(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Γιόρταζε η εκκλησιά, της Παναγιάς και γαρ, όλος ο τόπος γιορτάζει, και πώς αλλοιώς, μα ξεχωριστά γιορτάζει...
η εκκλησιά της Παναγιάς, ηλιοστάλακτε θρόνε, στο ορεινό χωριό, τι χωριό, τριάντα - σαράντα σπίτια, ανηφορίζαμε το βουνό, πανηγυριστές, το προς πρωί πρωί, αχάραγα, ο δρόμος φιδωτός, μας έφερνε όλο και ψηλότερα, η βλάστηση αλλάζει, οι πρίνοι και τα πεύκα της γειτονίας με τα πεδινά δίνουν την θέση τους στις οξιές, σε λίγο ανάμεσα στις οξιές έλατα , ο Ελύτης το είδε, το βίωσε, το έγραψε, τα θεμέλιά μου στα βουνά, τούτο το ορεινό χωριό καταφύγιο των Ρωμιών σε δύστηνους καιρούς, στους χρόνους της Τουρκιάς ιδρυμένο, πετρόχτιστο, μαστορική η δουλειά, πετράδες της Πίνδος οι μαστόροι, με ένα σφυρί κι ένα κοπίδι, κι ύστερα με το μυστρί και το σαούλι, πέτρα την πέτρα την τοιχοποιία, της ωραιότητας υπουργοί, ποιές τάχα σχολές αποφοίτησαν, δοκάρι το δοκάρι, σανίδι το σανίδι, πατώματα και κουφώματα, ταβανώματα και αξάτες, δίριχτες ή τετράριχτες οι σκεπές, πλάκα την πλάκα, σε ποιά πολυτεχνεία άραγες σπουδάσαν, μαστόροι της πέτρας , του καμαρωτού γιοφυριού, της πατροθεμελιωμένης εκκλησιάς, βασιλικού ρυθμού άλλοτες και με τρούλο άλλες, μαστόροι του περήφανου καμπαναριού, να ορθώνει το μπόι σε τούτες τις απάτητες βουνοκορφές, του σχολειού και της πλατέας, μαστόροι επιδέξιοι του καλντεριμιού, μαστόροι με σεβασμό στον άνθρωπο, μαστόροι με έγνοια γιά τον δημόσιο χώρο, μαστόροι της πέτρας κι η πέτρα της ομορφιάς στοιχείο , πέτρα την πέτρα η σύναξη, τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους, επιμένει ο Ελύτης, του Ρήγα του Φερραίου επόμενος, γιορτάζει η εκκλησιά, κι ανεβαίνουμε, όπως τότες οι κατατετρεγμένοι, κρυμμένοι σα λιοντάρια στους βράχους στα στενά, κοντεύουμε στο χωριό, Ξάγναντο, ορθρίζουμε όρθρου βαθέος, της Κυρά Παναγιάς η γιορτή, θεαρχίω νεύματι και γαρ, Ευλογητός ο Θεός, εκφωνεί ο γέροντας , ο παπά Λεωνίδας, τις Θερμοπύλες των βουνών κρατά, αντιλαλούνε οι χαράδρες, σημαίνει η καμπάνα, πανήγυρις, Ελπίς και γαρ υπάρχει απηλπισμένων,
εξάψαλμος από τον ψάλτη, αιγοπροβάτων ποιμήν, αμή και ψάλτης καλλίφωνος, αυθεντικός, καρδιακά να ψάλλεις έχει νόημα, άλλο το θεαθήναι τοις ανθρώποις, τούτοι ο βουνίσιοι ορθοί είναι, ίσιοι, ντόμπροι, ο τόπος είναι που πλάθει χαρακτήρες, την κουφότητα απεχθάνονται, τα ψευτίσματα, τον Κανόνα της γιορτής άρχισε ανεπιτήδευτα ,Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, τα ασημοκάντηλα αναμμένα, παλιά ασημοκεντημένα από Γιαννιώτες μαστόρους, της ευλαβείας των αγαπώντων την ευπρέπειαν αναθήματα, τα εικονίσματα του τέμπλου μαίστορος τεχνίτη της αγιογραφίας, τα χρώματα και το ύφος τους μαρτυρούν την εποχή που καλλιτεχνήθηκαν, του δέκατου έβδομου στα τέλη - αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα, η