Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ο αδερφός του ιδρυτή της Max Factor ήταν θρύλος στον κόσμο του εγκλήματος

 

 
 Αν ο Μαξ Φάκτορ παρουσίασε στον κόσμο την κλασική ιστορία του αμερικανικού ονείρου, ο μικρότερος αδερφός του ήταν το παράδειγμα του μετανοημένου αμαρτωλού

Ο βίος και...  

 
η πολιτεία του αδελφού του Μαξ Φάκτορ που έγινε θρύλος στον κόσμο του εγκλήματος.

Συνήθως στα παραμύθια, ο μεγαλύτερος αδερφός είναι ο πιο έξυπνος της οικογένειας, ενώ ο μικρότερος έχει την «τύχη» να είναι ο πιο ανόητος. Στο τέλος του παραμυθιού όμως είναι ο μικρότερος αυτός με τα μεγαλύτερα επιτεύγματα.

Ας δούμε την ιστορία του Τζον Φάκτορ, του μικρότερου αδελφού του Max Factor (Μαξ Φάκτορ), που επίσης έγινε ιδιαίτερα γνωστός, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο...
Η μεγαλοπρεπής κηδεία

Στα τέλη Ιανουαρίου του 1984, στο Λος Άντζελες έγινε μια μεγαλοπρεπής κηδεία. Ο δήμαρχος της «Πόλης των Αγγέλων», Τομ Μπράντλεϊ, και τρεις γερουσιαστές των ΗΠΑ συμμετείχαν στην νεκρώσιμη ακολουθία στο περίφημο νεκροταφείο του Hollywood Forever. Τους θλιμμένους πολιτικούς ακολουθούσε μια πραγματική λαοθάλασσα. Εκατοντάδες Αφροαμερικανοί πήγαν να αποχαιρετήσουν έναν άνθρωπο, στον οποίο αρκετοί χρωστούσαν κυριολεκτικά τη ζωή τους.

Το Λος Άντζελες αποχαιρετούσε τον Τζον Φάκτορ, έναν από τους σημαντικότερους φιλάνθρωπους και ευεργέτες της Καλιφόρνιας. Έδινε εκατομμύρια δολάρια από την τσέπη του και βοηθούσε στην προσέλκυση επενδύσεων από τα μεγάλα ιδρύματα και τις εταιρείες για την υποστήριξη των περιοχών της πόλης όπου έμεναν Αφροαμερικανοί.

Ο Τζον Φάκτορ κατασκεύαζε αθλητικούς χώρους, υποστήριζε τις εκκλησίες για να προσφέρουν φαγητό στους φτωχούς και χρηματοδοτούσε εκπαιδευτικά προγράμματα. Μια ολόκληρη γενιά Αφροαμερικανών στην πρωτεύουσα της Καλιφόρνιας κατάφερε να ξεφύγει από τα όρια της φτωχογειτονιάς χάρη σε αυτόν τον άνθρωπο.

Μόνο από τη νεκρολογία αρκετοί έμαθαν ότι στην πραγματικότητα το όνομα του ευεργέτη τους ήταν Γιάκοφ Φάκτοροβιτς, ότι μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Ρωσική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ου αιώνα και ότι ήταν ο μικρότερος αδελφός του θρυλικού ιδρυτή της αυτοκρατορίας των καλλυντικών «Max Factor». Σχετικά με τις υπόλοιπες λεπτομέρειες της βιογραφίας του έγινε μια πολύ σύντομη αναφορά.

Αμερικάνικο όνειρο

Η Max Factor είναι μια από τις πιο διάσημες μάρκες καλλυντικών στον κόσμο και η ιστορία της επιτυχίας του δημιουργού της είναι ένα από τα κλασικά παραδείγματα του αμερικανικού ονείρου που έγινε πραγματικότητα.

Ο γιος του ραβίνου Αμπράμ Φάκτοροβιτς, ονόματι Μαξιμιλιάν, από την πολωνική πόλη Ζντούνσκα Βόλα, από παιδί εργαζόταν ως μαθητευόμενος, πρώτα σε έναν φαρμακοποιό και στη συνέχεια σε ένα εργαστήριο παραγωγής περουκών και καλλυντικών. Ήταν τόσο καλός που άνοιξε το δικό του κατάστημα στη ρωσική πόλη Ριαζάν και στη συνέχεια έγινε προσωπικός αισθητικός της βασιλικής οικογένειας.

