Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Ο Επαμεινώνδας και η στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης


Ο Επαμεινώνδας (420-362 π.Χ.) γεννήθηκε στη Θήβα και θεωρείται ως ο πιο σημαντικός στρατιωτικός και πολιτικός της ηγέτης
 
Όταν το 382 π.Χ. η πατρίδα του καταλήφθηκε από...  

 
τους Σπαρτιάτες, ο Επαμεινώνδας εργάστηκε μυστικά για την απελευθέρωσή της.

Στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) νίκησε τους Σπαρτιάτες χάρη στη στρατιωτική του μεγαλοφυΐα και στην τακτική της «λοξής φάλαγγας», που για πρώτη φορά εφάρμοσε.

Στην τακτική αυτή η κύρια δύναμη εφαρμοζόταν στο αριστερό της παράταξης και έφερνε σε δύσκολη θέση τον αντίπαλο, που κρατούσε τις ασπίδες με το αριστερό χέρι.

Ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Κλεόμβροτος σκοτώθηκε και οι Θηβαίοι υποκίνησαν τις υποδουλωμένες στους Σπαρτιάτες πόλεις ν’ αποτινάξουν το ζυγό.

Στην επιστροφή του στη Θήβα καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί είχε διατηρήσει το αξίωμά του περισσότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν. Ο Επαμεινώνδας δέχτηκε την ποινή αλλά ζήτησε να γραφτεί ότι το έκανε για να εκδιώξει τους Σπαρτιάτες. Ύστερα από αυτό απαλλάχτηκε των κατηγοριών.

Ο Θηβαϊκός στρατός κινήθηκε στην Πελοπόννησο και οργάνωσε τους Μεσσήνιους και τους Αρκάδες.

Εν τω μεταξύ, κατασκεύασε ισχυρό στόλο και απομάκρυνε τους Αθηναίους από τη Χίο, τη Ρόδο και το Βυζάντιο, δημιουργώντας μια μεγάλη βοιωτική δύναμη, για την αντιμετώπιση της οποίας οι λοιποί Έλληνες συνασπίστηκαν. Στη συμμαχία αυτή βρέθηκαν οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι και οι Μαντίνειοι.

Ο Επαμεινώνδας, για να τους αντιμετωπίσει, σκέφτηκε να οργανώσει εκστρατεία στην Πελοπόννησο για να προσβάλει τον ισχυρότερο εξ αυτών, τους Σπαρτιάτες.

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι πριν από την πολεμική σύγκρουση, στη φάση της κρίσης, είχε εφαρμόσει την κυριότερη αρχή του πολέμου, αυτήν της οικονομίας δυνάμεων, προκειμένου να μειώσει τις αντιστάσεις για να έχει το πλεονέκτημα της ευνοϊκής αναλογίας δυνάμεων με το μέρος του.

Η μάχη δόθηκε στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), κατά την οποία οι Θηβαίοι νίκησαν το στρατό των 23.000 Σπαρτιατών.

Ο Επαμεινώνδας όμως πληγώθηκε από ακόντιο, το οποίο, όταν έμαθε τη νίκη των Θηβαίων, έβγαλε και ξεψύχησε. Θάφτηκε στο μέρος της μάχης και η πατρίδα του τον τίμησε.

Παρ’ όλα αυτά, η Θήβα μετά το θάνατό του δεν μπόρεσε να διατηρήσει το μεγαλείο της.

Η φυσιογνωμία του Επαμεινώνδα έμεινε στην παγκόσμια ιστορία για τις ηγετικές και κυρίως τις στρατιωτικές της ικανότητες.

Η τακτική της φάλαγγας από τον Όμηρο έως σήμερα

Πρώτος ο Ομηρος χρησιμοποίησε τον όρο «φάλαγξ» για να περιγράψει κάτι σαν την οργανωμένη παράταξη μάχης. Ο Όμηρος επικεντρώνεται στις μονομαχίες των ηρώων. Η μονομαχία γίνεται συνήθως πριν από την παράταξη και τη σύγκρουση των αντίπαλων δυνάμεων. Είναι η πρωταρχική σύγκρουση του ατομικού στοιχείου πριν από το συλλογικό.