Ελλάδα που αντιστέκεται , η Ελλάδα που επιμένει κι όποιος δεν καταλαβαίνει, η πανήγυρις σήμερα των πανηγύρεων του καλοκαιριού, χτυπάει η δεύτερη καμπάνα , της Κοιμήσεως σήμερον της Θεοτόκου και της εις ουρανούς Μεταστάσεως, μας υπογραμμίζει ο Συναξαριστής, φάνηκε γελαζούμενο το φωτεινό φρύδι του ήλιου στην αψηλή βουνοκορφή, φωτίζει η πλαγιά, φωτίζουν οι ρεματιές, φωτίζουν οι οξιές, φωνή σήκωσε χαρούμενη η πέρδικα να αντιχαιρετίσει τις ηλιαχτίδες, γιομίζει η εκκλησιά σιγά σιγά, τα θεμέλιά μου στα βουνά, ψυχές τούτες αδάμαστες, δεν προσκύνησαν την αστυφιλία, την αντιπαροχή της καταστροφής του αστικού τοπίου, την θεοποίηση του πλαστικού, την ψευτιά του χορτασμού από το fast food, δεν συναλλάχτηκαν με τα καρκινογόνα της καλλιέργειας, με την επιδημία της κατάθλιψης, με την γελοιότητα γιαλαντζί πολιτικών, ψυχές πρωτινές, εκεί που μέριαζαν αρματωλοί και κλέφτες, εκεί που έστηνε το σκαμνί ο γέρο Κοσμάς κι ο Κατσαντώνης, δασκάλοι που επίγνωση του τι είχε τούτο το Γένος και τι έχει , διδάσκαλοι που μολογούσαν τό έχασε και τι του πρέπει , να στους Αίνους τώρα ο όρθρος , ο παπά Λεωνίδας θύμιασε την Υψηλοτέραν των ουρανών, στα στασίδια οι χωριανοί μα κι όσοι απ’ την Άρτα φτάσαν και το Αγρίνιο, από την κλεινή ποτέ των Αθηναίων Πόλη, μα κι απ’ το New York και το Chicago, η Κυρά προσκαλεί σε τούτη την γιορτή, η Κυρά Παναγιά , όλος ο τόπος γιορτάζει, όλος ο κόσμος πανηγυρίζει, Δεκαπενταύγουστος σήμερα, Πέποικιλμένη τη θεία δόξη η ημέρα, στο Δοξαστικό των Αίνων έφτασε ο Όρθρος, παπαδιαμαντικώ των ήθει ο ψάλτης, Τη αθανάτω Σου Κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτηρ της ζωής , νεφέλαι, νεφέλαι τους Αποστόλους τότες , συνήγαγον, ώσπερ και ημάς την σήμερον, εν όρει υψηλώ, νεφέλαι τους Αποστόλους ήρπαζον κοσμικώς διεσπαρμένους, και στο Ξάγναντο, οι ξενιτεμένοι του, οι κοσμικώς διεσπαρμένοι, σύναξη ποιούντες, στην Λειτουργία συναθροίζονται, τούτη η μάζωξη , Ευλογημένη νά ‘ναι στην Βασιλεία του Θεού , τι πορεία στους αιώνες, σύναξη οδοιπορούντων, οδοιπορούντες οδοιπορήσαμε, τραχεία η οδός στις ερήμους της ιστορίας, στενή η οδός της ωραιότητας, ανωφερές το καλντερίμι της ποιότητας, της ανθρώπινης συνάντησης , πολλώ μάλλον της θεανθρώπινης, κάτω από τον γέρο πλάτανο ύστερα που θ’ αντιδωρίσουμε ο καφές, φωτεινά πρόσωπα, των Ελλήνων οι Κοινότητες, κι ύστερα μια ρακή , ίσαμε που να ετοιμαστούν τα όργανα, κι άλλη μιά, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες , Θεοτόκε, ούτε κι εμάς, κι ας πλέουμε εν τω πελάγει των θλίψεων, ου κατέλιπες κι ας ξεμείναμε από καπεταναραίους, λαός καθήμενος εν σκότει, σήκωσε φωνή το κλαρίνο, έστησε αυτί ο γεροπλάτανος, στήλες το κορμί του, σήκωσε φωνή το κλαρίνο αντιλάλησαν οι χαράδρες κι οι ρεματιές, φαίδρυνε την όψη της η οξιά, αναγάλλιασαν οι έλατοι κι οι κέδροι, όρη τα υψηλά τοις ελάφοις, και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, στο χοροστάσι τώρα, το νταούλι κρατά τον ρυθμό , το μαντήλι να κρατάς γερά στον τσάμικο, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, χρόνια πολλά, Κυρά Παναγιά , βοηθός και ρύστις, κι ας μας δοκιμάζει χειμέριος κλύδων, στην πολιτική και στην οικονομία κι φουσκώνει αντάρα ένα γύρο μας, κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν όλοι οι τρελοί του κόσμου και στρατήγεψαν, σάματις δεν μας είχε προϊδεάσει ο ποιητής, το κλαρίνο, οξύλαλο και ηδύμολπο, του χορού τα βήματα δίνει, πανηγυριστές εμείς, τότες και τώρα, ου κατέλιπες τον κόσμον, Υπέρμαχος και γαρ, στο πιάτο ένας μεζές ψητός , στην ευρυχωρία των οριζόντων, ο χορός κυκλικός , τούτη την συνάντηση να υπογραμμίζει, των συναχθέντων διασκορπισμένων των Ρωμιών , όπως οι Απόστολοι, νεφέλαι συνήγαγον, εις πολλά έτη, αδέρφια,
βοήθειά μας η Ηλιοστάλακτη,,
βοήθειά μας η Ηλιόκαλη,
εξάψαλμος από τον ψάλτη, αιγοπροβάτων ποιμήν, αμή και ψάλτης καλλίφωνος, αυθεντικός, καρδιακά να ψάλλεις έχει νόημα, άλλο το θεαθήναι τοις ανθρώποις, τούτοι ο βουνίσιοι ορθοί είναι, ίσιοι, ντόμπροι, ο τόπος είναι που πλάθει χαρακτήρες, την κουφότητα απεχθάνονται, τα ψευτίσματα, τον Κανόνα της γιορτής άρχισε ανεπιτήδευτα ,Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, τα ασημοκάντηλα αναμμένα, παλιά ασημοκεντημένα από Γιαννιώτες μαστόρους, της ευλαβείας των αγαπώντων την ευπρέπειαν αναθήματα, τα εικονίσματα του τέμπλου μαίστορος τεχνίτη της αγιογραφίας, τα χρώματα και το ύφος τους μαρτυρούν την εποχή που καλλιτεχνήθηκαν, του δέκατου έβδομου στα τέλη - αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα, η Ελλάδα που αντιστέκεται , η Ελλάδα που επιμένει κι όποιος δεν καταλαβαίνει, η πανήγυρις σήμερα των πανηγύρεων του καλοκαιριού, χτυπάει η δεύτερη καμπάνα , της Κοιμήσεως σήμερον της Θεοτόκου και της εις ουρανούς Μεταστάσεως, μας υπογραμμίζει ο Συναξαριστής, φάνηκε γελαζούμενο το φωτεινό φρύδι του ήλιου στην αψηλή βουνοκορφή, φωτίζει η πλαγιά, φωτίζουν οι ρεματιές, φωτίζουν οι οξιές, φωνή σήκωσε χαρούμενη η πέρδικα να αντιχαιρετίσει τις ηλιαχτίδες, γιομίζει η εκκλησιά σιγά σιγά, τα θεμέλιά μου στα βουνά, ψυχές τούτες αδάμαστες, δεν προσκύνησαν την αστυφιλία, την αντιπαροχή της καταστροφής του αστικού τοπίου, την θεοποίηση του πλαστικού, την ψευτιά του χορτασμού από το fast food, δεν συναλλάχτηκαν με τα καρκινογόνα της καλλιέργειας, με την επιδημία της κατάθλιψης, με την γελοιότητα γιαλαντζί πολιτικών, ψυχές πρωτινές, εκεί που μέριαζαν αρματωλοί και κλέφτες, εκεί που έστηνε το σκαμνί ο γέρο Κοσμάς κι ο Κατσαντώνης, δασκάλοι που επίγνωση του τι είχε τούτο το Γένος και τι έχει , διδάσκαλοι που μολογούσαν τό έχασε και τι του πρέπει , να στους Αίνους τώρα ο όρθρος , ο παπά Λεωνίδας θύμιασε