Λιοπύρι
που ανάβουνε
της πόλης τα τσιμέντα.
Οδύνη
που στοιβάζουνε
της πύρας τα φουρνέλα.
Κλεισμένοι
στο σαλόνι
με κλιματισμό.
Θλιμμένοι,
αηδόνι
χωρίς κελαηδισμό.
Καμίνι
η πατρίδα μας
σε κάθε της γωνιά.
Πατίνι
η ελπίδα μας
για λιγοστή δροσιά.
Κοχλάζει,
ψήνεται
η γη.
Στενάζει,
γίνεται
πληγή.
Πίνουμε
άφθονο νερό
να σβήσουμε τη δίψα.
Θέλουμε
τόπο σκιερό
εκεί κοντά στο κύμα.
Είναι στιγμές
που νιώθουμε
πλέριο τον εκνευρισμό.
Ζέστης ριπές
μας ζώνουνε,
σβήνουν κάθε λυρισμό.
Το καλοκαίρι
θα διαβεί
χωρίς να το χαρούμε.
Δροσιάς αγέρι,
μια πνοή
μονάχα λαχταρούμε.
Καπαδόπουλος Ελισαίος.