Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Ο σμηναγός που σκότωσε τη σύντροφό του επειδή δεν ήθελε να τον παντρευτεί


 
 
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1950. Η Ιουλία Συρεγγέλα, κόρη γνωστού βιομηχάνου, ζει μόνιμα στην... 
 
 
 Τεχεράνη μαζί με τον σύζυγό της, έναν Ιρανό έμπορο, με τον οποίο έχει αποκτήσει μια κόρη. Ο γάμος τους, όμως, δεν πηγαίνει καλά. Η ίδια, λοιπόν, αποφασίζει να χωρίσει και να συνάψει σχέση μ’ ένα συμπατριώτη του σμηναγό της περσικής αεροπορίας. Οι δυο τους φαίνονται ερωτευμένοι ενώ κάνουν ήδη σχέδια για να παντρευτούν.

Οι ανέμελες μέρες, όμως, δεν κρατούν πολύ καθώς η Ιουλία αντιλαμβάνεται πως ο μέλλοντας σύζυγός της πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και συχνά γίνεται κακοποιητικός εναντίον της. Ύστερα από παρότρυνση της ίδιας, ο σμηναγός πηγαίνει σε ψυχίατρο, ο οποίος διαγιγνώσκει πως πάσχει από «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεως οργής».

Το ζευγάρι αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Ο Ιρανός σύντροφος της Ιουλίας επισκέπτεται ξανά έναν ψυχίατρο – νευρολόγο, ο οποίος, όμως, δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για την εξέλιξη της υγείας του και ζητά από τη νεαρή να απομακρυνθεί από το πλάι του καθώς απειλείται ακόμη και η ζωή της.

Εκείνη τότε θορυβείται και σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να τον χωρίσει. Η απόφασή της γίνεται οριστική όταν αυτός επιστρέφει στο Ιράν για επαγγελματικούς λόγους. Οι δυο τους συνεχίζουν να επικοινωνούν με γράμματα, στα οποία η Ιουλία του ξεκαθαρίζει πως δεν επιθυμεί να παντρευτούν.

Το βράδυ του φονικού

Αυτός, όμως, δεν λέει να το καταλάβει και όταν επιστρέφει στην Αθήνα, φέρνει μαζί του δεκάδες δώρα γάμου. Όταν συναντιούνται, εκείνη του ξεκαθαρίζει για ακόμη μια φορά πως θέλει να χωρίσουν. Αυτός εξοργίζεται και αρχίζει να της φωνάζει. Μπαίνουν σ’ ένα ταξί για να επιστρέψει η Ιουλία στο σπίτι της και ο σμηναγός στο ξενοδοχείο του.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του ταξιτζή, οι δυο τους τσακώνονται πολύ έντονα. Δεν μιλούν, ωστόσο, ελληνικά κι έτσι ο οδηγός δεν μπορεί να καταλάβει τι λένε. Το ταξί φτάνει στο Κολωνάκι. Εκείνη κατεβαίνει και περπατά προς το σπίτι της. Αυτός την ακολουθεί χωρίς να το καταλάβει. Λίγο πριν μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Κανάρη, ο σμηναγός βγάζει ένα όπλο και την πυροβολεί πισώπλατα. Τα τραύματά της είναι πολύ σοβαρά και η Ιουλία πεθαίνει μερικά λεπτά αργότερα στα σκαλιά του σπιτιού.

Αμέσως μετά τη δολοφονία, εκείνος φεύγει από το σημείο και επισκέπτεται τον ψυχίατρο που τον παρακολούθησε λέγοντάς του: «την πυροβόλησα. Δεν ξέρω τι έκανα». Ο γιατρός σοκάρεται και καλεί αμέσως την αστυνομία που τον συλλαμβάνει λίγη ώρα αργότερα. Το ημερολόγιο γράφει 9 Δεκεμβρίου 1963.


Η δίκη και η αθώωση του σμηναγού

Η δίκη ξεκινά μερικούς μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1964. Κατά τη διάρκεια αυτής, διαβάζονται σχεδόν όλες οι ερωτικές επιστολές του ζευγαριού, τις οποίες εκμεταλλεύονται οι συνήγοροι του δράστη προκειμένου να δικαιολογήσουν το «πάθος» του σμηναγού για την Ιουλία. Από την άλλη βρίσκονται οι μάρτυρες κατηγορίας που επισημαίνουν πως ο δολοφόνος είχε σχεδιάσει από πριν την επίθεση εναντίον της, καθώς είχε φροντίσει να έχει πάνω του όπλο.

