτι. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1921, ο Ρέμους προσκάλεσε τα 100 πλουσιότερα ζευγάρια του Σινσινάτι στην έπαυλή του με το χαρακτηριστικό όνομα «Μαρμάρινο Παλάτι» και κάθε καλεσμένος έλαβε μια διαμαντένια καρφίτσα γραβάτας ή ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο ως δώρο από τον ιδιοκτήτη.

Ο άνδρας από μια οικογένεια φτωχών μεταναστών, δεν είχε πια πρόβλημα να κάνει τέτοια δώρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το ετήσιο εισόδημα του Ρέμους αποτελούνταν από δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, μισό δισεκατομμύριο δολάρια σήμερα. Τον λαθρέμπορο τον λάτρευαν όχι μόνο οι αξιωματούχοι και αστυνομικοί, αλλά και απλοί άνθρωποι. Στο αποκορύφωμα της «αυτοκρατορίας» του απασχολούσε περίπου 3.000 Αμερικανούς που είχαν χάσει προηγουμένως τη δουλειά τους λόγω της ποτοαπαγόρευσης.

Ο τοπικός Τύπος, πιστός στον Ρέμους, τον παρουσίαζε ως ισχυρό και δίκαιο άρχοντα, τον «Βασιλιά Γεώργιο», ικανό να λύσει κάθε πρόβλημα και να μετατρέψει τους εχθρούς σε φίλους.

Οι δημοσιογράφοι του Οχάιο έγραφαν συχνά για το μυστηριώδες «Εργαστήριο στην κοιλάδα του Θανάτου». Έτσι ονομαζόταν το μυστικό αποστακτήριο του Ρέμους, ένα γιγάντιο υπόγειο φρούριο κρυμμένο κάπου στην περιοχή του Σινσινάτι. Το 1921, μια συμμορία απελπισμένων εγκληματιών υποτίθεται ότι ανακάλυψε την ακριβή τοποθεσία του και προσπάθησε να το ληστέψει. Όλοι οι δράστες εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος.

Οι Αρχές δεν μπορούσαν να συνδέσουν τον Ρέμους με αυτήν ή άλλες παρόμοιες υποθέσεις. Επίσημα δεν είχε στην ιδιοκτησία του ούτε ένα φαρμακείο ούτε ένα εργοστάσιο. Τα πάντα ανήκαν στη σύζυγό του ή σε άλλους συνεργάτες. Ο λαθρέμπορος ήταν λάτρης της τέχνης με εκκεντρικές συνήθειες, όπως να μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο.

Η γυναίκα που διέλυσε μια αυτοκρατορία

Στις 27 Αυγούστου του 1921, η Μέιμπλ Βίλεμπραντ, διορίστηκε βοηθός του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ. Ήταν η δεύτερη γυναίκα σε αυτή τη θέση και η πρώτη που πέρασε δοκιμαστική περίοδο. Η Βίλεμπραντ αγαπούσε το κρασί, αλλά παρόλο που ήταν δύσπιστη ως προς την ποτοαπαγόρευση, θεώρησε ότι ήταν καθήκον της να καταδικάζει τους μεγάλους λαθρέμπορους στο δικαστήριο.

Ένας από τους πιο σημαντικούς της στόχους ήταν ο Ρέμους, ο οποίος το 1922 ήλεγχε σχεδόν το 35% της αγοράς του αλκοόλ. Η Βίλεμπραντ έστειλε στο Οχάιο τον πράκτορα του FBI Φράνκλιν Ντόντζ. Είχε τη φήμη του αδιάφθορου και φιλόδοξου αστυνομικού.

Έπειτα από μερικές μήνες έρευνας, ο Ντόντζ βρήκε την καλύβα όπου ήταν κρυμμένα τα μυστικά λογιστικά βιβλία του Ρέμους. Ο πράκτορας έκλεψε τα έγγραφα και διαπίστωσε ότι ο Ρέμους κατά την επέκταση της αυτοκρατορίας παραμελούσε όλο και περισσότερο τη νόμιμη πλευρά του θέματος. Τα φαρμακεία του διένειμαν ουίσκι χωρίς ιατρικές συνταγές και η μεταφορά αλκοόλ μεταξύ Πολιτειών γινόταν χωρίς τις απαραίτητες άδειες.

