Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΑΙΟΛΙΚΗ & ΗΛΙΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ (Ι)


Αντώνιος Ι. Ζαρκανέλας
Δρ. Βιολ. Ωκεανογράφος-Περιβαλλοντολόγος


Με την εκδήλωση ενδιαφέροντος από κάποια εταιρεία εγκατάστασης μίας συστοιχίας 7 ανεμογεννητριών στα Πιέρια στην περιοχή του Χιονοδρομικού Κέντρου Ελατοχωρίου έχει ξεσηκωθεί στην Κατερίνη ένα κύμα αντιδράσεων από κάποιους «επαγγελματίες» προστάτες του περιβάλλοντος. Χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και αυτές αποσπασματικές, με αστεία κατά βάση επιχειρήματα προσπαθούν να διαδώσουν και να επιβάλλουν την άποψή τους. Το θέμα είναι σοβαρό. Εξάλλου, ζούμε, ημέρες... 

 
του πρώτου ουσιαστικά πολέμου για το στρατηγικό αγαθό, την Ενέργεια. Στα επόμενα τρία-τέσσερα άρθρα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τεκμηριωμένη εικόνα για την διασύνδεση ενέργειας και ασφάλειας, ενέργειας και περιβάλλοντος, τις σύγχρονες μορφές ενέργειας, την θέση του καθενός μας στα θέματα αυτά και τις προεκτάσεις τους.

Μετά την χρησιμοποίηση της ανακάλυψης του Ρ. Φουλτων, της δύναμης του ατμού, στα πλοία και τα τραίνα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η ατμομηχανή επεκτάθηκε ραγδαία σε όλους του τομείς της βιομηχανικής παραγωγής και μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα είχε ήδη αλλάξει τον κόσμο. ΄Εκτοτε και μέχρι σήμερα για την παραγωγή θερμικής ενέργειας για την κίνηση (ατμόπλοια, τραίνα) για την στήριξη της νέας βιομηχανίας (μαζική, εν σειρά παραγωγή προϊόντων κλπ) για παραγωγή θερμού νερού για βιομηχανική και οικιακή χρήση, για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια για φωτισμό κλπ. χρησιμοποιούνται διάφορες μορφές καυσίμων.

Τα στερεά καύσιμα κάρβουνου (πετροκάρβουνο, λιγνίτης, τύρφη κλπ) αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της 1ης βιομηχανικής επανάστασης με μέσον τον ατμό, ενώ τα υγρά καύσιμα, οι υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο, μαζούτ, βενζίνη, κηροζίνη κλπ) αποτέλεσαν την βάση πάνω στην οποία «κτίστηκε» η 2η Βιομηχανική Επανάσταση που σαν «όχημα» χρησιμοποίησε την πρωτοεμφανιζόμενη στις αρχές του 20ου Αιώνα, ηλεκτρική ενέργεια και τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τα στερεά καύσιμα έπαψαν να χρησιμοποιούνται…

Μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (Οκτ. 1973), μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, ξέσπασε η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση που οδήγησε τις τιμές του πετρέλαιο και των παραγώγων του στα ύψη. Η εξέλιξη αυτή τροφοδότησε νέα έρευνα τόσον προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας σε όλα επίπεδα π.χ. σχεδιασμό νέων μικρότερων, ελαφρύτερων και λιγότερο ενεργοβόρων αυτοκινήτων κλπ, όσον και στην κατεύθυνση της ανάπτυξης παθητικής ενεργειακής ενίσχυσης των κτιρίων για εξοικονόμηση ενέργειας. Προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας η ανθρωπότητα διαπίστωνε, από την άλλη πλευρά, ότι οι ποσότητες των πετρελαϊκών αποθεμάτων είναι πεπερασμένες και εξαντλούνται γρηγορότερα από τις ανακαλύψεις νέων αποθεμάτων. Γεγονός που θα οδηγούσε σε νέα σταδιακή αύξηση των τιμών του. Ετσι έκρουσε ο πρώτος κώδωνας κινδύνου της έλλειψης, δηλαδή, καύσιμων πρώτων υλών. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω «ξαναανακαλύφθηκαν» τα στερεά καύσιμα -κάρβουνο στις διάφορες μορφές του που ήταν άφθονο, εύκολο να εξορυχθεί, φθηνό γιατί δεν χρειάζεται προεπεξεργασία για να χρησιμοποιηθεί αλλά είναι πολύ πιο ρυπογόνο από τα υγρά καύσιμα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. κλπ.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν επιτευχθεί σημαντικές επιτυχίες και στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης τόσον των μηχανών παραγωγής ενέργειας και έργου όσον και κίνησης. Όμως η επέκταση της μηχανοποίησης όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων αλλά και η ένταξη στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας της Κίνας του 1.3 δισεκατομμυρίων κατοίκων, της Ινδίας που ετοιμάζεται, άλλου 1.1 δις ανθρώπων εξακόντισε και θα εξακολουθήσει να διογκώνει τις ενεργειακές απαιτήσεις και ανάγκες του ανθρώπου στα ύψη.

