Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

«Γεννήθηκα την 25η Μαρτίου» – νυν και εις το διηνεκές


Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς

  «Ας κινηθώμεν ούν μ’ ένθερμον Χριστιανισμού ζήλον και με αγάπην προς την πατρίδα και ας ορμήσωμεν εναντίον των Χριστιανομάχων Θηρίων, εναντίον των διωκτών της δικαιοσύνης. Ας σπεύσωμεν με την πίστιν εις την καρδίαν και με την μάχαιραν εις την χείρα υπέρ πίστεως και πατρίδος, δια να ενωθώμεν μετά των αδελφών μας, οίτινες... 
 
 
άλλο δεν περιμένουν, ειμή μόνον την παρουσίαν μας» Αλέξανδρος Υψηλάντης

Η κατάλυση του θανάτου με το θάνατο, ένεκεν και συνεπεία της πανηγυρικής και συνεπούς κατά τας Γραφάς, Αναστάσεως του Θεανθρώπου, κατόπιν των Αγίων Παθών, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και εφαλτήριο αναστάσεως του γένους μας, ως εκ τούτου, εκ του ακρογωνιαίου τούτου λίθους της ανεπανάληπτης θυσιαστικής αυταπαρνήσεως, του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, ενεπνεύσθηκαν ανυπερθέτως οι ήρως της επαναστάσεως του 1821 οι οποίοι επαναστάτησαν Υπέρ Πίστεως και Πατρίδας εναντιούμενοι κατά του Ισλάμ, των Οθωμανών και των οργανικών εξαρτημάτων τους.

Όρκος

«Ως εκ του στόματος όλων των νομίμων πληρεξουσίων του έθνους ορκίζομαι ενώπιον του Υψίστου Θεού, της ιεράς ημών Θρησκείας και της Πατρίδος, μήτε να προβάλω μήτε να ψηφοφορήσω τι εναντίον των συμφερόντων του Έθνους, κινούμενος από ιδιοτέλειαν ή πάθος, να μη αποβλέπω εις πρόσωπον και να μη παραβλέπω το νόμιμον και δίκαιον».

Παραθέτω απόσπασμα από την διακήρυξη της Γ’ Εθνοσυνελεύσεως δια να καταδείξω τον άρρηκτο δεσμό, μεταξύ Πίστεως και Πατρίδας όπου απετέλεσαν τα δύο θεμελιώδη αγαθά, τους δύο καίριους Πυλώνες υποστηρίξεως της αγώνα υπέρ της Ελευθερίας και την Πίστη του Χριστού την Αγία, με αποτέλεσμα να δυνάμεθα ημείς να ομιλούμε περί του όρου της Θεολογίας της Επαναστάσεως :

«Θά νικήσωμεν Έλληνες! διά τών όπλων απεσείσαμεν τόν άτιμον ζυγόν, καί διά τών όπλων θά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί τήν ελευθερίαν μας. Όλοι πρέπει νά οπλοφορήσωμεν, όλοι πρέπει νά θυσιάσωμεν τήν ζωήν μας υπέρ τής πίστεως καί υπέρ τής πατρίδος. Ο δέ σφαγεύς ημών Οθωμανός δέν θά βάλει τήν αιμοσταγή μάχαιράν του εις τήν θήκην, άν δέν μάς κατασφάξη άπαντας ωσάν πρόβατα. Πού τάχα θά καταφύγωμεν; αλλού δέν ευρίσκομεν ασφάλειαν παρά εις τά όπλα μας καί εις τό σύνθημά μας, Ελευθερία ή Θάνατος!

Ως πλάσματα τού Θεού, ως άνθρωποι έχοντες τ’ αυτά δικαιώματα όσα ο Θεός εχάρισεν εις τόν άνθρωπον, πολεμούμεν πρός τούς αρπακτήρας διά τήν γήν μας, διά τήν πατρικήν κληρονομίαν μας, διά τήν φιλτάτην πατρίδα μας. Πολεμούμεν πρός τούς φονείς, πρός τούς δημίους, διά τήν φυσικήν μας ύπαρξιν, διά τά τιμιώτατα, τ’ ακριβά τών καρδιών μας αντικείμενα: γονείς, γυναίκας, παρθένους, φίλτατα τέκνα. Πολεμούμεν πρός τούς ληστάς Οθωμανούς διά τάς ιδιοκτησίας μας, διά τούς καρπούς τών κόπων καί τών ιδρώτων μας.