Τα λογιστικά βιβλία που βρέθηκαν, επιβεβαίωσαν άμεσα τη συμμετοχή του Ρέμους σε παράνομες επιχειρήσεις. Στις 16 Μαΐου του 1922, το δικαστήριο καταδίκασε τον λαθρέμπορο σε ποινή φυλάκισης δύο χρόνιων για παραβιάσεις του νόμου ποτοαπαγόρευσης. Ο Ρέμους με τις εφέσεις και γενναιόδωρα πολυτελή δώρα στους κατάλληλους ανθρώπους κατάφερε να αναβληθεί η ποινή για δύο χρόνια.

Το 1924, οι Αρχές τον μετέφεραν σε ομοσπονδιακή φυλακή στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Η ζωή του στη φυλακή ήταν πολυτελής. Το κελί ήταν σαν ένα πολυτελές δωμάτιο σε ξενοδοχείο, το φαγητό του ετοιμάζονταν χωριστά από τους άλλους κρατούμενους και οποιοσδήποτε μπορούσε να τον επισκεφτεί ελεύθερα.

Το τελειωτικό χτύπημα και η δολοφονία

Στην Ατλάντα, ο Ρέμους πήρε μια απρόσεκτη απόφαση που άλλαξε τη ζωή του. Στις αρχές του 1925 τον επισκέφτηκε ο πράκτορας Ντόντζ. Ο πράκτορας πρότεινε στον κρατούμενο να καταδώσει τους συνεργούς του μεταξύ των σημαντικών πολιτικών και αρχηγών της Αστυνομίας με αντάλλαγμα την επανεξέταση της υπόθεσής του.

Ο Ρέμους ζήτησε από τον Ντόντζ να επικοινωνήσει με την Ίμοτζεν, η οποία διαχειριζόταν τις υποθέσεις του. Ο επιχειρηματίας παρακάλεσε τη γυναίκα του να φλερτάρει λίγο με τον πράκτορα για να καταλάβει τα σχέδιά του! Το φλερτ όμως μετατράπηκε σε μια ερωτική σχέση και το καλοκαίρι του 1925, η άπιστη σύζυγος δήλωσε στον Ρέμους ότι τον χωρίζει για να είναι μαζί με τον Ντόντζ που είχε παρατήσει τη δουλειά του.

Δεν τελείωσαν όμως εκεί οι αποτυχίες του Ρέμους. Η ποινή φυλάκισης αντί να μειωθεί αυξήθηκε και ο Ρέμους απελευθερώθηκε μόνο την άνοιξη του 1927. Επιστρέφοντας στο Σινσινάτι, ο πρώην εκατομμυριούχος έμαθε ότι οι εραστές τού είχαν πάρει όλη την περιουσία και του άφησαν μόνο 100 δολάρια!

Ο Ρέμους κυνήγησε ανεπιτυχώς την Ίμοτζεν και τον Ντόντζ προσπαθώντας να πάρει πίσω τουλάχιστον ένα μέρος από τα εκατομμύριά του. Οι εραστές όμως θεώρησαν ότι ήταν φθηνότερο να παραγγείλουν τη δολοφονία του. Ο δολοφόνος, ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ήταν φίλος του λαθρεμπόρου. Πήρε τα χρήματα και κατέδωσε τους πελάτες του. Τότε ο συνήθως ήρεμος Ρέμους έγινε έξω φρενών. Στις 6 Οκτωβρίου του 1927, εντόπισε την Ίμοτζεν στο Σινσινάτι και την πυροβόλησε στον δρόμο με ένα περίστροφο. Στη συνέχεια παραδόθηκε στην Αστυνομία.

«Ο Ρέμους σκότωσε επειδή του πήραν το μυαλό» δήλωσε στους δημοσιογράφους πριν τη δίκη ο Ρέμους.