την Υψηλοτέραν των ουρανών, στα στασίδια οι χωριανοί μα κι όσοι απ’ την Άρτα φτάσαν και το Αγρίνιο, από την κλεινή ποτέ των Αθηναίων Πόλη, μα κι απ’ το New York και το Chicago, η Κυρά προσκαλεί σε τούτη την γιορτή, η Κυρά Παναγιά , όλος ο τόπος γιορτάζει, όλος ο κόσμος πανηγυρίζει, Δεκαπενταύγουστος σήμερα, Πέποικιλμένη τη θεία δόξη η ημέρα, στο Δοξαστικό των Αίνων έφτασε ο Όρθρος, παπαδιαμαντικώ των ήθει ο ψάλτης, Τη αθανάτω Σου Κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτηρ της ζωής , νεφέλαι, νεφέλαι τους Αποστόλους τότες , συνήγαγον, ώσπερ και ημάς την σήμερον, εν όρει υψηλώ, νεφέλαι τους Αποστόλους ήρπαζον κοσμικώς διεσπαρμένους, και στο Ξάγναντο, οι ξενιτεμένοι του, οι κοσμικώς διεσπαρμένοι, σύναξη ποιούντες, στην Λειτουργία συναθροίζονται, τούτη η μάζωξη , Ευλογημένη νά ‘ναι στην Βασιλεία του Θεού , τι πορεία στους αιώνες, σύναξη οδοιπορούντων, οδοιπορούντες οδοιπορήσαμε, τραχεία η οδός στις ερήμους της ιστορίας, στενή η οδός της ωραιότητας, ανωφερές το καλντερίμι της ποιότητας, της ανθρώπινης συνάντησης , πολλώ μάλλον της θεανθρώπινης, κάτω από τον γέρο πλάτανο ύστερα που θ’ αντιδωρίσουμε ο καφές, φωτεινά πρόσωπα, των Ελλήνων οι Κοινότητες, κι ύστερα μια ρακή , ίσαμε που να ετοιμαστούν τα όργανα, κι άλλη μιά, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες , Θεοτόκε, ούτε κι εμάς, κι ας πλέουμε εν τω πελάγει των θλίψεων, ου κατέλιπες κι ας ξεμείναμε από καπεταναραίους, λαός καθήμενος εν σκότει, σήκωσε φωνή το κλαρίνο, έστησε αυτί ο γεροπλάτανος, στήλες το κορμί του, σήκωσε φωνή το κλαρίνο αντιλάλησαν οι χαράδρες κι οι ρεματιές, φαίδρυνε την όψη της η οξιά, αναγάλλιασαν οι έλατοι κι οι κέδροι, όρη τα υψηλά τοις ελάφοις, και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, στο χοροστάσι τώρα, το νταούλι κρατά τον ρυθμό , το μαντήλι να κρατάς γερά στον τσάμικο, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, χρόνια πολλά, Κυρά Παναγιά , βοηθός και ρύστις, κι ας μας δοκιμάζει χειμέριος κλύδων, στην πολιτική και στην οικονομία κι φουσκώνει αντάρα ένα γύρο μας, κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν όλοι οι τρελοί του κόσμου και στρατήγεψαν, σάματις δεν μας είχε προϊδεάσει ο ποιητής, το κλαρίνο, οξύλαλο και ηδύμολπο, του χορού τα βήματα δίνει, πανηγυριστές εμείς, τότες και τώρα, ου κατέλιπες τον κόσμον, Υπέρμαχος και γαρ, στο πιάτο ένας μεζές ψητός , στην ευρυχωρία των οριζόντων, ο χορός κυκλικός , τούτη την συνάντηση να υπογραμμίζει, των συναχθέντων διασκορπισμένων των Ρωμιών , όπως οι Απόστολοι, νεφέλαι συνήγαγον, εις πολλά έτη, αδέρφια,
βοήθειά μας η Ηλιοστάλακτη,,
βοήθειά μας η Ηλιόκαλη,
πανήγυρη επιτελούμε στης διαχρονίας μας
το χοροστάσι,
έγνοια μας,
στο κατάρτι μας ο Ήλιος ο Ηλιάτορας !
Αγάλλεσθε ευφραινόμενοι !
Και τ’ χρόν’ , αδέρφια ,
και τ’ χρόν’ !