Η στρατιωτική επιχείρηση του Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 1921 ήταν η κορύφωση της προσπάθειας της χώρας μας...
να καταβάλει την αντίσταση των Τούρκων εθνικιστών και να διασφαλίσει την παρουσία της στα εδάφη της Μικράς Ασίας, που της είχε προσπορίσει η Συνθήκη των Σεβρών
Οι περιστάσεις ήταν δυσμενείς. Ο εθνικός διχασμός, η αντιπαλότητα ανάμεσα στους υποστηρικτές του Βενιζέλου και τους φιλοβασιλικούς που είχε πάρει διαστάσεις εμφυλίου πολέμου τα προηγούμενα χρόνια, εξακολουθούσε να μαστίζει τη χώρα. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Βρετανού επιτετραμμένου στην Αθήνα λόρδου Γκράνβιλ τον Μάιο του 1921: «Η νοοτροπία της (αντιβενιζελικής) πλειοψηφίας στη Βουλή γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο εμφανής. Θέματα εθνικής σημασίας όπως η κατάσταση στο μέτωπο, οι σχέσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες, η κατάσταση της οικονομίας προκαλούν ελάχιστο ενδιαφέρον. Ο μόνος αντικειμενικός στόχος είναι να εκδικηθούν όλους τους βενιζελικούς και να δοθούν αποζημιώσεις στα θύματα της βενιζελικής τυραννίας».
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΑΚΗΣ
Ένας βουλευτής είχε προτείνει οι λιποτάκτες στη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης να απαλλαγούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις γιατί «είχαν παράσχει την ύψιστη υπηρεσία στη χώρα τους μετά την κατοχή της από τον Βενιζέλο», ενώ ο Τύπος πρότεινε οι παραλίγο δολοφόνοι του Βενιζέλου (είχε γίνει απόπειρα κατά της ζωής του στο Παρίσι τον προηγούμενο χρόνο) να ανακηρυχθούν εθνικοί ήρωες. Η εξασφάλιση του απαραίτητου πολεμικού υλικού για την επικείμενη επιχείρηση ήταν επίσης πολύ δύσκολη λόγω του εμπάργκο στην πώληση όπλων που είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις και στους δύο εμπολέμους τον Απρίλιο του 1921. Η αυστηρή τήρηση της απαγόρευσης από τους Βρετανούς δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους Ελληνες, που τα αντιμετώπισαν αναζητώντας άλλους προμηθευτές όπως η Ρουμανία, αλλά και Γάλλους εμπόρους που δεν αντιμετωπίζονταν από την κυβέρνησή τους με την ίδια αυστηρότητα.
Τις παραμονές της επίθεσης ο ελληνικός στρατός, που αριθμούσε πάνω από 200.000 άνδρες, ήταν επαρκώς εξοπλισμένος και έτοιμος να αναλάβει δράση. Αυτή ήταν και η γνώμη του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα, συνταγματάρχη Νάιρν, που έφτασε στη Σμύρνη στις 4 Ιουνίου 1921 και επιθεώρησε τις ελληνικές δυνάμεις. Ο Βρετανός αξιωματικός ανέφερε πως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον ελληνικό στρατό σε τόσο καλή κατάσταση. Το ηθικό ήταν εξαίρετο, ενώ η διοίκηση και η αποτελεσματικότητα του επιτελείου είχαν σημαντικά βελτιωθεί.
Τα πρώτα ελληνικά τμήματα κινήθηκαν στις 3 Ιουλίου και μέχρι τις 14 Ιουλίου οι δύο στρατοί είχαν εμπλακεί σε σφοδρή σύγκρουση. Οι Τούρκοι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση αλλά υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω 40 πυροβόλα και 4.000 αιχμαλώτους. Μέχρι τις 19 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ. Οι Βρετανοί εντυπωσιάστηκαν. Ο στρατηγός Χάρινγκτον, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Τουρκία, χαρακτήρισε την ελληνική νίκη «μια σημαντική επιτυχία», προσθέτοντας πως οι Ελληνες θα μπορούσαν να καταλάβουν την Αγκυρα χωρίς απώλειες. Ο λόρδος Γκράνβιλ διεμήνυσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ότι «η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος ήταν έτοιμη να δεχθεί αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών προς όφελος της Ελλάδας, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα δεν θα πρόβαλε υπερβολικές αξιώσεις». Οταν το θέμα της ελληνοτουρκικής διαφοράς συζητήθηκε σε διασυμμαχική διάσκεψη στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1921, ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, δήλωσε ότι «η Συνθήκη των Σεβρών δεν μπορεί να αναμένεται πλέον ότι ικανοποιεί τις ελληνικές φιλοδοξίες».
