Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι της Αττικής, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Κατά...
τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του. Θρυλείται ότι έτρεξε από την Αθήνα στο Μαρούσι και τούμπαλιν για να φέρει το πηλήκιο που είχε ξεχάσει στο σπίτι του, ώστε να είναι τέλειος στην αναφορά του τάγματος.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης μπήκε από το «παράθυρο» στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (29 Μαρτίου 1896), με την προτροπή του διοικητού του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής. Ο Λούης έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Αυτός εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Όπως συνέβη και την 1η Αυγούστου 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Συναντήθηκε μαζί του, φωτογραφήθηκε και προσέφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία. Ο Λούης δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου, προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έφερνε δύσκολα και εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του.
Ο Σπυρίδων Λούης πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης μπήκε από το «παράθυρο» στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (29 Μαρτίου 1896), με την προτροπή του διοικητού του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής. Ο Λούης έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Αυτός εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Όπως συνέβη και την 1η Αυγούστου 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Συναντήθηκε μαζί του, φωτογραφήθηκε και προσέφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία. Ο Λούης δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου, προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έφερνε δύσκολα και εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του.
Ο Σπυρίδων Λούης πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940.