Τον λόγο τελευταίος παίρνει ο δράστης που όλους αυτούς τους μήνες παρέμενε φυλακισμένος. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, τα λόγια του συγκινούν τους δικαστές και τον εισαγγελέα, ο οποίος δηλώνει λίγο πριν την ετυμηγορία: «όλη η προσωπικότης του κατηγορουμένου, η αρρώστια του, ο θάνατος του παιδιού του, μας αναγκάζουν να δεχτούμε το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Είναι άξιος αυτού του ελαφρυντικού. Δεν πρέπει όμως να του δείξετε μόνο συμπάθεια γιατί το γεγονός είναι ένα: αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή».

Το δικαστήριο τελικά καταδικάζει τον σμηναγό σε επτάμηνη φυλάκιση μόνο για παράνομη οπλοφορία, ωστόσο αφήνεται ελεύθερος καθώς είχε περάσει στη φυλακή ήδη δέκα μήνες. Όλοι όσοι βρίσκονται στην αίθουσα χειροκροτούν την απόφαση της έδρας. Ένας ακόμη δολοφόνος αθωώνεται.

Η κοινή γνώμη χειροκρότησε την αθώωση του κατηγορουμένου

Η δίκη του Μυρτολούι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1964 μετά από δύο αναβολές. Η διαδικασία έμεινε στην ιστορία για το πλήθος των ερωτικών επιστολών που διαβάστηκαν στους δικαστές, αλλά και για την αντίδραση του κοινού μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.


Η δίκη του Μυρτολούι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1964 μετά από δύο αναβολές. Η διαδικασία έμεινε στην ιστορία για το πλήθος των ερωτικών επιστολών που διαβάστηκαν στους δικαστές, αλλά και για την αντίδραση του κοινού μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.

Η κατάθεση που συγκίνησε τους ενόρκους. Έκλαψε και η μεταφράστρια

Η κατάθεση του Μυρτολούι ήταν συγκινητική. Ο δολοφόνος εξιστόρησε όλο το τραγικό παρελθόν του και συγκίνησε το ακροατήριο με την ιστορία αγάπης που διηγήθηκε:

«Όταν χωριστήκαμε στο αεροδρόμιο, μου είπε ότι περνά γρήγορα ένας μήνας. Μου κράτησε το βουρτσάκι των δοντιών για να νιώθει στο στόμα της τη γεύση του δικού μου όσο θα έλειπα. Μου έκαψε το χέρι με τσιγάρο για να τη θυμάμαι. Το έχω ακόμα αυτό το σημάδι». Το δικαστήριο τα έχασε όταν η μεταφράστρια της δίκης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της την ώρα που μετέφερε τα λόγια της απολογίας. Ακόμα και οι δύο κόρες του προέδρου του δικαστηρίου που ήσαν στο ακροατήριο έκλαιγαν και εκείνες…. Κλειδί στην υπόθεση αποτέλεσαν οι ερωτικές επιστολές του ζευγαριού που φανέρωναν το πάθος που τους κυρίευε.

Σύμφωνα με όσα διαβάστηκαν στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος είχε κάθε λόγο να ελπίζει ότι όλα θα πήγαιναν καλά με την αγαπημένη του, αφού οι εξομολογήσεις της έκρυβαν βαθιά αγάπη. Το ίδιο και τα δικά του γράμματα. Αποδείκνυαν ότι ήταν ερωτευμένος και εξαρτημένος από το θύμα και δεν θα μπορούσε να έχει προσχεδιάσει τη δολοφονία. Πριν από την ανακοίνωση της απόφασης, ο εισαγγελέας απευθύνθηκε στους ενόρκους λέγοντας ότι «όλη η προσωπικότης του κατηγορουμένου, η αρρώστια του, ο θάνατος του παιδιού του, μας αναγκάζουν να δεχθούμε το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Είναι άξιος αυτού του ελαφρυντικού. Δεν πρέπει όμως να του δείξετε μόνο συμπάθεια γιατί το γεγονός είναι ένα: αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή».

Ο Μυρτολούι αθωώθηκε από το δικαστήριο. Του επιβλήθηκε 7μηνη φυλάκιση για παράνομη οπλοφορία, αλλά αφέθηκε αμέσως ελεύθερος καθώς είχε ήδη μείνει στη φυλακή 10 μήνες. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Εύλογα, όλοι αναρωτήθηκαν γιατί χειροκροτούσε ο κόσμος; Ήταν ειρωνικό χειροκρότημα για την αθώωση του φονιά ή χειροκρότημα συμπάθειας προς έναν ερωτευμένο που είχε το ακαταλόγιστο;...


.oneman.gr