Ως Χριστιανοί, ούτε ήταν, ούτε είναι δυνατόν νά πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τούς θρησκομανείς Οθωμανούς, οι οποίοι κατέσχιζον καί κατεπάτουν τάς αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τούς ιερούς ναούς, κατεφρόνουν τό ιερατείον, εβλασφήμουν, υβρίζοντες τό θείον όνομα τού Ιησού, τού Τιμίου Σταυρού, καί μάς εβίαζον ή νά γίνωμεν θύματα τής μαχαίρας των, αποθνήσκοντες Χριστιανοί, ή νά ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί τού Χριστού καί οπαδοί τού Μωάμεθ, πολεμούμεν πρός τούς εχθρούς τού Κυρίου μας, καί δέν θέλομεν συγκοινωνίαν μετ’ αυτών.

Ως Έλληνες, αποτελούντες έθνος εις τόν κόσμον, καί έθνος, τού οποίου οι Πατέρες ετίμησαν τό ανθρώπινον είδος, ούτε ήτον ούτε είναι ποτέ δυνατόν νά λησμονήσωμεν τ’ όνομά μας, τούς μεγάλους άνδρας εκ τών οποίων καταγόμεθα, τό είναι μας. Τ’ αριστουργήματα τής μεγαλοφυΐας των, τά μεγαλουργήματά των, τά ερείπια τής Ελλάδος, οι τάφοι τών Πατέρων μας, μάς υπενθύμιζον τήν ευγένειαν αυτών καί τήν αθλίαν ημών κατάστασιν.

Οι απόγονοι τού Λεωνίδου καί τού Θεμιστοκλέους παρεσπονδημένοι καί υποδεδουλωμένοι διά τής βίας καί διά τής ρομφαίας, μή απατηθέντες ποτέ από τόν Τούρκον τά πιστά, μή γνωρίσαντες τόν βασιλέα μας, μή ορκισθέντες τόν όρκον τής πρό αυτόν πίστεως, μή συγκαταλεχθέντες μέ τούς υπηκόους του καθό Χριστιανοί καί μή έχοντες διά τούτο μήτε φυσικά μήτε πολιτικά δικαιώματα, νομιζόμενοι ανδράποδα καί αλόγων ζώων αγέλαι, ζώντες χάριν ελέους, τού ύψους του, ή χάριν τού ετησίου κεφαλικού φόρου, τού αποδιδομένου πρός απολύτρωσιν τών υπό τόν πέλεκυν κεφαλών μας, καί μ’ όλον τούτο ουδεμίαν έχοντες περί τής ζωής μας εγγύησιν, αλλ’ απειλούμενοι καθ’ ώραν σφαγήν καί θάνατον άτιμον, ποτίζοντες αεννάως τήν γήν μέ τά δάκρυά μας, καί μέ τ’ αθώα αίματά μας διά τάς φαντασίας ως καί αυτού τού εσχάτου τών Τούρκων, καταδικασμένοι νά ζώμεν εις τό χάος τής αδικίας, εις τό σκότος τής αμάθειας καί τής πονηρίας, κυλιόμενοι εις τόν βόρβορον τών ελαττωμάτων, πολεμούμεν πρός τόν άρπαγα, τόν κατακτητήν, τόν άνομον, τόν αιμοβόρον δεσπότην, καί πολεμούμεν αμυνόμενοι αφ’ ότου προσεβλήθημεν απ’ αυτόν, ορμήσαντα νά μάς κατακόψη όλους είς όλα τά μέρη, διά νά εξοντώση τό έθνος μας, νά καθαρπάση τάς περιουσίας μας, νά σύρη εις τάς αισχρηδονίας καί νά πωλήση ως σώματα εις τάς αγοράς τ’ αγαπητά κοράσια καί παιδία μας, ότε εβιάσθημεν καί ημείς από τόν νόμον τής φύσεως νά υπερασπισθώμεν ενόπλως τήν ύπαρξίν μας, καί αντιπαρετάξαμεν τήν βίαν κατά τής βίας, ορκισθέντες ενώπιον τού ουρανού καί τής γής νά ζήσωμεν ή ν’ αποθάνωμεν ελεύθεροι.

Τόν αυτόν όρκον ομνύοντες καί σήμερον συνηγμένοι εις Τρίτην Εθνικήν Συνέλευσιν, επικαλούμεθα τήν Θείαν Αντίληψιν καί τών Χριστιανών Βασιλέων τήν ευσπλαχνίαν καί βοήθειαν. Τό δέ ηνεωγμένον εις τήν Ελλάδα θέατρον τού πολέμου δέν θά κλεισθή, ειμή όταν αποθάνωμεν όλοι.

