Στην πρόσφατη συνέντευξή της, η Ευρωπαία Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, μιλώντας ‘‘έξω από τα δόντια’’ για την τραγωδία των Τεμπών, τόνισε με νόημα ότι ‘‘το οικονομικό έγκλημα και η διαφθορά μπορούν να σκοτώνουν’’ και έστειλε πανταχόθι ηχηρό μήνυμα λέγοντας ότι όσοι θέλουν ή σκοπεύουν να εμποδίσουν το έργο της και δη τολμώντας να την ….εκφοβίσουν(!) κιόλας, θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα.
Γιατί...
τα είπε όμως αυτά η κ. Κοβέσι; Και ποια σχέση μπορεί να έχει με τις δηλώσεις της το υπό των συγγενών αίτημα εκταφής απανθρακωμένων θυμάτων του δυστυχήματος και η ικανοποίησή του; Σχετίζεται το αίτημα εκταφής με ‘‘το οικονομικό έγκλημα και τη διαφθορά που σκοτώνουν’’; Τι θα αποδείξει η εκταφή των ανθρώπινων σωρών(;) και ποια η νομική και ουσιαστική σημασία της; Και είναι τούτο ένα αίτημα σπάνιο ή και έωλο ή, αντιθέτως, (ένα αίτημα) εκπορευόμενο από νομοθεσία πανευρωπαϊκού επιπέδου και σχετιζόμενη με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα;
Η δικογραφία ‘‘έκλεισε’’ και αναμένονται τα κλητήρια θεσπίσματα για τους κατηγορούμενους, αλλά, ωστόσο, οι συγγενείς των θυμάτων διαμαρτύρονταν ότι, για αυτούς που κάηκαν (όχι για αυτούς που σκοτώθηκαν από τη σύγκρουση των τρένων), δεν διερευνήθηκαν ουσιαστικά, με σκοπό την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας, τα ακριβή αίτια του θανάτου τους.
Τα ακριβή αίτια του θανάτου των ανθρώπων που κάηκαν ‘‘ζωντανοί’’ είναι μέγα ζήτημα και έπρεπε λογικά, νομικά και δεοντολογικά να αποτελεί, ευθύς εξαρχής, και τη ‘‘λυδία λίθο’’ της ανάκρισης. Και τούτο, διότι ακριβώς τα ευρήματα της εκταφής των πτωμάτων, επί του θεμελιώδους άξονα των δικαστικών ερευνών, δηλαδή επί της διερεύνησης των αιτιών του θανάτου των κεκαυμένων σωμάτων, θα έρχονταν να απαντήσουν και να διαλευκάνουν τα πάντα.
Η εκταφή, λοιπόν, έχει σημασία να συντελεστεί εκπληρώνοντας σωρευτικά, δηλαδή αθροιστικά, δύο ταυτόχρονα και αναγκαίες αλλά και ικανές συνθήκες για την αποκάλυψη της αλήθειας. Αφενός, εξυπηρετεί την ταυτοποίηση των νεκρών μέσω των εξετάσεων και της σύγκρισης του DNA μεταξύ των σωρών των θυμάτων και των συγγενών τους και αφετέρου με τις τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις θα μπορούσε να εξακριβωθεί, σχετικά γρήγορα και πάντως μια και καλή και δη με επιστημονική τεκμηρίωση, ποιο υλικό έκαψε ‘‘ζωντανούς’’ όσους επιβάτες του τρένου έχασαν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μάλιστα, έχει θέσει προϋποθέσεις, ‘‘ευρωπαϊκού βεληνεκούς’’ θα μπορούσε κάποιος να πει, για τα ζητήματα της εκταφής νεκρών, βασιζόμενο σε δύο ‘‘πυλωνικές’’ διατάξεις ουσίας, ήτοι το άρθρο 2 και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα στη ζωή, τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη, ανάμεσα στα οποία είναι και η Ελλάδα φυσικά, είναι υποχρεωμένα να διενεργούν, μέσω των αρμοδίων αρχών της συντεταγμένης πολιτείας τους, αποτελεσματική έρευνα (effective investigation) για θανάτους για τους οποίους μπορεί, εκ των περιστάσεων, να γίνεται επίκληση του άρθρου αυτού. Συνεπώς, το καθήκον έρευνας (duty to investigate) είναι εν προκειμένω πανευρωπαϊκή ‘‘δικαιϊκή και κατ’ επέκταση δικαιοδοτική σταθερά’’.