Οι εντυπώσεις των Αγγλων αξιωμα- τούχων για την προετοιμασία και τη δράση του ελληνικού στρατού, όπως προκύπτουν από τα βρετανικά αρχεία.
Στην ίδια διάσκεψη ο Λόιντ Τζορτζ έθεσε το θέμα της απαγόρευσης πώλησης όπλων στους εμπολέμους. Το μέτρο αυτό έθιγε κυρίως τους Ελληνες, αφού οι Βρετανοί το τηρούσαν με αυστηρότητα κι έτσι απέκλειε τους Ελληνες από την πολύτιμη βρετανική αγορά. Οι Τούρκοι, αντίθετα, εξοπλίζονταν χωρίς περιορισμούς από τους Μπολσεβίκους. Αποφασίστηκε έτσι να δοθεί η δυνατότητα σε Βρετανούς, Γάλλους και Ιταλούς ιδιώτες να προμηθεύουν με όπλα τους εμπολέμους, αλλά χωρίς την ανάμειξη των κυβερνήσεών τους. Η προσπάθεια όμως των Βρετανών να δοθεί στα ελληνικά πολεμικά πλοία το –σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο– δικαίωμα νηοψίας στα εμπορικά πλοία των Συμμάχων, δεν ευοδώθηκε. Με διάφορα προσχήματα και σαθρά επιχειρήματα Γάλλοι και Ιταλοί αρνήθηκαν, διευκολύνοντας έτσι το λαθρεμπόριο όπλων με τους Τούρκους εθνικιστές. Η χρήση πλοίων υπό ιταλική και γαλλική σημαία για τον εφοδιασμό των κεμαλικών δυνάμεων καταγράφεται σε μακροσκελείς αναφορές τόσο των ελληνικών όσο και των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 οι Βρετανοί είχαν απτές αποδείξεις για την ανάμειξη της γαλλικής κυβέρνησης στο εμπόριο όπλων με τους κεμαλικούς, όπως προκύπτει από αναφορά του λόρδου Χάρντινγκ, πρέσβη της Βρετανίας στο Παρίσι. Ο εφοδιασμός των τουρκικών δυνάμεων από τους Γάλλους και τους Ιταλούς συνεχίστηκε και εντάθηκε. Στη μεγάλη επίθεση του Κεμάλ κατά των ελληνικών θέσεων στο τέλος Αυγούστου 1922 συμμετείχαν εκατό αεροπλάνα γαλλικής κατασκευής.
Στις 13 Αυγούστου η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε, με κατεύθυνση την Αγκυρα, το κέντρο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος. Οι ελληνικές δυνάμεις πέρασαν τον ποταμό Σαγγάριο, απείλησαν την Αγκυρα, αλλά εξαντλημένες από την ιδιαίτερα επίπονη επιθετική τους προσπάθεια δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου είχαν επιστρέψει στις θέσεις απ’ όπου είχαν ξεκινήσει έναν μήνα νωρίτερα, ανατολικά του Εσκί Σεχίρ. Η αποτυχία της ελληνικής επίθεσης να καταφέρει ένα αποφασιστικό πλήγμα στον στρατό του Κεμάλ, αποδόθηκε από το βρετανικό Γενικό Επιτελείο στους εξής παράγοντες: α) υπερβολική εμπιστοσύνη της ελληνικής ανώτατης διοίκησης στην ισχύ του στρατού της, β) μια μέτρια υπηρεσία πληροφοριών που φαίνεται να είχε δώσει ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τον εχθρό, γ) το επιχειρησιακό σχέδιο για τη μάχη του Σαγγάριου ήταν υπερβολικά περίπλοκο, πράγμα που οδήγησε σε πολλές απρόβλεπτες καταστάσεις, μη διαχειρίσιμες από τις ελληνικές δυνάμεις, δ) προβληματικά μέσα επικοινωνίας, ε) ανεπαρκή μέσα μεταφοράς και ελαττωματική γραμμή εφοδιασμού, στ) κακό επιτελικό έργο στα χαμηλότερα κλιμάκια, ζ) ελαττωματικός εφοδιασμός με πυρομαχικά, η) αποτυχία στο να πληγεί αποφασιστικά ο τουρκικός στρατός στα αρχικά στάδια της επιχείρησης. Αυτό ανάγκασε τους Ελληνες να χρησιμοποιήσουν στον Σαγγάριο μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ όσες μπορούσαν επιτοπίως να υποστηρίξουν. Η έκθεση βέβαια επαινούσε την ελληνική στρατιωτική ηγεσία για την υποδειγματική διεξαγωγή της πρώτης φάσης των επιχειρήσεων και τους Ελληνες στρατιώτες «που είχαν βαδίσει και πολεμήσει αξιοθαύμαστα, παρά τις μεγάλες στερήσεις».