Οι συγκρούσεις των συνόλων γίνονται με τη μορφή του «ωθισμού». Κυριαρχεί η μετωπική αντιπαράθεση και τα στοιχεία που διακρίνονται είναι ο ατομικός ηρωισμός και η σωματική ρώμη. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται η πανουργία και η πρωτοτυπία, η οποία επιβραβεύεται και αποδεικνύεται αποτελεσματική (Δούρειος Ίππος).

Από τον 7ο π.Χ. αιώνα γίνεται χρήση της ασπίδας με λαβή, με την ολοκληρωμένη μορφή που την ξέρουμε, και τότε εφαρμόζεται η νέα μορφή μάχης, με οργανωμένη παράταξη (φάλαγξ) και με νέα πολεμική τέχνη. Με τις νέες τεχνικές που επιβλήθηκαν από την εφεύρεση των νέων μέσων (ασπίδα, πανοπλία), δημιουργείται ένα σχεδόν αδιαπέραστο τείχος πίσω από τις ασπίδες, από το οποίο προβάλλονταν μόνο τα δόρατα.

Κάθε οπλίτης προστάτευε με την ασπίδα του το μισό εαυτό του (αριστερό) και το μισό του διπλανού του οπλίτη (δεξιό).

Καθένας ήταν υπεύθυνος για τη διαφύλαξη της αντοχής του τείχους και την ασφάλεια των υπολοίπων.

Το βάθος ήταν τουλάχιστον τέσσερις σειρές, ώστε αν έσπαγε η πρώτη, να κρατούν οι λοιπές. Για τη διατήρηση του σχηματισμού της παράταξης απαιτούνταν η καλλιέργεια των πολεμικών αρετών της πειθαρχίας και της αλληλεγγύης και η διαρκής εκγύμναση του σώματος.

Υπάρχουν βέβαια και οι κοινωνικοί λόγοι που συνέτειναν στην αντικατάσταση των ατομικών μονομαχιών, που προέρχονταν κυρίως από την εποχή της αριστοκρατίας, με την είσοδο της μεσαίας τάξης, που επέβαλε την τακτική των οργανωμένων παρατάξεων και της φάλαγγας.

Με παρόμοιο τρόπο, την εποχή του Μεσαίωνα, η αγγλική αστική τάξη συνέτεινε στη δημιουργία των τοξοτών, που νίκησαν στη μάχη του Azincourt τους Γάλλους ιππότες. Όπως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση η κατασκευή του πολυβόλου και στη συνέχεια του άρματος μάχης έδωσαν στο πεδίο της μάχης την πρωτοβουλία σ’ αυτούς που συνδύασαν την ατομικότητα και τη χρήση της τεχνολογίας και απελευθέρωσαν το στρατιώτη από τη στατική σκέψη και το στατικό χαράκωμα, δίνοντάς του την ελευθερία του ελιγμού. Στις περιγραφές των μαχών του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, το κέντρο της παράταξης είναι ασθενέστερο, ενώ στο δεξιό κέρας τοποθετούνται οι γενναιότεροι.

Μπροστά πηγαίνουν οι νεότεροι ενώ πίσω οι μεγαλύτεροι και πλέον σώφρονες, για να δίνουν οδηγίες στους νεότερους.

Η στρατιωτική δύναμη μπορούσε να κινηθεί από το σχηματισμό πορείας στο σχηματισμό της φάλαγγας και στη συνέχεια στην αλλαγή μετώπου δεξιά – αριστερά ή στα νώτα. Στον Μαραθώνα και δέκα χρόνια αργότερα στις Πλαταιές αποδείχτηκε η ανωτερότητα της φάλαγγας, με την πιο ευέλικτη μορφή της, απέναντι στον περσικό στρατό, που περιείχε πεζούς, ιππικό και τοξότες, αλλά τοποθετημένους με δομή τέτοια που δεν επέτρεπε τη δυνατότητα ελιγμών και την πλήρη χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων των όπλων.