Από την άλλη, ερειδόμενο στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει νομολογήσει ότι καταρχάς η εκταφή θεωρείται για ένα πρόσωπο, ακόμη και μετά τον θάνατό του, ‘‘παρέμβαση’’, δηλαδή διείσδυση και ανάμιξη από την (όποια) κρατική αρχή στη σωματική ακεραιότητα (physical integrity) και στις πτυχές της πνευματικής ζωής του.
Υπό αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή την προσέγγιση του απόλυτου σεβασμού του ανθρώπινου όντος, ακόμη και όταν αυτό είναι νεκρό, η εκταφή, ως διενεργούμενη κατόπιν παραγγελίας της αρμόδιας κρατικής αρχής ‘‘πράξη σκοπούμενης αναγκαιότητας’’ πρέπει να στηρίζεται νομικά και να δικαιολογείται ουσιαστικά από την αρχή της αναλογικότητας (principle of proportionality).
Η εκταφή των σωρών, συνεπώς, πρέπει να είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και να είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό (legitimate aim pursued) για τον οποίο τελείται. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ (δείτε στο τέλος του κειμένου δύο χαρακτηριστικές παραγράφους, μεταφρασμένες από τα αγγλικά, από την ετυμηγορία του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Solska and Rybicka v Poland, 2018) λαμβάνει χώρα ‘‘στάθμιση των εννόμων αγαθών’’, δηλαδή κρίνεται η χρεία και η νομική ουσία της αναγκαιότητας εύρεσης και κατοχύρωσης αποδείξεων για ερευνώμενες πράξεις ποινικής απαξίας σε σχέση με την πιθανή βλάβη που μπορεί η εκταφή ενός νεκρού, ως ‘‘αναγκαία και ανάλογη μέθοδος’’ συλλογής αποδείξεων, να επιφέρει στη συναισθηματική και πνευματική κατάσταση της οικογένειας του νεκρού.
Έτσι, σε μια ήδη εκτυλισσόμενη ποινική διαδικασία, η εκταφή όχι μόνο δικαιολογείται αλλά επιβάλλεται όταν ad hoc απαιτούνται ιατροδικαστικές και γενετικές εξετάσεις ή άλλες επιστημονικές αναλύσεις στα λείψανα ενός αποθανόντος για τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης. Πάντως, όταν η εκταφή νεκρού αποφασίζεται από τον αρμόδιο εθνικό δικαστή, θα πρέπει να έχει σαφή νομική βάση και να διεξάγεται με τρόπο που να μη θίγει την αξιοπρέπεια του νεκρού και τα συναισθήματα των ζωντανών οικείων του.
Τι γίνεται, λοιπόν, στην προκείμενη περίπτωση; Στην προκείμενη περίπτωση, καταρχάς, οι συγγενείς όχι μόνο συγκατετίθεντο στην εκταφή των πτωμάτων (αυτών που κάηκαν) αλλά τη ζητούσαν από την αρχή επιμόνως, εναγωνίως και διαρκώς. Συνεπώς, στην υπόθεση των Τεμπών δεν απαιτούνταν διόλου οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί να προβούν στην παραπάνω, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ‘‘στάθμιση των εννόμων αγαθών’’, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, προκειμένου να δώσουν άδεια εκταφής.
Στην προκείμενη περίπτωση, επίσης, η ελληνική ποινική δικονομία ‘‘επέβαλε’’ στους δικαστές της υπόθεσης ευθύς εξαρχής να διατάξουν άμεσα και από τις πρώτες στιγμές, όχι μόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος των συγγενών των θυμάτων, αλλά και αυτεπαγγέλτως την εκταφή των κεκαυμένων σωρών. Υπάρχει νομικός στη χώρα που μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό;
Κατά το άρ. 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), σκοπός της κύριας ανάκρισης, άρα και αυτής που διενεργήθηκε για το έγκλημα των Τεμπών, είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. Μάλιστα, κατά την κύρια ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής.
Κατά δε το άρ. 251 του ΚΠΔ, ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.
Τα πράγματα, επομένως, ήταν από την αρχή απολύτως ξεκάθαρα! Όπως θα έλεγε και το ΕΔΔΑ, στη ‘‘δημοκρατική κοινωνία’’ μας θα ήταν, αυτονόητα και χωρίς δεύτερη κουβέντα, επιβαλλόμενη η στηριζόμενη σε ξεκάθαρη νομική βάση (η προβλεπόμενη σαφώς σε βασικό νομοθέτημα) αναζήτηση, εύρεση και τεκμηρίωση των αποδείξεων και, συνεπαγωγικά, της αλήθειας και δη μέσω της εκταφής των σωρών εκείνων των επιβατών που κάηκαν από την πυρόσφαιρα, στην πρόκληση της οποίας βρίσκεται και όλο το φάσμα των αιτιών του θανάτου των συγκεκριμένων ανθρώπων.
Εδώ και 2,5 σχεδόν χρόνια όμως τα ‘‘αυτονόητα’’ αγνοήθηκαν. Εδώ έχει μηνυθεί για παράβαση καθήκοντος ο εφέτης ανακριτής της υπόθεσης που υπηρετεί στη Λάρισα, εδώ έχουν βγει και κυκλοφόρησαν φήμες ότι έγιναν…. ‘‘τακτοποιήσεις’’ (ρυθμίσεις ή ‘‘κλείσιμο’’ δανείων) σε κάποιους από τους συγγενείς θυμάτων για να ακολουθήσουν τον ‘‘δρόμο της σιωπής’’, εδώ δικηγόρος που υπερασπίζεται οικογένειες θυμάτων που ‘‘κυνηγούν’’ την αλήθεια έφτασε στο σημείο να πει δημόσια ότι την υπόθεση δεν την χειρίζονται πραγματικοί αλλά φερόμενοι δικαστικοί λειτουργοί(!), αμφισβητώντας τον δικαστικό τους ρόλο, εδώ κατά την ανακριτική διαδικασία διατάχθηκε η καταστροφή βιολογικού υλικού των θυμάτων πριν τη διενέργεια ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης(!), εδώ οι συγγενείς ισχυρίστηκαν και εκθέσεις πραγματογνωμόνων διατείνονται ότι ‘‘φτιάχθηκαν’’ πλαστά βίντεο (εννοώ τα περίφημα βίντεο ‘‘Καπερνάρου’’) για να πειστεί ο μέσος πολίτης ότι δεν μετέφερε τίποτε ‘‘ύποπτο’’ η εμπορική αμαξοστοιχία, εδώ ο ανακριτής της υπόθεσης διέταξε να καταστραφούν 649.000 ηχητικά και βιντεοσκοπημένα στοιχεία, κρίσιμα για το φανέρωμα της αλήθειας, εδώ κάποιοι ‘‘άγνωστοι’’ εισέβαλαν τις προάλλες στα γραφεία της ΕΡΓΟΣΕ και αφαίρεσαν κρίσιμους(;) ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εδώ το πόρισμα ΕΟΔΑΣΑΑΜ ‘‘μιλούσε’’ βοερά και πάντως παραδεχόταν την ύπαρξη εύφλεκτων υλικών που προκάλεσαν την πυρόσφαιρα και το Γενικό Χημείο του κράτους πρόσφατα αποκάλυψε την ύπαρξη ευρεθέντος ξυλολίου σε δείγματα του καταστραφέντος τρένου, αν και ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ ‘‘ξιφούλκησε κατά της ‘‘συμμαχίας του ξυλολίου’’ που τον αντιμάχεται –και το κυριότερο - εδώ και περίπου έναν μήνα ένας άνθρωπος, ένας γονέας, ο Πάνος Ρούτσι, κάνει, μέχρι θανάτου, απεργία πείνας μπροστά στον ‘‘ναό της Δημοκρατίας’’ μας, απαιτώντας να μάθει την αλήθεια, εδώ η χώρα δυσφημίστηκε διεθνώς, αν δεν έγινε κυριολεκτικά ρεζίλι, με τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση, αλλά τι έγινε τελικά στην πράξη;
Η Ελληνική Δικαιοσύνη, μέσα σε αυτά τα 2,5 χρόνια, αρνούνταν πεισματικά (γιατί άραγε;) το απολύτως αυτονόητο μέχρι που χθες μάθαμε ότι τελικά, μετά από τις παλινωδίες κορυφαίων στελεχών της είναι η αλήθεια, ότι τοξικολογικές εξετάσεις θα γίνουν, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος εκταφής των σωρών από τους συγγενείς των θυμάτων.
Ακόμα και αν κάποιοι, λοιπόν, εκεί στα ψηλά της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής ιεραρχίας φοβήθηκαν για το τι πιθανόν θα επακολουθούσε στη χώρα έπειτα από μια κατάρρευση ή, και πολύ περισσότερο, έπειτα από έναν θάνατο του απεργού πείνας και έτσι ‘‘κάμφθηκαν’’ οι περί της εκταφής αντιρρήσεις τους, τώρα πια ξέρουμε πλέον ότι η ‘‘μεγάλη ώρα’’ πλησιάζει, για την οποία όμως η πλευρά των συγγενών οφείλει de facto να είναι ιδιαιτέρως ‘‘προσεκτική’’. Η κοινωνία θέλει, πάντως, φως, απόλυτο φως, μετά την πλήρη ‘‘θεσμική καταρράκωση’’ για την οποία εν προκειμένω κατηγορήθηκε σε δρόμους, πλατείες, μαζώξεις και εκδηλώσεις η κυβέρνηση και κάποιοι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί. Δεν είναι μόνο το ιερό και αναφαίρετο νομικό, ηθικό και ανθρώπινο δικαίωμα να μάθουν οι ‘‘χαροκαμένοι’’ οικείοι για το τι ακριβώς στοίχισε τη ζωή στα απανθρακωθέντα θύματα και για το ποιος ευθύνεται πραγματικά για αυτό, είναι, χωρίς συζήτηση, και το δικό μας δημοκρατικό δικαίωμα να μάθουμε επιτέλους γιατί απευθείας ‘‘αποκατέστησαν το πεδίο’’ (μπάζωσαν κοινώς) ο κ. Τριαντόπουλος και οι συν αυτώ, με ποιο νομικό και λογικό έρεισμα, με ποιου ‘‘εντολές’’ και για ποιους λόγους (;), όπως και γιατί αμέσως μετά το δυστύχημα, όπως λέγεται, επιλήφθηκαν εγχώριοι και νατοϊκοί επιτελικοί της Αεροπορίας (;) …. Οψόμεθα, λοιπόν…..
Κατερίνη, 7/10/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
Παρακάτω οι παράγραφοι 93 και 94 της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Solska and Rybicka v Poland (https://hudoc.echr.coe.int/spa#{%22itemid%22:[%22001-186135%22]}). Οι παράγραφοι, για την πιστότητα της γραφής, δίδονται στην αγγλική γλώσσα και μεταφράζονται εν συνεχεία στην ελληνική:
93 That fact warranted undertaking all reasonable steps in order to investigate the incident, including exhumation of the bodies of the victims. The information obtained through the autopsies was of vital importance in explaining the causes of the crash, its course and also the causes of the victims’ death. The crash continued to be a subject of public interest.
Το γεγονός αυτό απαιτούσε τη λήψη όλων των εύλογων μέτρων για τη διερεύνηση του περιστατικού, συμπεριλαμβανομένης της εκταφής των σωρών των θυμάτων. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν μέσω των νεκροψιών ήταν ζωτικής σημασίας για την εξήγηση των αιτιών του ατυχήματος, της εξέλιξής του, καθώς και των αιτιών θανάτου των θυμάτων. Η σύγκρουση συνέχισε να αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος.
94. The State authorities had had to balance the interest of the investigation into the circumstances of the crash, as required by the procedural limb of Article 2, against the interest of the family and private life of the victims’ relatives, protected by Article 8 § 1. The latter interest could be justifiably interfered with where exhumations were deemed necessary as part of an ongoing investigation. The authorities had carried out a balancing exercise and appropriately weighed the conflicting interests at hand.
Οι κρατικές αρχές έπρεπε να σταθμίσουν το συμφέρον της έρευνας σχετικά με τις περιστάσεις του δυστυχήματος, όπως απαιτείται από το διαδικαστικό σκέλος του Άρθρου 2, με το συμφέρον της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής των συγγενών των θυμάτων, που προστατεύονται από το Άρθρο 8§1. Το τελευταίο συμφέρον θα μπορούσε δικαιολογημένα να θιγεί όταν οι εκταφές κρίνονταν απαραίτητες στο πλαίσιο μιας συνεχιζόμενης έρευνας. Οι αρχές είχαν πραγματοποιήσει μια άσκηση εξισορρόπησης και είχαν σταθμίσει κατάλληλα τα αντικρουόμενα συμφέροντα.
Η δικογραφία ‘‘έκλεισε’’ και αναμένονται τα κλητήρια θεσπίσματα για τους κατηγορούμενους, αλλά, ωστόσο, οι συγγενείς των θυμάτων διαμαρτύρονταν ότι, για αυτούς που κάηκαν (όχι για αυτούς που σκοτώθηκαν από τη σύγκρουση των τρένων), δεν διερευνήθηκαν ουσιαστικά, με σκοπό την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας, τα ακριβή αίτια του θανάτου τους.
Τα ακριβή αίτια του θανάτου των ανθρώπων που κάηκαν ‘‘ζωντανοί’’ είναι μέγα ζήτημα και έπρεπε λογικά, νομικά και δεοντολογικά να αποτελεί, ευθύς εξαρχής, και τη ‘‘λυδία λίθο’’ της ανάκρισης. Και τούτο, διότι ακριβώς τα ευρήματα της εκταφής των πτωμάτων, επί του θεμελιώδους άξονα των δικαστικών ερευνών, δηλαδή επί της διερεύνησης των αιτιών του θανάτου των κεκαυμένων σωμάτων, θα έρχονταν να απαντήσουν και να διαλευκάνουν τα πάντα.
Η εκταφή, λοιπόν, έχει σημασία να συντελεστεί εκπληρώνοντας σωρευτικά, δηλαδή αθροιστικά, δύο ταυτόχρονα και αναγκαίες αλλά και ικανές συνθήκες για την αποκάλυψη της αλήθειας. Αφενός, εξυπηρετεί την ταυτοποίηση των νεκρών μέσω των εξετάσεων και της σύγκρισης του DNA μεταξύ των σωρών των θυμάτων και των συγγενών τους και αφετέρου με τις τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις θα μπορούσε να εξακριβωθεί, σχετικά γρήγορα και πάντως μια και καλή και δη με επιστημονική τεκμηρίωση, ποιο υλικό έκαψε ‘‘ζωντανούς’’ όσους επιβάτες του τρένου έχασαν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μάλιστα, έχει θέσει προϋποθέσεις, ‘‘ευρωπαϊκού βεληνεκούς’’ θα μπορούσε κάποιος να πει, για τα ζητήματα της εκταφής νεκρών, βασιζόμενο σε δύο ‘‘πυλωνικές’’ διατάξεις ουσίας, ήτοι το άρθρο 2 και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα στη ζωή, τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη, ανάμεσα στα οποία είναι και η Ελλάδα φυσικά, είναι υποχρεωμένα να διενεργούν, μέσω των αρμοδίων αρχών της συντεταγμένης πολιτείας τους, αποτελεσματική έρευνα (effective investigation) για θανάτους για τους οποίους μπορεί, εκ των περιστάσεων, να γίνεται επίκληση του άρθρου αυτού. Συνεπώς, το καθήκον έρευνας (duty to investigate) είναι εν προκειμένω πανευρωπαϊκή ‘‘δικαιϊκή και κατ’ επέκταση δικαιοδοτική σταθερά’’.
Από την άλλη, ερειδόμενο στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει νομολογήσει ότι καταρχάς η εκταφή θεωρείται για ένα πρόσωπο, ακόμη και μετά τον θάνατό του, ‘‘παρέμβαση’’, δηλαδή διείσδυση και ανάμιξη από την (όποια) κρατική αρχή στη σωματική ακεραιότητα (physical integrity) και στις πτυχές της πνευματικής ζωής του.
Υπό αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή την προσέγγιση του απόλυτου σεβασμού του ανθρώπινου όντος, ακόμη και όταν αυτό είναι νεκρό, η εκταφή, ως διενεργούμενη κατόπιν παραγγελίας της αρμόδιας κρατικής αρχής ‘‘πράξη σκοπούμενης αναγκαιότητας’’ πρέπει να στηρίζεται νομικά και να δικαιολογείται ουσιαστικά από την αρχή της αναλογικότητας (principle of proportionality).
Η εκταφή των σωρών, συνεπώς, πρέπει να είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και να είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό (legitimate aim pursued) για τον οποίο τελείται. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ (δείτε στο τέλος του κειμένου δύο χαρακτηριστικές παραγράφους, μεταφρασμένες από τα αγγλικά, από την ετυμηγορία του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Solska and Rybicka v Poland, 2018) λαμβάνει χώρα ‘‘στάθμιση των εννόμων αγαθών’’, δηλαδή κρίνεται η χρεία και η νομική ουσία της αναγκαιότητας εύρεσης και κατοχύρωσης αποδείξεων για ερευνώμενες πράξεις ποινικής απαξίας σε σχέση με την πιθανή βλάβη που μπορεί η εκταφή ενός νεκρού, ως ‘‘αναγκαία και ανάλογη μέθοδος’’ συλλογής αποδείξεων, να επιφέρει στη συναισθηματική και πνευματική κατάσταση της οικογένειας του νεκρού.
