Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Πύρρος ο Βασιλιάς της Ηπείρου και ο θάνατός του στο Άργος από κεραμίδι (βίντεο)


Ο Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου (318 π.Χ. - 272 π.Χ.) ήταν Έλληνας βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο, καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου.

 

Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'.Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας.

Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτοντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος.

Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον στρατό του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά.

 




Πορεία στο Άργος

Ο Πύρρος εξαπέλυσε νέες επιθέσεις κατά της Σπάρτης, αλλά δεν γνώρισε παρά μόνο την αποτυχία. Έτσι άρχισε να λεηλατεί τη Λακωνία με την πρόθεση να περάσει εκεί το χειμώνα. Εντούτοις μια νέα πρόκληση φάνηκε στον ορίζοντα, όταν έλαβε ένα μήνυμα από το Άργος, τη δεύτερη ισχυρότερη πόλη της Πελοποννήσου μετά τη Σπάρτη. Δυο επιφανείς άνδρες της, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας ήταν πολιτικοί αντίπαλοι και καθώς ο Αρίστιππος ήταν σύμμαχος του Αντίγονου, ο Αριστέας θεώρησε καλό να καλέσει τον Πύρρο στο Άργος, ώστε να τον βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία (272 π.Χ.). Ο Αρεύς ωστόσο δεν έμεινε άπραγος. Εγκατέστησε άνδρες σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής οι οποίοι προκάλεσαν φθορές στο στρατό των Μολοσσών.

Σε μια από αυτές τις αψιμαχίες, κι ενώ μαχόταν κατά των Λακεδαιμονίων, ο γιος του Πύρρου από την Αντιγόνη, Πτολεμαίος, σκοτώθηκε από τον Όροισσο, ένα άνδρα από τα Άπτερα της Κρήτης. Μαθαίνοντας το φοβερό νέο, ο Πύρρος όρμησε ο ίδιος ενάντια στην ομάδα αυτή των Σπαρτιατών, επικεφαλής του ιππικού των Μολοσσών. Πάνω στην οργή του συνέτριψε τον αντίπαλο, θανατώνοντας έναν σπουδαίο αξιωματικό, τον Εύαλκο. Όταν η μάχη έλαβε τέλος, ο Πύρρος οργάνωσε μεγαλόπρεπη τελετή ταφής εις μνήμην του γιου του κι έχοντας ξεσπάσει το πένθος του πάνω στον εχθρό, συνέχισε την πορεία κατά του Άργους.




Μάχη στο Άργος

Φτάνοντας στην πόλη, έμαθε πως ο Αντίγονος βρισκόταν ήδη εκεί, σε υψηλό σημείο με θέα ολόκληρη την πεδιάδα. Ο Πύρρος επέλεξε να στρατοπεδεύσει κοντά στη Ναυπλία κι έστειλε κήρυκα στον Αντίγονο αποκαλώντας τον καταστροφέα και καλώντας τον να πολεμήσουν. Εκείνος απάντησε ότι βασίζεται στις περιστάσεις πιο πολύ παρά στη δύναμη των όπλων κι ότι, αν ο Πύρρος κουράστηκε αν ζει, πολλοί δρόμοι του ανοίγονταν για να πεθάνει. Ήρθαν τότε και στους δύο πρέσβεις από την πόλη και τους παρακάλεσαν να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στο Άργος να τηρήσει ουδέτερη στάση. Ο Αντίγονος δέχτηκε κι έστειλε το γιο του στην πόλη ως όμηρο. Ο Πύρρος επίσης δέχτηκε, αλλά δεν έδωσε εγγυήσεις, πράγμα που τον έκανε περισσότερο ύποπτο.

Πράγματι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αριστέας άφησε ανοιχτή μια από τις πύλες της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους Γαλάτες του Πύρρου να ξεχυθούν στην Αγορά. Ωστόσο οι ελέφαντές του αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στη διέλευση από τις πύλες, κάτι που έδωσε χρόνο στους κατοίκους να οργανωθούν και να στείλουν μήνυμα στον Αντίγονο. Ο τελευταίος κατέφθασε έξω από τα τείχη κι έστειλε μέσα το γιο του να ελέγξει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή συνέπεσε και η άφιξη του Αρέως με 1.000 Σπαρτιάτες και Κρήτες, οι οποίοι, αφού ενώθηκαν με τους άνδρες του Μακεδόνα βασιλιά, προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στους Γαλάτες. Στην πόλη βασίλευε απόλυτη αταξία, καθώς οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί, το σκοτάδι πυκνό κι ο θόρυβος μέγας. Το μόνο που απέμενε και στις δύο πλευρές ήταν να περιμένουν το ξημέρωμα.

