Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Η ανεκτίμητη επιστημονική συνεισφορά του Ηλία Νικολακόπουλου


(Του Γιώργου Σωτηρέλη)

Όσο καταλαγιάζει το οδυνηρό ξάφνιασμα για τον αδόκητο θάνατο του αείμνηστου συναδέλφου και φίλου Ηλία Νικολακόπουλου τόσο περισσότερο αναδεικνύεται ανάγλυφα το κενό που αφήνει πίσω του. Ένα...  


 

κενό που είναι πράγματι δυσαναπλήρωτο, διότι στο πρόσωπο του εκλιπόντος συνδυάσθηκαν με τρόπο σπάνιο, όπως ήδη τονίσθηκε από πολλές πλευρές, η επιστημοσύνη, το ήθος, η ευπρέπεια και η πολιτική αρετή. Από την πλευρά μου, σε όλα αυτά που δικαίως του αποδόθηκαν θα ήθελα να προσθέσω, σαν φόρο τιμής, αναγνώρισης και αγάπης, μια μικρή πινελιά. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω, σε αδρές γραμμές και με κάποια απόσταση πλέον από το θλιβερό γεγονός, την βαρύτιμη επιστημονική κληρονομιά που αφήνει σε όλους μας και ιδίως στις νεότερες γενιές.

Το επιστημονικό και ερευνητικό έργο του Ηλία Νικολακόπουλου υπήρξε πλούσιο και πολυδιάστατο. Υπάρχουν όμως τρεις κατά την άποψή μου τομείς, στους οποίους άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του:

Α. Ο πλέον γνωστός, λόγω της δημοσιότητας που τον περιβάλλει, ήταν ο τομέας των εκλογικών αναλύσεων και ειδικότερα των δημοσκοπήσεων. Είναι αλήθεια ότι στο πεδίο αυτό διακρίθηκε ιδιαίτερα. Όχι όμως μόνον λόγω της επιστημονικής του επάρκειας και της πρόσφορης αξιοποίησης των μεθοδολογικών του εργαλείων. Εξ ίσου σημαντικό ήταν, κατά την άποψή μου, το ότι δεν ενέταξε ποτέ σε πολιτικές μεθοδεύσεις τα αποτελέσματα των εκλογικών ερευνών του (κάτι που δεν είναι βέβαια ο κανόνας…). Μολονότι δεν μιλούσε πολύ για τον συγκεκριμένο χώρο, καταλάβαινε εύκολα κανείς από τα συμφραζόμενα ότι δέχθηκε συχνά ισχυρές πιέσεις για να τα «προσαρμόσει» στα κελεύσματα των ποικίλων κέντρων της διαπλοκής, που ως γνωστόν επιδιώκουν συστηματικά, άλλοτε διαμεσολαβημένα και άλλοτε απροκάλυπτα, την πολιτική χειραγώγηση της εκλογικής βούλησης. Στις πιέσεις αυτές –αλλά και σε άλλες, με ιδεολογικές αφετηρίες– είναι βέβαιο ότι αντιστάθηκε σταθερά και ανυποχώρητα, αρνούμενος να κάνει την παραμικρή έκπτωση στην επιστημονική του αξιοπιστία. Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό ούτε το ότι, από ένα σημείο και μετά, σταμάτησε την συνεργασία του με τα ΜΜΕ του παλαιού συγκροτήματος Λαμπράκη –δεδομένου ότι αυτά δεν άλλαξαν μόνο ιδιοκτήτη αλλά και πολιτική στάση και ενημερωτική κατεύθυνση…– αλλά ούτε και το ότι δεν χάιδεψε ποτέ τα αυτιά του ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τα όρια και τις προοπτικές της εκλογικής του επιρροής, παρ’όλο που τον υποστήριζε κριτικά.