* Ο κ. Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το άρθρο αυτό βασίζεται σε αρχειακό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Anglo-Greek relations, 1920-1922» Cambridge University, 1990.
kathimerini.gr
Οι περιστάσεις ήταν δυσμενείς. Ο εθνικός διχασμός, η αντιπαλότητα ανάμεσα στους υποστηρικτές του Βενιζέλου και τους φιλοβασιλικούς που είχε πάρει διαστάσεις εμφυλίου πολέμου τα προηγούμενα χρόνια, εξακολουθούσε να μαστίζει τη χώρα. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Βρετανού επιτετραμμένου στην Αθήνα λόρδου Γκράνβιλ τον Μάιο του 1921: «Η νοοτροπία της (αντιβενιζελικής) πλειοψηφίας στη Βουλή γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο εμφανής. Θέματα εθνικής σημασίας όπως η κατάσταση στο μέτωπο, οι σχέσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες, η κατάσταση της οικονομίας προκαλούν ελάχιστο ενδιαφέρον. Ο μόνος αντικειμενικός στόχος είναι να εκδικηθούν όλους τους βενιζελικούς και να δοθούν αποζημιώσεις στα θύματα της βενιζελικής τυραννίας».
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΑΚΗΣ
Ένας βουλευτής είχε προτείνει οι λιποτάκτες στη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης να απαλλαγούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις γιατί «είχαν παράσχει την ύψιστη υπηρεσία στη χώρα τους μετά την κατοχή της από τον Βενιζέλο», ενώ ο Τύπος πρότεινε οι παραλίγο δολοφόνοι του Βενιζέλου (είχε γίνει απόπειρα κατά της ζωής του στο Παρίσι τον προηγούμενο χρόνο) να ανακηρυχθούν εθνικοί ήρωες. Η εξασφάλιση του απαραίτητου πολεμικού υλικού για την επικείμενη επιχείρηση ήταν επίσης πολύ δύσκολη λόγω του εμπάργκο στην πώληση όπλων που είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις και στους δύο εμπολέμους τον Απρίλιο του 1921. Η αυστηρή τήρηση της απαγόρευσης από τους Βρετανούς δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους Ελληνες, που τα αντιμετώπισαν αναζητώντας άλλους προμηθευτές όπως η Ρουμανία, αλλά και Γάλλους εμπόρους που δεν αντιμετωπίζονταν από την κυβέρνησή τους με την ίδια αυστηρότητα.
Τις παραμονές της επίθεσης ο ελληνικός στρατός, που αριθμούσε πάνω από 200.000 άνδρες, ήταν επαρκώς εξοπλισμένος και έτοιμος να αναλάβει δράση. Αυτή ήταν και η γνώμη του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα, συνταγματάρχη Νάιρν, που έφτασε στη Σμύρνη στις 4 Ιουνίου 1921 και επιθεώρησε τις ελληνικές δυνάμεις. Ο Βρετανός αξιωματικός ανέφερε πως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον ελληνικό στρατό σε τόσο καλή κατάσταση. Το ηθικό ήταν εξαίρετο, ενώ η διοίκηση και η αποτελεσματικότητα του επιτελείου είχαν σημαντικά βελτιωθεί.
Τα πρώτα ελληνικά τμήματα κινήθηκαν στις 3 Ιουλίου και μέχρι τις 14 Ιουλίου οι δύο στρατοί είχαν εμπλακεί σε σφοδρή σύγκρουση. Οι Τούρκοι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση αλλά υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω 40 πυροβόλα και 4.000 αιχμαλώτους. Μέχρι τις 19 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ. Οι Βρετανοί εντυπωσιάστηκαν. Ο στρατηγός Χάρινγκτον, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Τουρκία, χαρακτήρισε την ελληνική νίκη «μια σημαντική επιτυχία», προσθέτοντας πως οι Ελληνες θα μπορούσαν να καταλάβουν την Αγκυρα χωρίς απώλειες. Ο λόρδος Γκράνβιλ διεμήνυσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ότι «η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος ήταν έτοιμη να δεχθεί αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών προς όφελος της Ελλάδας, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα δεν θα πρόβαλε υπερβολικές αξιώσεις». Οταν το θέμα της ελληνοτουρκικής διαφοράς συζητήθηκε σε διασυμμαχική διάσκεψη στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1921, ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, δήλωσε ότι «η Συνθήκη των Σεβρών δεν μπορεί να αναμένεται πλέον ότι ικανοποιεί τις ελληνικές φιλοδοξίες».
Οι εντυπώσεις των Αγγλων αξιωμα- τούχων για την προετοιμασία και τη δράση του ελληνικού στρατού, όπως προκύπτουν από τα βρετανικά αρχεία.