Αυτό απηχούσε την ολοκληρωτική αντίληψη των Περσών και την έλλειψη ελευθερίας του προσωπικού τους. Το ασθενές κέντρο απορρόφησε την εχθρική επίθεση και η νίκη επετεύχθη από την πίεση των πλευρικών δυνάμεων, που εγκλώβισαν και κατέστρεψαν τη μεγαλύτερη δύναμη του εχθρού.

Στην πρώτη μάχη της Μαντίνειας (418 π.Χ.) αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους (Αργείοι, Μαντινείς, Αρκάδες) και από την άλλη πλευρά οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες. Για πρώτη φορά βλέπουμε διαφοροποίηση της διάταξης μετά την έναρξη της μάχης. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) αρχίζει η αντιπαράθεση των Βοιωτών με τους Σπαρτιάτες.

Η σπαρτιατική τακτική βασίζεται στην ανάπτυξη των δυνάμεων της φάλαγγας σε πλάτος και με μικρό βάθος, που επιτρέπει τους ελιγμούς και την κύκλωση των πλευρών και νώτων του αντιπάλου.

Οι Βοιωτοί στηρίζονται στη διάσπαση των εχθρικών γραμμών χάρη στη βαθιά τους παράταξη, που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τους 50 άντρες.

Στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) ο Επαμεινώνδας τοποθέτησε τα στρατεύματά του σε γωνιακή θέση σε σχέση με αυτά των Σπαρτιατών και ενίσχυσε το αριστερό άκρο του.

Οι Θηβαίοι διέσπασαν τις σπαρτιατικές γραμμές, τις περικύκλωσαν και νίκησαν. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’, που μικρός ήταν όμηρος στη Θήβα και γνώριζε προσωπικά τον Επαμεινώνδα, βελτίωσε τη λοξή φάλαγγα αυξάνοντας το βάθος από 8 σε 20 γραμμές και μεγαλώνοντας το μήκος του δόρατος από 2-3 σε 6 μέτρα (σάρισα).

Όταν άρχιζε η μάχη, η φάλαγγα σταθεροποιούσε την αντίπαλη παράταξη και το ιππικό προσπαθούσε να διασπάσει την εχθρική διάταξη και να προσβάλει τα νώτα του εχθρού και την επιμελητεία του.

Στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μακεδονική παραλλαγή της λοξής φάλαγγας. Στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.) ο Μ. Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τη φάλαγγα σε ευθεία γραμμή και το ιππικό με τον ίδιον ήταν στο δεξιό πλευρό.

Στις αδυναμίες του σχηματισμού της φάλαγγας ήταν το ασθενές δεξιό πλευρό, επειδή κρατούσαν τις ασπίδες με το αριστερό χέρι. Άλλη αδυναμία ήταν η ανάγκη μάχης μόνο σε πεδινό έδαφος, αλλιώς διασπείρονταν οι δυνάμεις και, τέλος, η υπερβολική κούραση των οπλιτών της πρώτης γραμμής στη διάρκεια πολύωρης μάχης. 





Η μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.)

Μετά τον τερματισμό του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 π.Χ., η Σπάρτη κατέλαβε τη Θήβα το 383 π.Χ. και εγκατέστησε υποτελές σ’ αυτήν καθεστώς. Η πόλη απελευθερώθηκε το 379 π.Χ. με τη βοήθεια των Αθηναίων και άρχισε να αναδιοργανώνει το στρατό της υπό την ηγεσία δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα.

Μπροστά στον κίνδυνο της ανερχόμενης βοιωτικής δύναμης, μια σπαρτιατική δύναμη υπό το βασιλιά Κλεόμβροτο προέλασε στη Βοιωτία και στρατοπέδευσε λίγα χιλιόμετρα από τη Θήβα, στα Λεύκτρα. Ο Επαμεινώνδας γνώριζε ότι είχε να αντιμετωπίσει υπέρτερο εχθρό αλλά έπεισε τους άντρες του ότι έπρεπε να δώσουν τη μάχη στο ανοιχτό πεδίο, μιας και γνώριζαν τη σπαρτιατική τακτική και τις αδυναμίες της από τις μάχες που είχαν λάβει χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

Η σχεδίαση της τακτικής αντιμετώπισης των Σπαρτιατών οφείλεται στη στρατιωτική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα και η οργάνωση στον Πελοπίδα, που τέθηκε επικεφαλής ενός επίλεκτου τμήματος 300 ανδρών, του Ιερού Λόχου. Ο Κλεόμβροτος τοποθέτησε τη δύναμή του σε σχηματισμό φάλαγγας με μορφή μισοφέγγαρου, με βάθος 12 άντρες, με τους πελταστές να καλύπτουν τα δύο πλευρά της παράταξης.

Ο Επαμεινώνδας κινήθηκε σε αντίθετη σχεδίαση και η τακτική του στηρίχτηκε σε δύο βασικές αρχές.

Η πρώτη αρχή ήταν ότι δύο φάλαγγες αντιμέτωπες καταλήγουν αναπόφευκτα στη σύγκρουση με τα δόρατα ή στην «ώθηση» με τις ασπίδες. Αν κάποιος ενισχύσει το βάθος της παράταξης, τότε έχει περισσότερες δυνατότητες να διεισδύσει στην εχθρική παράταξη και να τη διασπάσει.

Η δεύτερη αρχή στηρίζεται στη δυσκολία της φάλαγγας να διατηρηθεί με μέτωπο κατευθείαν μπροστά. Σε προηγούμενες μάχες παρατηρήθηκε ότι η φάλαγγα είχε την τάση να κινείται προς τα δεξιά, καθώς οι οπλίτες προσπαθούσαν να προστατευτούν καλυπτόμενοι από την ασπίδα του διπλανού τους οπλίτη. Έτσι, ο Επαμεινώνδας σχεδίασε μια λοξή φάλαγγα με το ισχυρό κέρας στο αριστερό και όχι στο δεξιό, όπως γινόταν μέχρι τότε.

Το αριστερό πλευρό θα κατέστρεφε το δεξιό του αντιπάλου, που συνήθως ήταν αυτό που επανδρωνόταν με τους γενναιότερους άντρες. Στη συνέχεια θα περνούσε στο πλευρό και στα νώτα του αντιπάλου, ενώ η κύρια βοιωτική δύναμη πλησίαζε και συγκρουόταν με το μέτωπο του αντιπάλου.

Ο Επαμεινώνδας έδωσε βάθος 50 αντρών στη φάλαγγά του και επειδή δεν είχε πολλούς οπλίτες τοποθέτησε τους πελταστές στο δεξιό, ενώ το ιππικό και ο Ιερός Λόχος τοποθετήθηκαν στο αριστερό.

Το ιππικό του Επαμεινώνδα συγκρούεται πρώτα με το σπαρτιατικό ιππικό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση και σκόνη μπροστά από τις αντίπαλες παρατάξεις. Αυτό ευνοούσε τη σφήνα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ο Επαμεινώνδας, καθώς η χαμηλή ορατότητα και η σύγχυση ευνοεί τον αιφνιδιασμό και τις ενέργειες των μικρότερων δυνάμεων εναντίον ισχυρότερων.

Ο Κλεόμβροτος κατάλαβε τον κίνδυνο και προσπάθησε να μεταφέρει δυνάμεις στο δεξιό του άκρο, αλλά η εμπλοκή του Ιερού Λόχου με τον Πελοπίδα δεν του άφησε περιθώρια άλλων ενεργειών. Σε λίγο όμως ο ίδιος ο Κλεόμβροτος σκοτώνεται και οι πελταστές των Σπαρτιατών καταστρέφονται από το θηβαϊκό ιππικό. Η σπαρτιατική παράταξη σπάει στο δεξιό της πλευρό και πλέον όλη η παράταξη υποχωρεί και καταδιώκεται προς το στρατόπεδό της, προτού ακόμη έρθει σε επαφή με την υπόλοιπη παράταξη των Θηβαίων και Βοιωτών.

Οι Σπαρτιάτες έχασαν 1.000 άντρες και οι Θηβαίοι 300. Στη μάχη αυτή κύριο στρατιωτικό ρόλο έπαιξε, εκτός της διάταξης της λοξής φάλαγγας, και η χρήση του Ιερού Λόχου, που ήταν μια επίλεκτη επαγγελματική δύναμη, ως αιχμή του δόρατος της δύναμης διείσδυσης.

Το σώμα αυτό, σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, είχε δημιουργηθεί για να χρησιμοποιείται ως εφεδρεία που θα επιτεθεί στον αντίπαλο όταν αυτός προσπαθήσει να επιχειρήσει την κύκλωση της φάλαγγας ή το ίδιο ως ισχυρή αιχμή, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Βασικό ρόλο έπαιξε και το ιππικό, που συνήθως χρησιμοποιούταν ως πλαγιοφυλακή αλλά στη συγκεκριμένη μάχη κινήθηκε ως εμπροσθοφυλακή, με αποστολή την παραπλάνηση, τη δημιουργία σύγχυσης και την καταδίωξη του εχθρού μετά τη διάρρηξη της διάταξής του. Η ήττα αυτή των Σπαρτιατών σήμανε την άνοδο της Θήβας και την αρχή του τέλους της ισχύος της Σπάρτης.




Η μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.)

Η Θήβα μετά τη μάχη των Λεύκτρων στράφηκε στην ίδια την Πελοπόννησο, όπου δημιούργησε την Αρκαδική Συμμαχία, ίδρυσε τη Μεγαλόπολη και ενίσχυσε τις πόλεις της Μεσσηνίας, προκειμένου να περισφίγξει την πόλη της Σπάρτης.

Αυτή τη φορά η Αθήνα υποστηρίζει τη Σπάρτη για να σταματήσει την άνοδο της Θήβας. Από την άλλη πλευρά, βασιλιάς της Σπάρτης ήταν ο Αγησίλαος, ικανότατος ηγέτης, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε εκστρατεύσει στη Μ. Ασία για να καταλάβει τις πόλεις που κατείχαν οι Πέρσες και είχε φτάσει μέχρι τη Λυδία.

Όταν έμαθε τις προετοιμασίες της Θήβας, επέστρεψε μέσα σε 30 ημέρες, συγκρούστηκε και νίκησε το θηβαϊκό στρατό στην Κορώνεια, ανάμεσα στην Κωπαΐδα και στον Ελικώνα.

Ο Επαμεινώνδας οδήγησε τις δυνάμεις της νεοσύστατης Αρκαδικής Συμμαχίας εναντίον της «παρθένας» Σπάρτης.

Απέφυγε τη σύγκρουση με τον Αγησίλαο και προσπάθησε να προσβάλει την ανοχύρωτη πόλη της Σπάρτης, κινούμενος μέσα από ορεινά δρομολόγια, στη μέση του χειμώνα, με τρεις ξεχωριστές αλλά συγκλίνουσες φάλαγγες, σε μια προσπάθεια να αναγκάσει τον εχθρό να διασπάσει τις δυνάμεις του.

Οι δυνάμεις του συνενώθηκαν στις Καρυές, 30 χιλιόμετρα πριν από τη Σπάρτη, κινήθηκαν εναντίον της από τα νώτα και προσπάθησαν να κινηθούν προς τη Σπάρτη με νυχτερινή επιχείρηση.

Ατυχώς γι’ αυτόν η κίνησή του προδόθηκε από ένα λιποτάκτη και δόθηκε χρόνος στους Σπαρτιάτες να αντιδράσουν. Το αθηναϊκό ιππικό προσπάθησε να τον σταματήσει δίνοντας χρόνο στον Αγησίλαο να ταχθεί μπροστά από τη Μαντίνεια, σε μια τοποθεσία πλάτους 800 μ.

Όταν έφτασε ο Επαμεινώνδας, έδωσε εντολή στα στρατεύματά του να αποθέσουν τα όπλα, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν θα έδινε μάχη εκείνη την ημέρα. Οι Σπαρτιάτες καθησύχασαν και τότε οι Θηβαίοι τους επιτέθηκαν. Η ειρωνεία είναι ότι το ίδιο τέχνασμα είχαν χρησιμοποιήσει οι Σπαρτιάτες στους Αιγός ποταμούς εναντίον των Αθηναίων το 405 π.Χ.