Β. Ο σημαντικότερος πάντως επιστημονικός τομέας, στον οποίο πρωτοστάτησε, είναι άνευ ετέρου η πολύπλευρη μελέτη του εκλογικού συστήματος. Δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη επιστημονική συμβολή του υπήρξε, από κάθε άποψη, πράγματι καθοριστική. Και μάλιστα όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, στο οποίο είναι μακράν ο εγκυρότερος σε ό,τι αφορά την εν γένει ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των ποικίλων νομικοπολιτικών παραμέτρων των επί μέρους εκλογικών συστημάτων, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι οι πρώτες του σπουδές ήταν στα μαθηματικά, κάτι που του επέτρεψε να αποκωδικοποιεί με καταπληκτική ευχέρεια ακόμη και τις πλέον δαιδαλώδεις λειτουργίες των εκλογικών συστημάτων αλλά και να τις εξηγεί, με απλό και κατανοητό τρόπο, ακόμη και στους πλέον αμύητους (βλ. για παράδειγμα το εξαιρετικά εύληπτο και κατατοπιστικό: Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, 1989).

Τον συμβουλεύθηκα αρκετές φορές, με αφορμή υποθέσεις βουλευτικών και δημοτικών εκλογών που χειρίσθηκα στο Εκλογοδικείο, και έχω ιδίαν πείραν ως προς το εύρος και την ποιότητα των γνώσεών του για όλες τις πρακτικές πλευρές της σχέσης μεταξύ εκλογικού συστήματος και αντιπροσώπευσης (είτε σε επίπεδο ανάδειξης κομμάτων και συνδυασμών είτε σε επίπεδο εκλογής βουλευτών και αυτοδιοικητικών).

Πέρα όμως από την αναμφισβήτητη επιστημονική του πρωτοκαθεδρία στο πεδίο της θεωρίας και πράξης των εκλογικών συστημάτων, που πιστοποιείται και από το πλήθος των άξιων μαθητών/συνεχιστών του (σε όλους τους πολιτικούς χώρους), θα ήθελα να εξάρω και την επιστημονική του συνέπεια σε ορισμένες βασικές αρχές, έξω και πέρα από τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες της εκάστοτε συγκυρίας. Ιδίως αυτό αφορά την σταθερή πρόταξη της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου (την οποία, δυστυχώς, επιμένουν να υποβαθμίζουν συστηματικά –με δύσκολα υποκρυπτόμενα πολιτικά κριτήρια– πολλοί εκπρόσωποι της Πολιτικής Επιστήμης και του Συνταγματικού Δικαίου…). Ειδικότερα:

α. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος εκκινούσε πάντα την θεωρητική του προσέγγιση από την ανάγκη διασφάλισης του ίσου νομικού βάρους των ψήφων, ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα, επικαλούμενος όχι μόνο τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος –με το οποίο είχε ιδιαίτερα ασχοληθεί λόγω της συνεργασίας του με τον επίσης αείμνηστο συνάδελφο και φίλο Γιώργο Παπαδημητρίου– αλλά και τον φόβο των καλπονοθευτικών μεθοδεύσεων που μπορούν να αποτολμηθούν, σε βάρος της δημοκρατίας, αν υιοθετηθεί η λογική της κολοκυθιάς, ως προς το πιο ποσοστό μπορεί να θεωρηθεί –αυθαίρετα και υπολογιστικά– αρκετό για να δώσει αυτοδυναμία. Είχε μάλιστα να δώσει πολλά σχετικά παραδείγματα, όχι μόνον από την μεταπολεμική αλλά και από την μεταπολιτευτική εκλογική πραγματικότητα…

