Έχω...
πάει κατασκήνωση γύρω στα δέκα χρόνια και κουβαλάω από εκεί, ίσως τις ωραιότερες αναμνήσεις των παιδικών μου καλοκαιριών.
Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ…
Τις βραδιές με “πυρά” και τραγούδια στην παραλία, το κυνήγι χαμένου θησαυρού, τα τραγούδια και τις “κραυγές” που βγάζαμε παραποιώντας διάσημα hits της εποχής. Τα disco party του Σαββάτου που τα περιμέναμε πώς και πώς, ανταλλάζοντας και δοκιμάζοντας ρούχα για να κάνουμε την ωραιότερη εμφάνιση.
Τους τουρτοπόλεμους στην τραπεζαρία, τη μυρωδιά του Sicaril στο κεφάλι μας, τον ήχο από τα τζιτζίκια που βούιζαν τα μεσημέρια και τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος όταν έβρεχε. Τους πανηγυρισμούς μας όταν στο πρωινό είχε μερέντα, τα γιουχαΐσματα όταν το μεσημέρι είχε μπριάμ και τα κρυφά σουβλάκια που μας έφερναν το βράδυ οι ομαδάρχες.
Τα πρώτα σκιρτήματα, τις ατέλειωτες αναλύσεις τα βράδια στη σκηνή για το ποιος ζήτησε σε ποιον να χορέψουν μπλουζ, τις κρυφές ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ των σκηνών. Το “ο-μα-ριομ” που ξεκινούσαμε 5 παιδιά και τελικά έμπαινε όλη η κατασκήνωση κι έφτιαχνε έναν απέραντο κύκλο και τις αιώνιες διαμάχες Αθήνας-Θεσσαλονίκης για το αν το καλαμάκι ρουφάει ή τρώγεται.
Το “Όχι δεν χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά…” που βροντοφωνάζαμε με όλη μας τη δύναμη το τελευταίο βράδυ λες και όσο πιο δυνατά το φωνάζαμε, τόσο πιο πιθανό να έβγαινε αληθινό.
Και κυρίως το αίσθημα πως μεγαλώσαμε πια και μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας χωρίς τους γονείς μας, κι ας μας έλειπαν κρυφά όταν ήμασταν πιο μικρά.
Και το αίσθημα προνομίου αργότερα, πως εμείς, σε αντίθεση με άλλα παιδιά της ηλικίας μας, μπορούσαμε να πάμε διακοπές κάπως μόνοι μας!
“Το μαγικό μέρος που είχα πάει…”
Η φίλη μου η Κατερίνα, που μεγαλώσαμε σχεδόν σαν αδερφές, δεν πήγε ποτέ κατασκήνωση και τη θυμάμαι να με περιμένει πώς και πώς να επιστρέψω για να της περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα έζησα στο μαγικό μέρος που είχα πάει. Όμως, όσα και να της έλεγα, όσες μικρές ή μεγάλες λεπτομέρειες και να μοιραζόμουν μαζί της, ήξερα πως ποτέ δε θα καταλάβαινε τι ακριβώς είχα ζήσει.
Και κάπως πέρασαν τα χρόνια κι έγινα κι εγώ μαμά και η κατασκήνωση έγινε μια γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων.
Όμως, από τη στιγμή που απέκτησα παιδιά ήξερα πως ήθελα κάποια στιγμή να τους δώσω την ευκαιρία να ζήσουν αυτή τη μοναδική εμπειρία. Ο Νάσος δεν είχε πάει ποτέ κατασκήνωση και όποτε του το ανέφερα, μου τα μάσαγε,”Ναι, ας δοκιμάσουν, αλλά μπορεί και να μην τους αρέσει, μπορεί να μην το αντέξουν, μπορεί και να μην είναι τόσο ωραία όσο τα θυμάσαι”.
Μήπως τα παιδιά μου δεν εκτιμήσουν το δώρο;
Και δε σας κρύβω πως φοβόμουν ότι ίσως τα παιδιά μου, τα σημερινά παιδιά, δεν μπορέσουν να εκτιμήσουν το δώρο που λέγεται κατασκήνωση.
Πέρασαν τα χρόνια και η Δανάη έφτασε στη ηλικία που θα μπορούσε να πάει κατασκήνωση αν το ήθελε. Δεν της ανέφερα τίποτα από φόβο μην νιώσει πως την πιέζω για κάτι που εγώ θέλω να κάνει. Όμως ως δια μαγείας, μια μέρα μου είπε απόλυτα αποφασισμένη και σίγουρη “Μαμά θέλω να πάω κατασκήνωση το καλοκαίρι!” Προσπάθησα με κόπο να κρύψω τον ενθουσιασμό μου και της είπα ένα “Ναι να το δούμε, να πας και αν σου αρέσει μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις, μην πιεστείς”, ενώ μέσα μου τραγούδαγα “Nα της αρέσει, να της αρέσει!”