Ένα νέο πρόβλημα, ποιοτικής φύσεως τη φορά αυτή, προέκυψε στο μεταξύ, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Ο άνθρωπος συνειδητοποιούσε ότι η κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών του με συμβατικές και φθηνές μορφές καυσίμων, κάρβουνο και πετρέλαιο, γινόταν εις βάρος της ποιότητας ζωής των πολιτών και του περιβάλλοντος εντός του οποίου ζούσε. Και παρά τις προόδους που στο μεταξύ συντελέστηκαν στο μέτωπο της αντιμετώπισης της ρύπανσης (αντιρρυπαντική τεχνολογία στα αυτοκίνητα, στη βιομηχανία, ανάληψη θεσμικών-νομικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο Εθνικών και Υπερεθνικών θεσμών – ΟΗΕ κλπ), η δημιουργία αφόρητων συνθηκών στο κέντρο μεγάλων πόλεων – καπνός, αιωρούμενα σωματίδια, φωτοχημικό νέφος κλπ κυρίως από την κίνηση των οχημάτων και την κεντρική θέρμανση με μαζούτ –, η ρύπανση και μόλυνση των ποταμών, των λιμνών και της θάλασσας με ανεπεξέργαστα βιομηχανικά απόβλητα και οικιακά λύματα, έλαβε την δεκαετία του ΄80 μεγάλη έκταση και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ετσι, κτύπησε για δεύτερη φορά ο κώδωνας κινδύνου, αυτή τη φορά από τα αυξανόμενα, τοπικής φύσεως, αλλά ταχύτατα εξαπλούμενα περιβαλλοντικά προβλήματα.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια (20), περίπου, η ανθρωπότητα συνειδητοποίησε με «τρόμο» την παγκοσμιότητα της σύγκλισης των δύο αυτών κινδύνων – έλλειψη ενέργειας, προβλήματα περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής - που εκδηλώνεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και οφείλεται στη δραματική αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που οφείλεται στα ενεργειακά καύσιμα – που δίνουν «ζωή» στη ζωή - και εκφράζεται μέσα από το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου. Αυτό οδήγησε σε πλανητικής έκτασης, πρωτόγνωρα και ακραία κλιματολογικά προβλήματα (πλημμύρες, ξηρασίες, πρωτοφανείς και ασυνήθιστα υψηλές ή/και χαμηλές θερμοκρασίες κλπ.) που απειλούν τις ζωές. Αυτά οφείλονται στη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που παράγεται σε πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις από τα στερεά ορυκτά καύσιμα (κάρβουνο), σε μεγάλες από τα υγρά ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο) και σε σαφώς μικρότερες από τα αέρια ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο).

Η τελευταία διαπίστωση οδήγησε την επιστημονική κοινότητα να προτείνει στις Κυβερνήσεις και σε Διεθνείς οργανισμούς από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στη λήψη μέτρων σε τρεις γενικά κατευθύνσεις: 1. Της έρευνας για την ανάπτυξη τεχνολογιών αξιοποίησης των υπαρχουσών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) αλλά και ανεύρεσης και εκμετάλλευσης νέων μορφών ΑΠΕ 2. Της αμυντικής θωράκισης των κτιρίων για εξοικονόμηση ενέργειας νέα έρευνα για λιγότερο ενεργοβόρες συσκευές, μηχανήματα, λαμπτήρες κλπ 3. Της εισαγωγής των ΑΠΕ, Αιολικής και Ηλιακής, όσο το δυνατόν περισσότερο και ταχύτερα στο ενεργειακό μίγμα των χωρών της ΕΕ και της εισαγωγής του ηλεκτρισμού και τεχνολογιών ΑΠΕ στην κίνηση του παγκόσμιου στόλου οχημάτων, σκαφών και αεροπλάνων. Αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο επικρατεί αναβρασμός έρευνας σε όλους αυτούς τους τομείς ενώ οι κυβερνήσεις προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσον να προσαρμοσθούν έγκαιρα όπου μπορούν.

Η ηλιακή ενέργεια μαζί με την αιολική ενέργεια αποτελούν τις πιο διαδεδομένες μορφές Ανανεώσιμων Μορφών Ενέργειας (ΑΠΕ) που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με μηδενική, σχεδόν, περιβαλλοντική επιβάρυνση. Δεν παράγουν υγρά και στερεά απόβλητα και έχουν μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα. Από αυτές τις δύο μορφές ενέργειες η ηλιακή είναι η πρωτογενής πηγή που δημιουργεί δευτερογενώς την αιολική. Κατά την φάση της λειτουργίας τους οι ανεμογεννήτριες χρησιμοποιούν ως «καύσιμη» ύλη την αιολική ενέργεια του ανέμου και τα φωτοβολταϊκά τον ήλιο. Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε από αρχαιοτάτων χρόνων την αιολική ενέργεια (ιστιοφόρα για μετακίνηση και ανεμόμυλους για άλεση δημητριακών και άντληση νερού) ενώ τα φωτοβολταϊκά είναι τεχνολογικό προϊόν αιχμής της τελευταίας 30ετίας.


Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση πρωτοστατεί διεθνώς στην ένταξη των δύο αυτών κατηγοριών ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα των κρατών μελών της ενώ τελευταία υπάρχει πρόταση της Επιτροπής για ένταξη στις ΑΠΕ και την Πυρηνική Ενέργεια, που έχει μηδενικό αποτύπωμα σε διοξείδιο του άνθρακα (CO2), και το Φυσικό Αέριο ως μεταβατικό καύσιμο, αν και περιέχει διοξείδιο του άνθρακα αλλά λιγότερο από τα άλλα ορυκτά καύσιμα.

(Συνεχίζεται).