Ωστόσο, μετά την κλιμάκωση των αντισημιτικών κινήσεων στη Ρωσική Αυτοκρατορία, και ειδικά μετά το περιβόητο πογκρόμ του Κισινάου του 1903, ο Μαξιμιλιάν Φάκτοροβιτς με τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους αποφάσισαν να μεταναστεύσουν.

Το 1904 έφτασαν στο Σεντ Λούις. Εκεί συντόμευσε το όνομά του σύμφωνα με την αμερικανική παράδοση και έγινε Μαξ Φάκτορ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, γρήγορα κατάφερε να πετύχει. Μετακόμισε στο Λος Άντζελες και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές θεατρικού μακιγιάζ του Χόλιγουντ. Το 1927, η εταιρεία Max Factor ξεκίνησε να πουλάει στη λιανική αγορά τα καλλυντικά πρώτης κατηγορίας, κάνοντας ευτυχισμένες πρώτα τις Αμερικανίδες και μετά τις γυναίκες παγκοσμίως.

Ωστόσο, η οικογένεια Φάκτορ έγινε διάσημη στις ΗΠΑ όχι μόνο για αυτό. Ο Μαξ Φάκτορ είχε έναν μικρότερο ετεροθαλή αδερφό, τον Γιάκοφ, ο οποίος μετακόμισε στην Αμερική το 1906 με τους γονείς του σε ηλικία 11 ετών.
Καριέρα στην κομμωτική

Ο Μαξ Φάκτορ δεν αισθανόταν ιδιαίτερη τρυφερότητα για τον πατέρα του, καθώς παράτησε τη μητέρα του για να παντρευτεί ξανά. Όποτε, ο επιτυχημένος αισθητικός βοήθησε τη νέα οικογένεια του πατέρα του με τη μετακόμιση στις ΗΠΑ, δεν είχε όμως σκοπό να τους παρέχει πολλά χρήματα.

Ωστόσο, μόλις ο ετεροθαλής αδερφός του, που ήταν ακριβώς 20 χρόνια νεότερός του, έφτασε στην εφηβεία, ο Μαξ τον έβαλε να δουλέψει σε ένα από τα κομμωτήριά του στο Λος Άντζελες για να μπορεί να φροντίζει τους γονείς του. Ο Γιάκοφ, ο οποίος ακολουθώντας το παράδειγμα του αδερφού του «αμερικανοποίησε» το όνομα και έγινε Τζον Φάκτορ, ενώ έδειξε πραγματικό ταλέντο στην κομμωτική.

Σύντομα έγινε σαφές ότι ο νεαρός άνδρας όχι μόνο φτιάχνει υπέροχα μαλλιά, αλλά ξέρει επίσης πώς να διασκεδάζει τον πελάτη με μια ευχάριστη κουβέντα και γενικά να έχει εξαιρετικές, όπως θα λέγαμε σήμερα, επικοινωνιακές δεξιότητες.

Όμως, η ζωή υπό την προστασία του αδερφού του που γινόταν όλο και πιο διάσημος, δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Τζον. Όταν βρήκε μια ευκαιρία να μετακομίσει στην άλλη άκρη της χώρας και να ξεκινήσει μόνος του μια καριέρα στην κομμωτική, δεν δίστασε ούτε λεπτό.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1910, ο Τζον Φάκτορ εργαζόταν στο κομψό Morrison Hotel στο Σικάγο, όπου εξυπηρετούσε ενδιαφέροντες πελάτες από όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Ο «Κομμωτής Τζέικ» με έφεση... στις απάτες

Την ώρα που ο Μαξ Φάκτορ μακιγιάριζε τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τη Μαίρη Πίκφορντ και προμήθευε το «εργοστάσιο των ονείρων» με καλλυντικά, ο μικρότερος αδερφός του ανακάλυπτε μια άλλη εξαιρετική ικανότητα.

Το 1919, ο Τζον Φάκτορ, που ήταν ήδη γνωστός στο Σικάγο με το ψευδώνυμο «Κομμωτής Τζέικ», αποφάσισε να αφήσει τα ψαλίδια και να δοκιμάσει την τύχη του στο χρηματιστήριο. Τα πήγε τόσο καλά που αμέσως τον κατηγόρησαν για απάτη. Έπρεπε να επιστρέψει όλα τα κέρδη, για να αποφύγει την ποινική δίωξη.

Ωστόσο, συνειδητοποιώντας τις ατελείωτες προοπτικές στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ο Τζον Φάκτορ δεν ήθελε πλέον να σταματήσει. Η περίοδος 1922-1923 ήταν τα χρόνια της πραγματικής επιτυχίας του πρώην κομμωτή.