Η εικόνα που είδε το πρωί ήταν αποκαρδιωτική για τον Πύρρο. Έτσι έκρινε καλύτερο να διατάξει υποχώρηση. Φοβούμενος ωστόσο τον συνωστισμό στις πύλες, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στο γιο του, τον Έλενο, που περίμενε με μεγάλο τμήμα του στρατού έξω από την πόλη, με την διαταγή να γκρεμίσει μέρος των τειχών. Η διαταγή διαβιβάστηκε λανθασμένα. Ο Έλενος πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και τους καλύτερους άνδρες του και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει.

Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου περιέπεσε σε απόλυτη αταξία. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Ο μεγαλύτερος έπεσε μπροστά στην πύλη και ένας άλλος, ο Νίκων, έψαχνε να βρει τον αναβάτη του που είχε γκρεμιστεί νεκρός. Έπεσε πάνω στο κύμα των στρατιωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν, συντρίβοντας φίλους και εχθρούς, μέχρι που βρήκε το νεκρό του αφέντη, τον έβαλε στους χαυλιόδοντές του με την προβοσκίδα του και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα.


Θάνατος του Πύρρου



 

Ο θάνατος του Πύρρου. Εικονογράφηση από την «Ιστορία του Πύρρου» ("History of Pyrrhus", (Abbott - έκδοση του 1901)).

Ο Πύρρος, βλέποντας την απελπιστική κατάσταση, αφαίρεσε τα διακριτικά του από το κράνος του και βασιζόμενος στο άλογό του όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς που τον καταδίωκαν. Τότε δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του στο θώρακα. Το τραύμα δεν ήταν σοβαρό και στράφηκε ενάντια στο στρατιώτη που του είχε επιτεθεί, κάποιον άνδρα από το Άργος, που ήταν γιος μιας φτωχής ηλικιωμένης γυναίκας. Εκείνη είχε καταφύγει στη στέγη ενός οικήματος από όπου είχε θέα της μάχης. Όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλιά με τα δύο της χέρια. Ο Πύρρος δέχτηκε το χτύπημα κάτω από το κράνος, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι στη βάση του τραχήλου του. Έχασε τις αισθήσεις του και τα χαλινάρια τού έφυγαν από τα χέρια. Έτσι έπεσε ανάμεσα στους μαχόμενους που δεν αντιλήφθηκαν ποιος είχε πέσει.

Εντούτοις ένας άνδρας με το όνομα Ζώπυρος, ο οποίος υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Αντίγονου, μαζί με δύο τρεις άλλους, κατάλαβαν ποιος ήταν και τον έσυραν στο κατώφλι ενός σπιτιού, πάνω στη στιγμή που άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις του. Τα χέρια του Ζώπυρου δίστασαν ελάχιστα μπροστά στο βλέμμα του βασιλιά, παρ'όλα αυτά κατέβηκαν χτυπώντας τον αδέξια στο σαγόνι. Έτσι τον αποκεφάλισε αργά και με δυσκολία.

Τότε ο γιος και διάδοχος του βασιλιά Αντίγονου, ο Αλκυονεύς, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του νεκρού, άρπαξε ο ίδιος το κεφάλι και θριαμβευτικά το εναπόθεσε μπροστά στα πόδια του πατέρα του. Ωστόσο ο Αντίγονος, βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα, άρπαξε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά και να διώχνει το γιο του, αποκαλώντας τον άξεστο και βάρβαρο. Κατόπιν ξέσπασε σε λυγμούς ενθυμούμενος τις κακοτυχίες του πατέρα του, Δημητρίου, και του παππού του, Αντίγονου.

Κατόπιν διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του εχθρού του για την τελετή της ταφής και για την καύση. Όταν λίγο αργότερα ο Αλκυονεύς βρήκε τον Έλενο καταπτοημένο και φτωχοντυμένο, του φέρθηκε φιλάνθρωπα και τον οδήγησε μπροστά στον πατέρα του. Ευχαριστημένος ο Αντίγονος αυτή τη φορά επαίνεσε το γιο του, επισημαίνοντας δε πως έπρεπε να του είχε δώσει καλύτερα ρούχα. Ύστερα, φρόντισε τον Έλενο, του έδωσε τα λείψανα του Πύρρου για να τα μεταφέρει στην πατρίδα τους και φέρθηκε με επιείκεια στους φίλους του Πύρρου, όντας πια κύριος του στρατοπέδου του και όλης της δύναμης


Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε.