Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Αιωνία του η μνήμη...

+
5634
Ούνοι, Γότθοι, Βησιγότθοι, Τάταροι. Άγριες, πολεμικές φυλές που η μόνη ασχολία τους ήταν να εποφθαλμιούν τα αγαθά και την ευζωΐα των άλλων λαών και... 

 
να γράφουν αιματηρές σελίδες ιστορίας με αρπαγές, φόνους και λεηλασίες.
Φυλές που άφησαν πίσω τους στάχτες, και θανατο.

Αλλά όποιες κι αν ήταν οι καταστροφές αυτές των βαρβαρότερων στοιχείων που τρομοκρατούσαν κάποτε τις χώρες, ωχριούν μπροστά στην αιμοβόρα θηριωδία των Τούρκων, με τις ανατριχιαστικιές ωμότητες και τις απάνθρωπες, φρικιαστικές τακτικές που εφήρμοσαν προκειμένου να ξερριζώσουν δυόμιση εκατομμύρια Ελλήνων από τα πατρογονικά τους.

Μέσα σε μόλις 36 ημέρες, οι απόπατοι του Κεμάλ απλώνουν την φρικαλεότητά τους όλη στο διαμάντι του ελληνισμού και σκορπάνε τον θάνατο, τον πιο απάνθρωπο, τον πιο ελεεινό θάνατο που μπορεί να ανταμώσει μια ψυχή.

Η αρχή της μεγάλης τραγωδίας αποτελεί το μαρτύριο του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου.

Σάββατο, 27 Αυγούστου 1922.
Ο Νουρεντίν πασάς εισέρχεται θριαμβευτικά στη Σμύρνη, ανακυρήσσεται Βαλής (Νομάρχης) και ευθύς καλεί τον Ιεράρχη στο κονάκι. Ο Χρυσόστομος αποδέχεται την πρόσκληση. Καθώς εισέρχεται στην αίθουσα του Βαλή, αυτός αναπηδάει απ'τη θέση του και με ύβρεις και προπηλακισμούς καλεί τον τουρκικό όχλο, τον χυδαιότερο και ρακένδυτο όχλο των τουρκομαχαλάδων και τον παραδίδει σε αυτούς όπως ο Πιλάτος τον Χριστό.

"Εγώ, ο επίσημος εκπρόσωπος του κράτους και του στρατού, δε θέλω να τιμωρήσω αυτόν τον προδότη και κακούργο. Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον!"

Ο μαινόμενος όχλος τραβολογάει τον Δεσπότη σε ένα καφενείο έναντι του Μπεϋλέρ Σοκάκ, το οποίο είναι υπερπλήρες από κόσμο που αναμένει με λύσσα το θύμα του. Σε αυτό το λαϊκό δικαστήριο προεδρεύει ένας μπαρμπέρης τουρκοκρητικός Αλή Νταή Μεμετάκη, ένας χυδαίος και μυσαρός τύπος, ο οποίος διατάζει τον όχλο να μην πειράξει τον Δεσπότη. Η σφαγή θα γίνει σε άλλο σημείο...

Ο Μητροπολίτης, μεταφέρεται στο Ισκη-Τσεσμελικ. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι και χανούμισσες, τουρκόπαιδες και στρατιωτικοί παντός βαθμού και παντός όπλου, είναι οι αγωνιώδεις θεατές του φρικιαστικού μαρτυρίου. Από παντού ακούγεται μια φοβερή βοή κραυγών, ιαχών και ύβρεων. Πραγματικό πανδαιμόνιο. Σωστή κόλαση. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος στέκεται στο μέσο. Τα ράσα του είναι ξεσκισμένα και το πρόσωπό του καθημαγμένο.
Του βγάζουν με ξιφολόγχη τα μάτια, του κόβουν τ’ αυτιά και τη γλώσσα. Τον σέρνουν από τα γένεια και τα μαλλιά.
Από καιρού σε καιρό, όταν ο ίδιος μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του.
Ο μπαρμπέρης, κρίνει σωστό να ρητορέψει για να φανατίσει περισσότερο τον όχλο. Πριν τελειώσει, οι Τούρκοι στρατιώτες αρχίζουν να κεντούν με τις ξιφολόγχες τους το σώμα του Ιεράρχη. Οι χαμάληδες τον τρυπούν με τους γάντζους τους, ενώ μερικοί καϊκτσήδες και αραμπατζήδες αφαιρούν από τα θυλάκιά του ό,τι πολύτιμο του έχει μείνει. Κάποιες χανούμισες τον φτύνουν στο πρόσωπο. Ένας στραγαλατζής, έχει καρφώσει λίγα καρφια στην άκρη μιας ράβδου και του κεντάει το άγιο σώμα του, κάνοντάς τον να κινείται σπασμωδικά δεξιά κι αριστερά.