β. Ωστόσο, επειδή ένα από τα βασικά του χαρίσματα του ήταν και ο ρεαλισμός, ο Ηλίας Νικολακόπουλος ήταν διαλλακτικός ως προς κάποιες σχετικοποιήσεις της ψήφου, προς όφελος της κυβερνητικής σταθερότητας, αρκεί αυτές να γίνονται με θεμιτά κριτήρια (πχ να είναι ένα κόμμα κοντά στην αυτοδυναμία και να έχει μια στοιχειώδη απόσταση από το επόμενο) και να υπηρετούν πράγματι την λογική της κυβερνησιμότητας. Ως εκ τούτου, είναι γνωστό ότι δεν συμφωνούσε με την εμμονή στην λογική της «απλής και άδολης» αναλογικής, που υιοθέτησε άκριτα ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο στις βουλευτικές όσο και στις δημοτικές εκλογές, ενώ προσέφερε τις πολύτιμες συμβουλές και προτάσεις του για κάποιες εκλογικές μεταρρυθμίσεις, που έγιναν ή επιχειρήθηκαν επί ΠΑΣΟΚ (πχ νόμος Σκανδαλίδη, συζήτηση για νομοσχέδιο Ραγκούση). Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τις αντίστοιχες επιλογές της Νέας Δημοκρατίας, τις οποίες θεωρούσε –δικαίως– όχι μόνο υπαγορευμένες από κυνικούς μικροκομματικούς υπολογισμούς αλλά και κατάφωρα αντίθετες στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου…

Γ. Το τρίτο επιστημονικό πεδίο, στο οποίο επίσης διέπρεψε -εξ ίσου θα έλεγα- ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ήταν η πολιτική ιστορία, με την οποία ασχολήθηκε σε βάθος, τόσο ερευνητικά (στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) όσο και συγγραφικά. Ιδίως δε πρέπει να αναδειχθεί, πέρα από την εξαντλητική τεκμηρίωση των γραφομένων του, η πλήρως ισορροπημένη και επιστημονικά αποστασιοποιημένη πραγμάτευση των εξαιρετικά φορτισμένων, αμφιλεγόμενων και σε κάθε περίπτωση τραγικών μεταπολεμικών ιστορικών γεγονότων, η οποία τον καθιστά έναν από τους ελάχιστους πράγματι αξιόπιστους μελετητές της πλέον τραυματικής, ίσως, περιόδου της σύγχρονης ιστορίας μας.

Στο σημείο αυτό, μάλιστα, θα ήθελα ειδικότερα να αναφερθώ στο εμβληματικό βιβλίο του «Η καχεκτική δημοκρατία: κόμματα και εκλογές, 1946-1967» (2001), το οποίο αποτέλεσε αναμφισβήτητα το αποκορύφωμα του ιστορικού έργου του και αποτελεί σημείο αναφοράς για όποιον θέλει να ασχοληθεί σοβαρά και χωρίς ιδεολογικοπολιτικές παρωπίδες με την ιστορία της μετεμφυλιακής περιόδου (η οποία δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι και ορολογικά φέρει πλέον την σφραγίδα του, καθώς έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται «περίοδος της καχεκτικής δημοκρατίας»).

Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να αξιολογηθεί σαν απολύτως αναμενόμενη η συνεχής και ενίοτε έντονη αντιπαράθεση του Ηλία Νικολακόπουλου απέναντι σε επιτηδευμένες και συχνά υποβολιμαίες προσπάθειες διαστρέβλωσης της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας, προκειμένου να ικανοποιηθούν εμφανείς ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Ειδικότερα:

α. Η αντιπαράθεση αυτή αρχικά στράφηκε, άμεσα ή έμμεσα, κατά της ιστοριογραφίας που συντάχθηκε με μια μονόπλευρη, σχηματική και εν πολλοίς αντιεπιστημονική «ανάγνωση» των μεταπολεμικών ιστορικών εξελίξεων, που εκπορεύθηκε και συχνά υπαγορεύθηκε από την πλευρά των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου και συγκεκριμένα από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ). Είναι γνωστόν ότι ο Ηλίας Νικολακόπουλος γνώρισε εξ απαλών ονύχων, «στο πετσί του», την μοίρα των ηττημένων του εμφυλίου. Είναι γνωστό, επίσης, ότι από τα μαθητικά του χρόνια ήταν πολιτικά τοποθετημένος στον χώρο της Αριστεράς. Παρά ταύτα, όμως, αρνήθηκε να υιοθετήσει και πολλώ μάλλον να αναπαραγάγει ένα αφήγημα που επιχειρούσε –άλλοτε καλυμμένα και άλλοτε κραυγαλέα– να εξωραΐσει την εικόνα και να δικαιολογήσει την στάση και τις επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ, προκειμένου να μην πληγεί το γόητρο και η ιδεολογικοπολιτική επιρροή του. Προτίμησε, προς τιμήν του, τον δύσκολο αλλά μόνο ορθό, από επιστημονική άποψη, δρόμο της διατύπωσης απολύτως τεκμηριωμένων απόψεων, που εντοπίζουν απροκατάληπτα τα σφάλματα, ένθεν κακείθεν, και αποδίδουν ακριβοδίκαια τις ευθύνες για την μια τόσο τραγική εξέλιξη.