Ήθελα τόσο πολύ να έχει την ευκαιρία να ζήσει έστω τα μισά από αυτά που έζησα εγώ σαν παιδί.
Έκανα την αίτηση αλλά ταυτόχρονα την έγραψα και σε ένα day camp για να είμαι σίγουρη. Σκεφτόμουν πως τα σημερινά παιδιά δεν είναι σαν κι εμάς, είναι λίγο πιο καλομαθημένα, ίσως να είναι λίγο πιο προσκολλημένα, ίσως φταίμε κι εμείς που τους τα δίνουμε όλα έτοιμα πριν καν τα ζητήσουν, ίσως και η Δανάη δυσκολευτεί λίγο για πρώτη χρονιά και ίσως γυρίσει πίσω αρκετά νωρίτερα από το αναμενόμενο. Με λίγα λόγια την έστειλα κρατώντας πολύ μικρό καλαθάκι.
“Περνάει καλά;”
Πέρασε η πρώτη μέρα, πέρασε κι η δεύτερη, πήγε δώδεκα κι ουτ’ ένα τηλεφώνημα. Πέρασε και η τρίτη μέρα και άρχισαν πια να με ζώνουν τα φίδια.
Γραμμή δεν μπορούσα να βγάλω μιας και το τηλεφωνικό κέντρο είχε πάρει φωτιά από αγχωμένες μανούλες και τρελαμένους μπαμπάδες και τρωγόμουν με τα ρούχα μου.
Τι να κάνει τώρα, να περνάει καλά, μήπως της λείπουμε και κλαίει, μήπως το ΄να, μήπως τ’άλλο; Βέβαια, ένα ψήγμα λογικής που είχε απομείνει στον εγκέφαλό μου, μου έλεγε πως για να μην παίρνει τηλέφωνο μάλλον καλά θα περνάει και μάλλον θα είναι τόσο γεμάτη η μέρα της που σιγά μην βρίσκει καιρό για τηλεφωνήματα.
Τελικά, την επόμενη ημέρα, μια μαμά που πήγε να παρηγορήσει την κόρη της & συγκάτοικο με τη δική μου, με ενημέρωσε πως είδε τη Δανάη και τη ρώτησε αν θέλει κάτι να μου πει.
Κι αυτή της είπε “Πες στη μαμά πως περνάω τέλεια εδώ, πως δεν πρόκειται να φύγω και δώστης φιλιά!” Βέβαια δεν παραπονιέμαι, με πήρε και δυο-τρία τηλέφωνα, όλα βιαστικά, όλα για να μου πει “Μαμά έχασα το παγούρι μου φέρε μου άλλο όταν έρθεις, έχασα το σκουφάκι μου, φέρε μου άλλο, φέρε αν μπορείς και μερικά πατατάκια γιατί κάποια βράδια βλέπουμε ταινίες και θέλω να μασουλάω”.
“Μαμά είμαι στην Ίο και θα κάτσουμε λίγες μέρες παραπάνω γιατί γνωρίσαμε κάτι Ιταλούς, στείλε λεφτά!” Τις προάλλες είχε επισκεπτήριο και την είδα τόσο λαμπερή και χαρούμενη και κάπως πιο μεγάλη και ώριμη που μου έφυγε και η παραμικρή αγωνία για το αν περνάει καλά.
“Δανάη μου, σε βλέπω τόσο χαρούμενη, είμαι σίγουρη πως θα μου ζητήσεις να ξανάρθεις”, της είπα, και μου απάντησε με ενθουσιασμό “Δηλαδή μπορώ να μείνω και στη δεύτερη περίοδο;;;!!” Γύρνα σπίτι σου παιδάκι μου!!!!
Όσο κι αν μου λείπει, όσο κι αν αγωνιώ, είμαι τρομερά περήφανη για το παιδάκι μου που τα καταφέρνει τόσο καλά μόνη της, που αυτονομείται, που προσαρμόστηκε σε τόσο διαφορετικές συνθήκες από αυτές που ήξερε ως τώρα.
Αλλά πιο πολύ είμαι χαρούμενη που τελικά θα φτιάξει κι εκείνη όλες αυτές τις υπέροχες και μοναδικές κατασκηνωτικές αναμνήσεις.
Πηγή: Πρώτη Φορά Μαμά