Όμως, ο Δεσπότης στέκει πραγματικός περιφρονητής του μαρτυρίου του. Ούτε μια φωνή οδύνης δε ξεφεύγει απ'τα χείλη του. Και το πρόσωπό του δεν κάνει ούτε έναν μορφασμό.

Ένας από τους κακούργους, δένει από τα πίσω πόδια έναν πελώριο γάτο Άγκυρας και τον πλησιάζει πάνω από την κεφαλή του Χρυσοστόμου. Το ζώο λυσσώντας και ουρλιάζοντας, πλησιάζει τα μαλλιά του Μάρτυρα και μπήγει τα νύχια του μέσα στο κρανίο του. Τη στιγμή εκείνη όμως, ο μπαρμπέρης θέλοντας να κρατήσει τα πρωτεία της σφαγής του Δεσπότη, βγάζει το ξυράφι του και του κόβει τον λαιμό σε διάφορα σημεία. Πενήντα δήμιοι οπλισμένοι με καθε λογής φονικό όπλο, πέφτουν τότε εναντίον του Χρυσοστόμου και συμπληρώνουν το έργο του μπαρμπέρη. Ο Ιεράρχης κυλιέται αιμόφυρτος μέσα στη λίμνη του αίματός του. Αλλά και τότε τα σιχάματα αυτά δεν ικανοποιήθηκαν. Πλησιάζουν με μαχαίρια και αφού κατακρεουργούνε το σώμα του, το διαμελίζουν μαζί με κομμάτια μαύρου ράσου και τα διαπομπεύουν στα σοκάκια των τούρκικων συνοικιών επί δύο μέρες.
Ένα τεμάχιο ποδός με ένα κομμάτι μαύρο ράσο, βρέθηκε την επομένη στο δρόμο προς το Δαραγάτς.
Αυτό ήταν το τελευταίο λείψανο του Αγίου της Σμύρνης που τελικά κι αυτό χάθηκε.

Η κεμαλική τουρκική δημοκρατία “γεννιόταν” με τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να “γεννηθεί”: με φρίκη και αίμα.

Το μοναδικό φταίξιμο του Ιεράρχου ήταν ότι ήταν ένας Έλλην με μεγάλο πατριωτισμό και ευγλωττία που επιθυμούσε την πρόοδο της φυλής του και εργαζόταν για το σκοπό αυτό.
O ταπεινός τη καρδία, ο πράος και υπομονετικός εργάτης της αρετής, ο ανυπόκριτος και ακέραιος, ο αμνησίκακος και ατρόμητος υπερασπιστής του δικαίου, ο φλογερός επαναστάτης του Έθνους και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας χάνεται.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, παραδίδει την ψυχή του στον Δημιουργό των Πάντων. Το σώμα του δεν ενδύεται με κάποια μεγαλοπρεπή αρχιερατική στολή, η κεφαλή του δεν καλύπτεται με μίτρα επισκοπική, το στήθος του δε στολίζεται με αδαμαντοκόλλητο εγκόλπιο. Όμως η ψυχή του είναι στολισμένη με τα πολυτιμότερα των πολυτίμων στολίδια ακτινοβολώντας στους αιώνες όλα εκείνα τα τιμαλφή που πάντα παίρνει μαζί της μια αληθινά ελληνική ψυχή, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και τη λεβεντιά.

Αιωνία του η μνήμη...

Β.Β.