Στις 21 Δεκεμβρίου του 1927 ο «Βασιλιάς Γεώργιος» δικάστηκε για δεύτερη φορά. Ήξερε ότι τον περιμένει η θανατική ποινή. Οι περισσότεροι ένορκοι όμως ανοιχτά τον συμπονούσαν, επειδή βίωσε την προδοσία από την αγαπημένη του. Υπέρ του καταθέσαν σχεδόν όλοι οι μάρτυρες, ακόμα και η πρώην σύζυγος του Λίλιαν. Ο Ρέμους, στην τελευταία του ομιλία, χρησιμοποίησε το αγαπημένο του κόλπο που έκανε από τα νιάτα του. Δήλωσε ότι η δολοφονία έγινε υπό «προσωρινή παραφροσύνη» λόγω της προδοσίας της Ίμοτζεν, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν απλώς μια ήσυχη ζωή.

«Ο Ρέμους θέλει ειρήνη. Όσο για τον κύριο Ντόντζ ή οποιονδήποτε άλλον, τα άσχημα πράγματα ας μείνουν στο παρελθόν» επισήμανε ο Ρέμους στην τελευταία του ομιλία στο δικαστήριο.

Οι ένορκοι μετά από συνεδρία 19 λεπτών αποφάσισαν ότι ο πρώην δικηγόρος, φαρμακοποιός και λαθρέμπορος ήταν αθώος. Ο Ρέμους κρατήθηκε σε ψυχιατρική κλινική για έξι μήνες, το γραφείο του εισαγγελία όμως δεν κατάφερε να αναθεωρήσει την υπόθεση.

Η αύξηση της διαφθοράς, η άνοδος του οργανωμένου εγκλήματος, η αποδυνάμωση της εξουσίας του κράτους ανάμεσα στους πολίτες και η μείωση της είσπραξης φόρων κατά την έκρηξη της Μεγάλης Ύφεσης ανάγκασαν το 1933 τη διοίκηση του νέου Προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ να κινήσει την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, το Κογκρέσο ενέκρινε την 21η τροποποίηση του Συντάγματος, τερματίζοντας τις προηγούμενες απαγορεύσεις.

Υποτίθεται ότι η απαγόρευση κόστισε στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των ΗΠΑ περίπου 11 δισεκατομμύρια δολάρια από απώλεια φορολογικών εσόδων.

Η 18η τροποποίηση του Συντάγματος ήταν η μόνη που ακυρώθηκε στην ιστορία των ΗΠΑ.

Ο αρχιτέκτονας της απαγόρευσης, Γουέιν Γουίλερ, δεν έζησε μέχρι την ακύρωση. Πέθανε το 1927, συνεχίζοντας να υποστηρίζει τον σκοπό του, παρόλο που η αποτυχία του έγινε εμφανής στους περισσότερους Αμερικανούς.

Ο Φράνκλιν Ντόντζ δεν βρήκε ευτυχία με τα εκατομμύρια που απέκτησε. Γρήγορα ξόδεψε όλα τα χρήματα και πήγε φυλακή. Οι πρώην συνάδελφοί του βρήκαν μια πλαστογραφία σε μια από τις πρώτες υποθέσεις του. Όταν βγήκε από τη φυλακή μετά από τρία χρόνια, κατάφερε να επιστρέψει στη δημόσια υπηρεσία με τη βοήθεια του πατέρα του. Το 1968, πέθανε σε ηλικία 77 ετών.

Η Μέιμπλ Βίλεμπραντ απογοητεύτηκε από τη δουλειά στο γραφείο της εισαγγελίας. Το 1929 παραιτήθηκε και επέστρεψε στη δικηγορία. Η Βίλεμπραντ θεωρούνταν μία από τις καλύτερες δικηγόρους των ΗΠΑ της εποχής της. Το 1963, πέθανε σε ηλικία 73 ετών.

Ο Τζορτζ Ρέμους, αφού πήρε εξιτήριο από το ψυχιατρείο, κράτησε τον λόγο του. Μετακόμισε στο Κεντάκι, ίδρυσε μια οικοδομική επιχείρηση, παντρεύτηκε για τρίτη φορά και ποτέ ξανά δεν είχε προβλήματα με τον νόμο. Στις 20 Ιανουαρίου του 1952 πέθανε από εγκεφαλικό σε ηλικία 74 ετών. Το ευτυχισμένο τέλος για κάποιον που είχε βιώσει τόσα πολλά στη ζωή του είναι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ της ζωής του Ρέμους και της μοίρας του λογοτεχνικού Τζέι Γκάτσμπι.