Το θηβαϊκό ιππικό και οι πελταστές επιτέθηκαν στα πλευρά των αντιπάλων και η ισχυρή αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων πρόσβαλε το δεξιό άκρο των Σπαρτιατών, όπως στα Λεύκτρα. Η σπαρτιατική παράταξη κατέρρευσε από τα χτυπήματα του θηβαϊκού ιππικού, που συνοδευόταν και από βοηθητικούς πεζούς αυτή τη φορά.

Τους Αθηναίους, που ήταν στο αριστερό κέρας, αδρανοποίησε βάζοντας απέναντί τους, σε κάτι λόφους, ιππικό και οπλίτες και έτσι δεν τόλμησαν να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες γιατί θα κινδύνευαν να προσβληθούν από τα νώτα.

Δυστυχώς ο Επαμεινώνδας, παρ’ ότι οδήγησε τα στρατεύματά του στη νίκη, τραυματίστηκε θανάσιμα και η Θήβα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τα αποτελέσματα της νίκης που κατέκτησε μέσα στον ίδιο το χώρο του αντιπάλου.

Η επικαιρότητα του Επαμεινώνδα

Ο Επαμεινώνδας στη συγχρονη διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες και πρωτοπόρους της στρατιωτικής τέχνης.

Για τα ελληνικά δεδομένα, στασιμότητα στο πεδίο της μάχης δεν υπήρχε ποτέ. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Ομηρικής εποχής, η πανουργία και η παραπλάνηση συνδυάζονταν με τα ατομικά ανδραγαθήματα.

Αργότερα, στη μάχη του Μαραθώνα, η φάλαγγα ήταν εύκαμπτη και έτσι εγκλώβισε τον αντίπαλο. Όμως ο Επαμεινώνδας ήταν αυτός που έδωσε ευελιξία στη στατική παράταξη και εφάρμοσε με τον καλύτερο τρόπο την αρχή της οικονομίας δυνάμεων.

Επεδίωκε τη διάρρηξη και διάσπαση της εχθρικής παράταξης και στη συνέχεια την εκμετάλλευση και καταδίωξη του αντιπάλου, με ισχυρή δύναμη, αφήνοντας την υπόλοιπη παράταξη με ισχνή διάταξη.

Την τακτική αυτή τηρούσε ακόμη και όταν η αναλογία δυνάμεων δεν ήταν με το μέρος του. Χρησιμοποίησε την παραπλάνηση και ενέργησε τη νύχτα προκειμένου να επιτεθεί στο ζωτικό χώρο του αντιπάλου (την ίδια τη Σπάρτη), άσχετα αν απέτυχε.

Η τακτική του βελτιώθηκε από τη μακεδονική σχολή και επηρέασε πολλά χρόνια αργότερα ακόμη και την πρωσική σχολή, με τη «λοξή διάταξη» του Φρειδερίκου.

Ο Άγγλος ιστορικός Liddell Hart τον θεωρεί ως έναν από τους κυριότερους εκφραστές της «στρατηγικής της έμμεσης προσέγγισης».

Ακόμη και στους σύγχρονους πολέμους είναι εμφανής ο επηρεασμός των σχεδιαστών των επιχειρήσεων από τον Επαμεινώνδα. Στον τελευταίο πόλεμο για την κατάληψη του Ιράκ θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η σχεδίαση ήταν παρόμοια με την εκστρατεία του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο και την προσπάθεια κατάληψης της Σπάρτης.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, στις στρατιωτικές σχολές δεν δίνεται η δέουσα προσοχή ούτε γίνεται η διδασκαλία που θα έπρεπε ή ακόμη δεν γίνεται καμιά αναφορά.

Το πρωτοπόρο πνεύμα του Επαμεινώνδα και η τακτική που εφάρμοσε θα μπορούσαν να ωθήσουν τη στρατιωτική τέχνη στη χώρα μας, στην πατρίδα του Επαμεινώνδα, ώστε να ξεφύγει από τη στασιμότητα των πρακτικών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως έγινε και με τις στρατιωτικές σχολές σκέψης των δυτικών χωρών πριν από αρκετά χρόνια.