Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Γιά μιά ἀκόμη φορά, γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα, τήν «μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὅπως ἔχει χαρακτηρισθῆ. Βέβαια, τά Χριστούγεννα εἶναι κατ’ ἐξοχήν γιορτή τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης. Γιορτή, κατά τήν ὁποία...
ὅλα τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας ἐπιθυμοῦν νά βρίσκωνται στό πατρικό τους σπίτι, ἰδιαίτερα, μάλιστα, οἱ ξενητεμένοι, πού ζοῦν σέ ἄλλους τόπους, μέ ἄλλα ἔθιμα καί ἄλλες συνήθειες, οἱ ὁποῖες, συνήθως δέν μιλᾶνε καί δέν συγκινοῦν τήν καρδιά, ὅσο τήν συγκινεῖ ὁ τόπος πού γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν. Ἡ καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συμμετοχή στίς θαυμάσιες ἀκολουθίες, ἡ πανηγυρική Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων καί εὐχῶν μέ ἁπλότητα καί ἐγκαρδιότητα, εἶναι αὐτά πού ὁ ξενητεμένος κυρίως, μόνο στήν γενέθλια γῆ μπορεῖ νά τά βρῇ.
-Β-
Ἐφέτος, ὅμως, ἡ μεγάλη Ἑορτή βρίσκει τήν Πατρίδα μας, ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη μέσα σέ μιά πρωτοφανῆ κρίση, ἡ ὁποία κυρία αἰτία ἔχει τόν πόλεμο, πού ἔχει κηρύξει ἡ Ρωσία στήν Οὐκρανία. Καί εἶναι, βέβαια, ὀδυνηρό νά πολεμοῦν δύο ὁμόδοξες – Ὀρθόδοξες Χῶρες ἡ μία τήν ἄλλη, μέσα στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης. Ὑπάρχει ἕνα κῦμα μεγάλης ἀκρίβειας, ἀλλά καί ἀνασφάλειας ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ παραλόγου πολέμου, ἀφοῦ «οἱ πάντες τά ἑαυτῶν ζητοῦσι» (Φιλιπ. β΄ 21). Ὅλοι φροντίζουν γιά τά συμφέροντά τους. Καί μοιάζουν οἱ Εὐρωπαῖοι σάν νά ἔχουν διώξει τήν «φιλαδελφία» (Ἑβρ. ιγ΄ 1) καί τήν ἀγάπη (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1), πού εἶναι βασικές ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Καί, ἐν τούτοις, θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα, ἀλλά ὁ Χριστός, ποῦ; Γιατί ὅλοι τό γνωρίζουμε, ὅτι ἐδῶ καί χρόνια ἡ Εὐρώπη ἔχει ἐξορίσει τόν Χριστό, λέγοντάς του: «Ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰώβ κα΄ 14).
-Γ-
Ἀλλά ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι οἱ Εὐρωπαῖοι ἀρνήθηκαν, γενικῶς, τόν Χριστό καί ἐτέντωσαν τόν ἑαυτό τους καί τό ἀνάστημά τους καί κατώρθωσαν νά πᾶνε σέ μακρυνά ἀστέρια, τελευταῖα δέ νά φθάσουν σχεδόν στήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος, ὁ Θεός ὁ ἄπειρος, ἐσμίκρυνε τό μεγαλεῖο του καί ἔστειλε στήν γῆ μας τήν ΑΓΑΠΗ. Ἦλθε δηλαδή, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη». (Ψαλμ. ιζ΄ 10). Καί μέ τήν θέλησή Του δέχθηκε νά γεννηθῇ στό σπήλαιο καί νά ἀνακλιθῇ στήν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων στήν Βηθλεέμ. Ἆρά γε θά τό καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τήν ΑΓΑΠΗ, τόν Ὑἱόν Του τόν μονογενῆ; Τό λέει τόσο παραστατικά τό τέταρτο Εὐαγγέλιο: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 16). Κι’ ὅπως βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεός «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8).
-Δ-
Τά ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄντως ἀξιοθαύμαστα. Ἀλλά ἡ ἀνθρωπότητα δέν ὑποφέρει ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτῶν. Ὑποφέρει γιατί τῆς λείπει ἡ ἀγάπη καί κυριαρχεῖ τό συμφέρον καί ἡ ὑλιστική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. «Φάγωμεν καί πίωμεν», εἶναι τό σύνθημα τῶν καιρῶν μας. Ὅμως, ὅσοι θέλουμε νά εἴμαστε συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ἔχουμε κινητήρια δύναμη στήν καθημερινή μας ζωή, τήν ἀγάπη πού ἔφερε ὁ Χριστός: Ὁ δυνατός θά βοηθάῃ τόν ἀδύνατο, ὁ μεγάλος τόν μικρό, ὁ ὑγιής τόν ἀσθενῆ. Ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἡ χριστιανική ἀγάπη χύνει βάλσαμο παρηγοριᾶς στίς πονεμένες ψυχές, θεραπεύει τίς πληγές, ἀναπτερώνει τίς ἐλπίδες καί ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο ἀληθινό χριστιανό, ἄξιο νά γιορτάσῃ μέ ὅλη του τήν καρδιά τά Χριστούγεννα, τήν γιορτή τῆς ἀγάπης πού ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε ἐάν ἀγάπην ἔχητε πρός ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄23), διεκήρυξε ὁ Κύριος.
Ἄς ἐμπιστευθοῦμε, λοιπόν, τίς ἀγωνίες καί τά προβλήματά μας στόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί μπροστά στήν φτωχική καί ταπεινή Του φάτνη ἄς τοῦ ζητήσουμε τό ἔλεός Του γιά μᾶς καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ἰδιαίτερα γιά ὅσους ζοῦν μέσα στά δεινά τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων. Χρόνια πολλά σέ ὅλους, ἅγια, γεμᾶτα ἀπό τήν ἀγάπη, μέσα στούς κόλπους τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Διάπυρος εὐχέτης ἐν Χριστῷ Τεχθέντι
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ † Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