β. Είναι δε ακριβώς αυτή η στάση του που τον οδήγησε, τα τελευταία χρόνια, και σε μια νέα επιστημονική αντιπαράθεση. Αυτή την φορά η κριτική του εστιάσθηκε στην σχετικά πρόσφατη πλην συστηματική και ολοένα εντεινόμενη προσπάθεια να επιβληθεί στον επιστημονικό χώρο ένας επιτηδευμένος, προκρούστειος και εν πολλοίς υπαγορευμένος «αναθεωρητισμός» της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας, από την σκοπιά πλέον των νικητών του εμφυλίου και ειδικότερα από την σκοπιά δεξιόστροφων πολιτικών κύκλων.

Ο Ηλίας Νικολακόπουλος δεν αντέδρασε απλώς, απέναντι σε αυτόν τον αναθεωρητισμό –και στην συνακόλουθη απόπειρα μεθοδευμένης επιβολής του στον ακαδημαϊκό χώρο– αλλά και συνέβαλε καθοριστικά στο να αποκαλυφθεί ο πραγματικός του στόχος, που είναι διττός:

Πρώτον, η απαλλαγή της Δεξιάς από το άγος των αδικαιολόγητων εν πολλοίς ακροτήτων, αυθαιρεσιών και διώξεων που σημάδεψαν το μετεμφυλιακό –μισαλλόδοξο και αυταρχικό– κράτος που οικοδόμησε (τύπου Ερντογάν, για να έχουν οι νεότεροι ένα μέτρο σύγκρισης…) και

δεύτερον, η πολιτική «αγιοποίηση» ορισμένων πρωταγωνιστών της μετεμφυλιακής περιόδου, τόσο για λόγους μια κατασκευασμένης εκ των υστέρων υστεροφημίας όσο και προς όφελος των πολιτικών οικογενειών που αυτοί δημιούργησαν και που εξακολουθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή.

γ. Φυσικά αυτή η συμβολή του Ηλία Νικολακόπουλου δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματική αν δεν «πατούσε» πάνω στην δική του επιστημονική αξιοπιστία και νηφαλιότητα, ως προς την θεώρηση κρίσιμων και αμφιλεγόμενων ιστορικών ζητημάτων (που επιβεβαιώθηκαν μάλιστα πλήρως, σχετικά πρόσφατα, με την υποδειγματική πολιτική βιογραφία του Ηλία Ηλιού, 2017). Την θεώρηση δε αυτήν, η οποία βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα μιας πολιτικά χειραγωγούμενης, από την μία ή την άλλη πλευρά, ιστοριογραφίας, εύχομαι και ελπίζω να την έχουν διαρκώς κατά νουν οι επίγονοί του…

*****

Κλείνοντας αυτές τις γραμμές, συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η εικοστή του Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Ηλία. Ξεπερνώντας με δυσκολία αυτήν την πρόσθετη συγκίνηση, σκέφτομαι ότι ίσως αυτό να είναι συμβολικό. Σήμερα δεν θα τον θυμηθούμε όπως τα προηγούμενα χρόνια αλλά θα συνδέσουμε πλέον την μνήμη του με την ανεκτίμητη πράγματι πιστημονική συνεισφορά του, στην οποία, είναι βέβαιο, θα ανατρέχουμε συχνά…