Στην ίδια διάσκεψη ο Λόιντ Τζορτζ έθεσε το θέμα της απαγόρευσης πώλησης όπλων στους εμπολέμους. Το μέτρο αυτό έθιγε κυρίως τους Ελληνες, αφού οι Βρετανοί το τηρούσαν με αυστηρότητα κι έτσι απέκλειε τους Ελληνες από την πολύτιμη βρετανική αγορά. Οι Τούρκοι, αντίθετα, εξοπλίζονταν χωρίς περιορισμούς από τους Μπολσεβίκους. Αποφασίστηκε έτσι να δοθεί η δυνατότητα σε Βρετανούς, Γάλλους και Ιταλούς ιδιώτες να προμηθεύουν με όπλα τους εμπολέμους, αλλά χωρίς την ανάμειξη των κυβερνήσεών τους. Η προσπάθεια όμως των Βρετανών να δοθεί στα ελληνικά πολεμικά πλοία το –σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο– δικαίωμα νηοψίας στα εμπορικά πλοία των Συμμάχων, δεν ευοδώθηκε. Με διάφορα προσχήματα και σαθρά επιχειρήματα Γάλλοι και Ιταλοί αρνήθηκαν, διευκολύνοντας έτσι το λαθρεμπόριο όπλων με τους Τούρκους εθνικιστές. Η χρήση πλοίων υπό ιταλική και γαλλική σημαία για τον εφοδιασμό των κεμαλικών δυνάμεων καταγράφεται σε μακροσκελείς αναφορές τόσο των ελληνικών όσο και των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 οι Βρετανοί είχαν απτές αποδείξεις για την ανάμειξη της γαλλικής κυβέρνησης στο εμπόριο όπλων με τους κεμαλικούς, όπως προκύπτει από αναφορά του λόρδου Χάρντινγκ, πρέσβη της Βρετανίας στο Παρίσι. Ο εφοδιασμός των τουρκικών δυνάμεων από τους Γάλλους και τους Ιταλούς συνεχίστηκε και εντάθηκε. Στη μεγάλη επίθεση του Κεμάλ κατά των ελληνικών θέσεων στο τέλος Αυγούστου 1922 συμμετείχαν εκατό αεροπλάνα γαλλικής κατασκευής.
Στις 13 Αυγούστου η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε, με κατεύθυνση την Αγκυρα, το κέντρο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος. Οι ελληνικές δυνάμεις πέρασαν τον ποταμό Σαγγάριο, απείλησαν την Αγκυρα, αλλά εξαντλημένες από την ιδιαίτερα επίπονη επιθετική τους προσπάθεια δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου είχαν επιστρέψει στις θέσεις απ’ όπου είχαν ξεκινήσει έναν μήνα νωρίτερα, ανατολικά του Εσκί Σεχίρ. Η αποτυχία της ελληνικής επίθεσης να καταφέρει ένα αποφασιστικό πλήγμα στον στρατό του Κεμάλ, αποδόθηκε από το βρετανικό Γενικό Επιτελείο στους εξής παράγοντες: α) υπερβολική εμπιστοσύνη της ελληνικής ανώτατης διοίκησης στην ισχύ του στρατού της, β) μια μέτρια υπηρεσία πληροφοριών που φαίνεται να είχε δώσει ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τον εχθρό, γ) το επιχειρησιακό σχέδιο για τη μάχη του Σαγγάριου ήταν υπερβολικά περίπλοκο, πράγμα που οδήγησε σε πολλές απρόβλεπτες καταστάσεις, μη διαχειρίσιμες από τις ελληνικές δυνάμεις, δ) προβληματικά μέσα επικοινωνίας, ε) ανεπαρκή μέσα μεταφοράς και ελαττωματική γραμμή εφοδιασμού, στ) κακό επιτελικό έργο στα χαμηλότερα κλιμάκια, ζ) ελαττωματικός εφοδιασμός με πυρομαχικά, η) αποτυχία στο να πληγεί αποφασιστικά ο τουρκικός στρατός στα αρχικά στάδια της επιχείρησης. Αυτό ανάγκασε τους Ελληνες να χρησιμοποιήσουν στον Σαγγάριο μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ όσες μπορούσαν επιτοπίως να υποστηρίξουν. Η έκθεση βέβαια επαινούσε την ελληνική στρατιωτική ηγεσία για την υποδειγματική διεξαγωγή της πρώτης φάσης των επιχειρήσεων και τους Ελληνες στρατιώτες «που είχαν βαδίσει και πολεμήσει αξιοθαύμαστα, παρά τις μεγάλες στερήσεις».
* Ο κ. Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το άρθρο αυτό βασίζεται σε αρχειακό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Anglo-Greek relations, 1920-1922» Cambridge University, 1990.
kathimerini.gr