Ταξίδευε πρώτα στον Καναδά, μετά στη Φλόριντα και μετά στην αφρικανική Ροδεσία για να ιδρύσει κάποιες επιχειρήσεις, να πουλήσει μετοχές και μετά εξαφανιζόταν χωρίς ίχνος. Οι Αρχές ποτέ δεν κατάφεραν να τον κατηγορήσουν.

Το φθινόπωρο του 1923, ο Τζον Φάκτορ επέστρεψε στο Σικάγο από την Αφρική και αγόρασε αμέσως ένα διαμέρισμα 14 δωματίων στη πιο ακριβή περιοχή της πόλης. Υποτίθεται ότι μπορούσε να ξοδεύει αυτά που είχε ήδη κερδίσει και να απολαμβάνει τη ζωή. Του φάνηκε όμως ότι ήταν πολύ εύκολο. Ειδικά όταν απέκτησε «υπέροχους» νέους συναδέλφους όπως έναν επιτυχημένο επιχειρηματία, τον Τζον Τορίο και τον βοηθό του, Αλφόνσο Καπόνε.
Αγγλική περιοδεία

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1923, ο Τζον Φάκτορ πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου συνάντησε τον μαφιόζο Άρνολντ Ρόθσταϊν. Μετά τη συνάντηση, ο επιχειρηματίας αποφάσισε να διαθέσει 50.000 δολάρια στην επιχείρηση που θα έκανε όλους τους συμμετέχοντες αδιανόητα πλούσιους. Ο «Κομμωτής Τζέικ» αναχώρησε για το Ηνωμένο Βασίλειο και ανέλαβε την επιχείρηση στις αρχές του 1924.

Στο Λονδίνο άρχισε να χτίζει μια «πυραμίδα» επενδυτών. Ο Φάκτορ πωλούσε σε εύπιστους Άγγλους επενδυτές εξαιρετικά φτηνές μετοχές μιας μικρής εταιρείας, που θεωρητικά θα απέδιδαν τεράστια κέρδη στο μέλλον.

Αρχικά, ο Φάκτορ προσεκτικά πλήρωνε μερίσματα, που φυσικά οδήγησαν σε αύξηση νέων πελατών, τους οποίους έφεραν σε αυτόν οι πρώτοι επενδυτές που κατάφεραν να λάβουν μεγάλα χρηματικά ποσά.

Όταν ο ταλαντούχος κομμωτής συγκέντρωσε το ποσό του 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων (περίπου 17 εκατομμύρια δολάρια σήμερα) εξαφανίστηκε μαζί με τα χρήματα, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.

Δεν φοβόταν τη δίωξη από τις Αρχές, επειδή ήταν σίγουρος ότι κανένας από τους εξαπατημένους καταθέτες δεν θα απευθυνθεί στην αστυνομία, λόγω του φόβου για τη φήμη τους. Και έτσι έγινε.

Απατεώνας με θύματα ακόμη και τη βασιλική οικογένεια της Αγγλίας

Το 1925, εμφανίστηκε ξανά στο Ηνωμένο Βασίλειο και οργάνωσε μια παρόμοια «πυραμίδα», αν και αυτή τη φορά οι μετοχές πουλιόντουσαν πιο ακριβά, επειδή οι πελάτες του απατεώνα ήταν πιο διαπρεπείς.

Ο επιχειρηματίας εγκαταστάθηκε σε πολυτελή σουίτα στην πλατεία Γκρόσβενορ, στην καρδιά της αριστοκρατικής περιοχής Μέιφερ του Λονδίνου. Διοργάνωνε εντυπωσιακά πάρτι για τους επενδυτές, ήταν ανοιχτός, ευγενικός και φιλικός. Ήταν απλώς αδύνατο να υποψιαστεί κανείς ως απατεώνα αυτόν τον άνθρωπο.

Επί πέντε χρόνια, ο Φάκτορ έχτιζε την «υπερπυραμίδα» του. Στη συνέχεια, άρχισε να προσφέρει στους επενδυτές αντί για πληρωμές σε μετρητά, τα πιστοποιητικά της ιδιοκτησίας κτημάτων γης στην Αφρική, τα οποία υποτίθεται ότι περιείχαν χρυσάφι. Φυσικά, δεν είχε κανένα δικαίωμα. Έλεγαν ότι για την πρόταση του Φάκτορ έδειξαν ενδιαφέρον και κάποιοι μέλη της βασιλικής οικογένειας.