Ο πόλεμός μας δέν είναι επιθετικός, είναι αμυντικός, είναι πόλεμος τής δικαιοσύνης κατά τής αδικίας, τής χριστιανικής θρησκείας κατά τού κορανίου, τού λογικού όντος κατά τού αλόγου καί θηριώδους τυράννου. Δέν πηγάζει από αποστασίαν γενομένην κατά νομίμου βασιλέως, αλλ’ από δικαίαν επανάστασιν γενομένην υπέρ τών απαραγράπτων δικαίων τού ανθρώπου εναντίον τού βαρβάρου τυράννου.

Δέν αποβλέπει εις τό νά κατακτήσωμεν ξένην γήν, αλλ’ εις τό ν’ ανακτήσωμεν τήν ιδικήν μας, νά καταταχθώμεν μεταξύ τών εθνών, νά ζήσωμεν αυτόνομοι, νά εγείρωμεν τόν ναόν τής δικαιοσύνης εις τήν πολιτικήν κοινωνίαν μας, νά παρεισάξωμεν τά φώτα, τάς τέχνας, τάς επιστήμας, καί όλα τά εκ τού πολιτισμού αγαθά, νά λατρεύωμεν ακωλύτως τόν Θεόν, ν’ αγαπώμεν ελευθέρως τούς αδελφούς μας Χριστιανούς τής Ευρώπης, νά συγκοινωνώμεν, νά συναλλάσωμεν, νά συγκατοικώμεν μετ’ αυτών αφόβως, καί νά τούς δείχνωμεν αδεώς φιλοφροσύνης καί φιλοξενίας αισθήματα.

Τοιούτον ιερόν πόλεμον πολεμούντες επτά ήδη χρόνους, ηλπίσαμεν πάντοτε συνδρομήν από όλους τούς Χριστιανούς ή από όλους τούς δυνατούς τού πεφωτισμένου κόσμου ως όμοιοί των άνθρωποι καί ως αδελφοί των Χριστιανοί.

Θά επιτρέψωμεν εις τούς Τούρκους νά μάς εξολοθρεύσωσιν από τό πρόσωπον τής γής; Ζητούμεν νά μήν συζώμεν πλέον μέ Τούρκους εις τό αυτό έδαφος, νά μή διεσποζώμεθα από αυτούς, καί νά ζώμεν υπό νόμους δικαίους ως έθνος ελεύθερον καί αυτόνομον.

Τούτο είναι τό δίκαιον, όσο δικαία είναι η επανάστασις τού Έλληνος κατά τού κτηνώδους Τούρκου, όσω φρικώδης είναι η τυραννία τού δημίου σουλτάνου. Εάν μάς εγκαταλείπη καί ο Θεός, θ’ αποθάνωμεν μάρτυρες τής ελευθερίας, ως αδελφοί τού Λεωνίδα, τουλάχιστον ένδοξοι υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος.

Εις επίρρωση της ιδιαίτερης γλώσσας την οποία μετέρχονται με μόνιμη επωδό το αγωνιστικό επαναστατικό πνεύμα με συστατικό στοιχείο την ζώσα Ορθόδοξη παράδοση, την πίστη εις τον Χριστό και τους Αγίους μας, εξάλλου τούτο τεκμηριώνεται αδιάσειστα από την δεσπόζουσα χρήση του Τιμίου Σταυρού, ως το επίκεντρο και η κεφαλή του αγώνος, δηλαδή το σημείο της θυσίας του ανθρώπου, της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως, της απολύτως λυτρώσεως από την φθορά του Θανάτου.

Ως εκ τούτου με γνώμονα το πρόσωπο και την ζωή του Θεανθρώπου, οι αγωνιστές εμπνεύστηκαν την αξιακή υποδομή του Τίμου αγώνα τους για την Πίστη και την Ελευθερία, την θυσιαστική αυταπάρνηση των πολεμιστών με σκοπούμενο αποτέλεσμα την εξανάσταση του Γένους, την κατάκτηση της εσωτερικής λυτρώσεως δια της εξωτερικής Ανεξαρτησίας εκ του θηριώδους τυράννου του Τουρκικού ζυγού, εξ αυτού του λόγου λοιπόν, ονοματίζουν τον πόλεμο Ιερό, υπό την έννοια ότι υφίσταται η σκέπη του Πανάγαθου και Δίκαιου Θεού ανυπερθέτως παρά τω πλευρώ τους, αποτελεί εγγυητή του αγώνος των, εξ ου και το περίφημο «για του Χριστού την πίστιν την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία.»

Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω