Αναστάσιος Ταρενίδης
Φιλόλογος
Φιλόλογος
Λοιπόν ήταν ανήκουστο! Σε εκείνη την μεγάλη πόλη, την κατάμεστη από κόσμο εν όψει των Χριστουγέννων, -κανείς μα κανείς δεν είχε παρατηρήσει και δεν είχε αντιληφθεί, πως στην κεντρική πλατεία, την καθ' όλα τέλεια διακοσμημένη και στολισμένη, την κατάλληλα φωταγωγημένη και προετοιμασμένη με την ειδική μουσική μπάντα για...
το εορταστικό ρεπερτόριο και τους χριστουγεννιάτικα ντυμένους χορευτές, -ουδείς δεν είχε καταλάβει πως παρ’ όλα αυτά, έλειπε κάτι αρκετά σημαντικό για τη συγκεκριμένη γιορτή!
Μέσα στη μικρή φάτνη, ανάμεσα από τα ζώα και τα ψεύτικα άχυρα, ο Ιωσήφ και η Μαρία στέκονταν πάνω από το αυτοσχέδιο αχυρένιο κρεβατάκι, κοιτάζοντας στοργικά το...Τίποτα! Ναι! απίστευτο κι όμως κανείς από τους δημότες δεν είχε φαίνεται προσέξει ή δεν είχε ενδιαφερθεί για το τί απέγινε τελικά το θείο βρέφος! για το αν αυθαίρετα το πήρε κανείς ή για το αν όντως είχε τοποθετηθεί εξ αρχής! Εν πάση περιπτώσει, η εικόνα ήταν οικτρή από μόνη της και η παρέα παιδιών που το παρατήρησε, ίσως όχι τόσο από ευαισθησία και ευλάβεια όσο από περιέργεια και βαρεμάρα, αποφάσισε να κινητοποιηθεί για αυτό το ζήτημα. Το γράψαν στη σχολική εφημερίδα, το ανέβασαν στο διαδίκτυο, το κυκλοφόρησαν στον τοπικό τύπο, μέχρι που... το ζήτημα πήρε πια μεγάλες διαστάσεις! Σε λίγο όλη η πόλη μιλούσε για την «κενή φάτνη» το «κλεμμένο» ή το «ανύπαρκτο βρέφος» που σαν ντροπή της πόλης έδινε ένα μαύρο χρώμα στο φόντο των εορτών, μα κι ένα κωμικό τόνο και μια διάθεση αυτοσαρκασμού που εν τέλει οδήγησε σε μια παραφιλολογία για κάμποσες μέρες σε εκείνη την πόλη.
Μέχρι και γκάλοπ έκαναν οι μαθητές, ρωτώντας τους περαστικούς τη γνώμη τους για το τι πιστεύουν ότι συνέβη με το θείο βρέφος λαμβάνοντας διάφορες απαντήσεις.
Ώσπου, εκεί που δεν το περιμένανε, λαμβάνουν την εξής απάντηση..: «Μα φυσικά και είναι ανύπαρκτο! Μόνο ανύπαρκτο θα μπορούσε να είναι! Μόνο έτσι βγαίνει νόημα! Γιατί ο Ύψιστος, όπου κι αν είναι -αν είναι- , για ποιο λόγο να έστελνε τον μονάκριβο γιό του, για να ταπεινωθεί και να εξευτελιστεί από ανθρώπους απείρως κατώτερούς του και που καμιά σωτηρία, καμιά μετάνοια δεν έμελλε να τους αλλάξει πλην μόνο μια φορά τον χρόνο να τον γεννάν, μία να τον σταυρώνουν και 1000 να τον φτύνουν! Όχι! αυτό ούτε ο χειρότερος πατέρας! Για αυτό, ανύπαρκτο! σίγουρα ανύπαρκτο! ποτέ δεν υπήρξε, κενή ήταν η φάτνη, αγέννητο το βρέφος, και τα υπόλοιπα μεταγενέστερα, επινοήματα δικά μας και προφάσεις για να αυτοσυγχωριόμαστε και να παρηγορούμαστε, ότι τάχα Εκείνος ασχολήθηκε κάποτε στα σοβαρά με εμάς...»
Πέρασαν και άλλες μέρες. Δεν άλλαξε κάτι. Ο Ιωσήφ και η Μαρία συνέχιζαν να κοιτάνε στοργικά το...Τίποτα! Σε αυτό το κατάλυμα που λέγεται Γη... «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι...».
Μέχρι και γκάλοπ έκαναν οι μαθητές, ρωτώντας τους περαστικούς τη γνώμη τους για το τι πιστεύουν ότι συνέβη με το θείο βρέφος λαμβάνοντας διάφορες απαντήσεις.
Ώσπου, εκεί που δεν το περιμένανε, λαμβάνουν την εξής απάντηση..: «Μα φυσικά και είναι ανύπαρκτο! Μόνο ανύπαρκτο θα μπορούσε να είναι! Μόνο έτσι βγαίνει νόημα! Γιατί ο Ύψιστος, όπου κι αν είναι -αν είναι- , για ποιο λόγο να έστελνε τον μονάκριβο γιό του, για να ταπεινωθεί και να εξευτελιστεί από ανθρώπους απείρως κατώτερούς του και που καμιά σωτηρία, καμιά μετάνοια δεν έμελλε να τους αλλάξει πλην μόνο μια φορά τον χρόνο να τον γεννάν, μία να τον σταυρώνουν και 1000 να τον φτύνουν! Όχι! αυτό ούτε ο χειρότερος πατέρας! Για αυτό, ανύπαρκτο! σίγουρα ανύπαρκτο! ποτέ δεν υπήρξε, κενή ήταν η φάτνη, αγέννητο το βρέφος, και τα υπόλοιπα μεταγενέστερα, επινοήματα δικά μας και προφάσεις για να αυτοσυγχωριόμαστε και να παρηγορούμαστε, ότι τάχα Εκείνος ασχολήθηκε κάποτε στα σοβαρά με εμάς...»
Πέρασαν και άλλες μέρες. Δεν άλλαξε κάτι. Ο Ιωσήφ και η Μαρία συνέχιζαν να κοιτάνε στοργικά το...Τίποτα! Σε αυτό το κατάλυμα που λέγεται Γη... «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι...».