Ωστόσο, μέχρι το 1930, είχαν συμβεί δυο πράγματα, τα οποία έθεσαν σε κίνδυνο τις δραστηριότητες του επιχειρηματία: Πρώτον, οι βρετανικές εφημερίδες ανακάλυψαν κάποιες λεπτομέρειες για τη δομή της επιχείρησής του και δεύτερον, ο Ρόθσταϊν, ο οποίος είχε δανείσει χρήματα, σκοτώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1928.

Ο Τζακ Λεγς Ντάιμοντ, ο οποίος πήρε τη θέση του Ρόθσταϊν, ζήτησε από τον Φάκτορ κάποιο μερίδιο από τα κέρδη και μάλιστα τον επισκέφτηκε προσωπικά στο Λονδίνο με σκοπό να κάνουν μια διευκρινιστική κουβέντα. Ο Φάκτορ απέφυγε την προσωπική επικοινωνία και απέδρασε στην Αμερική.

Σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, κατάφερε να ληστέψει Βρετανούς επιχειρηματίες και τη βασιλική οικογένεια αποσπώντας τουλάχιστον 8 εκατομμύρια δολάρια Ήταν ένα τεράστιο ποσό, ιδιαίτερα τον καιρό της Μεγάλης Ύφεσης. Σήμερα το ποσό αυτό θα ήταν περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια.

Βουτηγμένος στο έγκλημα

Το 1933, ο Τζον Φάκτορ, βρισκόταν υπό την απειλή έκδοσής του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι βρετανικές Αρχές τον κατηγορούσαν για απάτη πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, τον καταδίκασαν σε 24 χρόνια φυλάκισης και «ανυπομονούσαν» να τον δουν στη χώρα τους.

Στις 18 Απριλίου, την ημέρα της μοιραίας συνεδρίασης του δικαστηρίου για την υπόθεση, δημοσιεύτηκε η είδηση ​​ότι ο Τζερόμ Φάκτορ, ο γιος του κατηγορούμενου, είχε απαχθεί. Ο δικαστής του Σικάγο αποφάσισε να αναβάλει τη δίκη για τον Οκτώβριο.

Οκτώ μέρες αργότερα, ο Τζον Φάκτορ ανακοίνωσε ότι αυτός και οι φίλοι του, μεταξύ των οποίων για κάποιο λόγο ήταν μόνο οι κολλητοί του Αλ Καπόνε, είδαν «κατά τύχη» τον Τζερόμ σε ένα αυτοκίνητο. Οι γενναίοι άνδρες έσωσαν τον νεαρό, ενώ οι απαγωγείς κατάφεραν να ξεφύγουν.

Το κοινό είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μια κλασική «παράσταση» από τη «χρυσή» εποχή της μαφίας του Σικάγο. Τον καιρό που οι ομοσπονδιακές Αρχές προσπαθούσαν οργανώσουν την έκδοση του Φάκτορ, το διεφθαρμένο γραφείο του εισαγγελέα και η αστυνομία, με τη βοήθεια της συμμορίας του Καπόνε, αγωνιζόντουσαν για την απελευθέρωσή του.

Στις 30 Ιουνίου, άγνωστοι απήγαγαν τον ίδιο τον Φάκτορ. Στις 12 Ιουλίου, η σύζυγός του, Ρέλα, και ο γιος του, Τζερόμ, βρήκαν τον μικρότερο αδερφό του θρυλικού Μαξ Φάκτορ στο κατώφλι του σπιτιού τους, αφότου είχαν πληρώσει ποσό των 50.000 δολαρίων.

Η υπόθεση έκδοσης προχώρησε, ο Φάκτορ όμως ανακοίνωσε ότι αυτός και η οικογένειά του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας του Ρότζερ Τούι, του βασικού ανταγωνιστή του Αλ Καπόνε, επειδή ο ίδιος έχει πολύτιμες πληροφορίες για τις δραστηριότητές του.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, η αστυνομία έλαβε ένα έγγραφο από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, που έλεγε ότι εφόσον ο Τζον Φάκτορ μπορούσε να καταθέσει κατά του Ρότζερ Τούι, δεν χρειάζεται προς το παρόν να τον εκδώσουν στους Βρετανούς.

Ο Ρότζερ Τούι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, βγήκε από τη φυλακή το 1959 και εκτελέστηκε από άγνωστους δράστες την ίδια χρονιά. Ο Τζον Φάκτορ, φυσικά, δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά.

Αξιοσέβαστος επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος

Ωστόσο, μια φορά χρειάστηκε να μπει στη φυλακή. Το 1942 καταδικάστηκε σε 10 χρόνια για απάτη μέσω ταχυδρομείου. Έμεινε μέσα, όμως, μόνο έξι χρόνια. Μετά την αποφυλάκισή του, το 1948, ξεκίνησε η νέα ιστορία του Τζον Φάκτορ ως ένας αξιοσέβαστος επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος.

Αρχικά, αγόρασε στο Λας Βέγκας το καζίνο Stardust ενώ βρισκόταν υπό κατασκευή, ολοκλήρωσε τις εργασίες και το άνοιξε το 1958. Εκεί έπαιξαν οι Μπομπ Χόουπ, Φρανκ Σινάτρα, Ντιν Μάρτιν και άλλοι διάσημοι μουσικοί εκείνης της εποχής.

Το 1960, ο Τζον Φάκτορ ξαφνικά ενδιαφέρθηκε για την πολιτική και χρηματοδότησε έναν νεαρό γερουσιαστή από τη Μασαχουσέτη, κάποιον ονόματι Τζον Φ. Κένεντι. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τότε ότι ήταν αυτός που θα γινόταν ο 35ος πρόεδρος της χώρας! Και εντελώς τυχαία αυτή η γνωριμία φάνηκε πολύ χρήσιμη στον Φάκτορ μόλις δύο χρόνια μετά.

Από τη δεκαετία του 1930, οι Βρετανοί αστυνομικοί δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους να βάλουν τον Τζον Φάκτορ στη φυλακή. Το 1962 παραλίγο να τα καταφέρουν. Είχε προγραμματιστεί μια τακτική συνεδρία, μετά την οποία ο αξιοσέβαστος επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης ενός από τα πιο επιτυχημένα καζίνο στο Λας Βέγκας, θα μπορούσε να βρεθεί με χειροπέδες σε ένα αεροπλάνο που πετούσε προς το Λονδίνο.

Ωστόσο, ο Κένεντι θυμήθηκε ξαφνικά ότι Τζον Φάκτορ υπήρξε ένας ειλικρινής φιλάνθρωπος και, γενικά, ένας υπέροχος άνθρωπος. Ο Τζον Φ. Κένεντι υπέγραψε προσωπικά την άμεση προεδρική χάρη στον Φάκτορ σχετικά με τις υποθέσεις 30 ετών και του χορήγησε την αμερικανική υπηκοότητα, κλείνοντας οριστικά το θέμα της έκδοσης. Το μόνο που έμεινε να κάνουν οι Βρετανοί, ήταν να χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο.

Μετανοημένος αμαρτωλός

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Τζον Φάκτορ επέστρεψε στο Λος Άντζελες, όπου κάποτε ξεκίνησε η ιστορία του. Το 1973, δήμαρχος της πόλης έγινε ο Αφροαμερικανός, Τομ Μπράντλεϊ, με τον οποίο ο παλιός μαφιόζος γρήγορα κατάφερε να συνεννοηθεί.

Στη πραγματικότητα, δεν επρόκειτο για κάποια απάτη ή εγκληματικές υποθέσεις, αλλά για την προσφορά βοήθειας στον φτωχό πληθυσμό Αφροαμερικανών και ειδικά των παιδιών και των εφήβων. Ο Φάκτορ θυμόταν πολύ καλά πώς είναι να είσαι ένα φτωχό παιδί στα περίχωρα μιας μεγάλης πόλης.

Ο Γιάκοφ Φάκτοροβιτς έγινε πραγματικός φύλακας-«άγγελος» για χιλιάδες παιδιά Αφροαμερικανών της Πόλης των Αγγέλων, προσφέροντας βοήθεια χωρίς να λυπάται τα χρήματα. Όποτε δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι σχεδόν ο μισός μαύρος πληθυσμός της πρωτεύουσας της Καλιφόρνιας πήγε να τον αποχαιρετήσει τον Ιανουάριο του 1984.

Προσπαθούσε να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του παρελθόντος με αυτόν τον τρόπο; Ήθελε να κάνει κάτι καλό στο τέλος της ζωής του και για κάποιους άλλους; Κανείς δεν το γνωρίζει. Υπάρχει νόημα, όμως, να μαθαίνουμε τα κίνητρα των καλών πράξεων;

Αν ο Μαξ Φάκτορ παρουσίασε στον κόσμο την κλασική ιστορία του αμερικανικού ονείρου, ο μικρότερος αδερφός του ήταν το παράδειγμα του μετανοημένου αμαρτωλού. Δεν είναι σαφές ποιος από τους δυο έδωσε τελικά περισσότερη χαρά στον κόσμο.