Έτσι, σε μια ήδη εκτυλισσόμενη ποινική διαδικασία, η εκταφή όχι μόνο δικαιολογείται αλλά επιβάλλεται όταν ad hoc απαιτούνται ιατροδικαστικές και γενετικές εξετάσεις ή άλλες επιστημονικές αναλύσεις στα λείψανα ενός αποθανόντος για τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης. Πάντως, όταν η εκταφή νεκρού αποφασίζεται από τον αρμόδιο εθνικό δικαστή, θα πρέπει να έχει σαφή νομική βάση και να διεξάγεται με τρόπο που να μη θίγει την αξιοπρέπεια του νεκρού και τα συναισθήματα των ζωντανών οικείων του.
Τι γίνεται, λοιπόν, στην προκείμενη περίπτωση; Στην προκείμενη περίπτωση, καταρχάς, οι συγγενείς όχι μόνο συγκατετίθεντο στην εκταφή των πτωμάτων (αυτών που κάηκαν) αλλά τη ζητούσαν από την αρχή επιμόνως, εναγωνίως και διαρκώς. Συνεπώς, στην υπόθεση των Τεμπών δεν απαιτούνταν διόλου οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί να προβούν στην παραπάνω, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ‘‘στάθμιση των εννόμων αγαθών’’, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, προκειμένου να δώσουν άδεια εκταφής.
Στην προκείμενη περίπτωση, επίσης, η ελληνική ποινική δικονομία ‘‘επέβαλε’’ στους δικαστές της υπόθεσης ευθύς εξαρχής να διατάξουν άμεσα και από τις πρώτες στιγμές, όχι μόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος των συγγενών των θυμάτων, αλλά και αυτεπαγγέλτως την εκταφή των κεκαυμένων σωρών. Υπάρχει νομικός στη χώρα που μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό;
Κατά το άρ. 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), σκοπός της κύριας ανάκρισης, άρα και αυτής που διενεργήθηκε για το έγκλημα των Τεμπών, είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. Μάλιστα, κατά την κύρια ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής.
Κατά δε το άρ. 251 του ΚΠΔ, ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.
Τα πράγματα, επομένως, ήταν από την αρχή απολύτως ξεκάθαρα! Όπως θα έλεγε και το ΕΔΔΑ, στη ‘‘δημοκρατική κοινωνία’’ μας θα ήταν, αυτονόητα και χωρίς δεύτερη κουβέντα, επιβαλλόμενη η στηριζόμενη σε ξεκάθαρη νομική βάση (η προβλεπόμενη σαφώς σε βασικό νομοθέτημα) αναζήτηση, εύρεση και τεκμηρίωση των αποδείξεων και, συνεπαγωγικά, της αλήθειας και δη μέσω της εκταφής των σωρών εκείνων των επιβατών που κάηκαν από την πυρόσφαιρα, στην πρόκληση της οποίας βρίσκεται και όλο το φάσμα των αιτιών του θανάτου των συγκεκριμένων ανθρώπων.
Εδώ και 2,5 σχεδόν χρόνια όμως τα ‘‘αυτονόητα’’ αγνοήθηκαν. Εδώ έχει μηνυθεί για παράβαση καθήκοντος ο εφέτης ανακριτής της υπόθεσης που υπηρετεί στη Λάρισα, εδώ έχουν βγει και κυκλοφόρησαν φήμες ότι έγιναν…. ‘‘τακτοποιήσεις’’ (ρυθμίσεις ή ‘‘κλείσιμο’’ δανείων) σε κάποιους από τους συγγενείς θυμάτων για να ακολουθήσουν τον ‘‘δρόμο της σιωπής’’, εδώ δικηγόρος που υπερασπίζεται οικογένειες θυμάτων που ‘‘κυνηγούν’’ την αλήθεια έφτασε στο σημείο να πει δημόσια ότι την υπόθεση δεν την χειρίζονται πραγματικοί αλλά φερόμενοι δικαστικοί λειτουργοί(!), αμφισβητώντας τον δικαστικό τους ρόλο, εδώ κατά την ανακριτική διαδικασία διατάχθηκε η καταστροφή βιολογικού υλικού των θυμάτων πριν τη διενέργεια ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης(!), εδώ οι συγγενείς ισχυρίστηκαν και εκθέσεις πραγματογνωμόνων διατείνονται ότι ‘‘φτιάχθηκαν’’ πλαστά βίντεο (εννοώ τα περίφημα βίντεο ‘‘Καπερνάρου’’) για να πειστεί ο μέσος πολίτης ότι δεν μετέφερε τίποτε ‘‘ύποπτο’’ η εμπορική αμαξοστοιχία, εδώ ο ανακριτής της υπόθεσης διέταξε να καταστραφούν 649.000 ηχητικά και βιντεοσκοπημένα στοιχεία, κρίσιμα για το φανέρωμα της αλήθειας, εδώ κάποιοι ‘‘άγνωστοι’’ εισέβαλαν τις προάλλες στα γραφεία της ΕΡΓΟΣΕ και αφαίρεσαν κρίσιμους(;) ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εδώ το πόρισμα ΕΟΔΑΣΑΑΜ ‘‘μιλούσε’’ βοερά και πάντως παραδεχόταν την ύπαρξη εύφλεκτων υλικών που προκάλεσαν την πυρόσφαιρα και το Γενικό Χημείο του κράτους πρόσφατα αποκάλυψε την ύπαρξη ευρεθέντος ξυλολίου σε δείγματα του καταστραφέντος τρένου, αν και ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ ‘‘ξιφούλκησε κατά της ‘‘συμμαχίας του ξυλολίου’’ που τον αντιμάχεται –και το κυριότερο - εδώ και περίπου έναν μήνα ένας άνθρωπος, ένας γονέας, ο Πάνος Ρούτσι, κάνει, μέχρι θανάτου, απεργία πείνας μπροστά στον ‘‘ναό της Δημοκρατίας’’ μας, απαιτώντας να μάθει την αλήθεια, εδώ η χώρα δυσφημίστηκε διεθνώς, αν δεν έγινε κυριολεκτικά ρεζίλι, με τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση, αλλά τι έγινε τελικά στην πράξη;
Η Ελληνική Δικαιοσύνη, μέσα σε αυτά τα 2,5 χρόνια, αρνούνταν πεισματικά (γιατί άραγε;) το απολύτως αυτονόητο μέχρι που χθες μάθαμε ότι τελικά, μετά από τις παλινωδίες κορυφαίων στελεχών της είναι η αλήθεια, ότι τοξικολογικές εξετάσεις θα γίνουν, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος εκταφής των σωρών από τους συγγενείς των θυμάτων.
Ακόμα και αν κάποιοι, λοιπόν, εκεί στα ψηλά της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής ιεραρχίας φοβήθηκαν για το τι πιθανόν θα επακολουθούσε στη χώρα έπειτα από μια κατάρρευση ή, και πολύ περισσότερο, έπειτα από έναν θάνατο του απεργού πείνας και έτσι ‘‘κάμφθηκαν’’ οι περί της εκταφής αντιρρήσεις τους, τώρα πια ξέρουμε πλέον ότι η ‘‘μεγάλη ώρα’’ πλησιάζει, για την οποία όμως η πλευρά των συγγενών οφείλει de facto να είναι ιδιαιτέρως ‘‘προσεκτική’’. Η κοινωνία θέλει, πάντως, φως, απόλυτο φως, μετά την πλήρη ‘‘θεσμική καταρράκωση’’ για την οποία εν προκειμένω κατηγορήθηκε σε δρόμους, πλατείες, μαζώξεις και εκδηλώσεις η κυβέρνηση και κάποιοι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί. Δεν είναι μόνο το ιερό και αναφαίρετο νομικό, ηθικό και ανθρώπινο δικαίωμα να μάθουν οι ‘‘χαροκαμένοι’’ οικείοι για το τι ακριβώς στοίχισε τη ζωή στα απανθρακωθέντα θύματα και για το ποιος ευθύνεται πραγματικά για αυτό, είναι, χωρίς συζήτηση, και το δικό μας δημοκρατικό δικαίωμα να μάθουμε επιτέλους γιατί απευθείας ‘‘αποκατέστησαν το πεδίο’’ (μπάζωσαν κοινώς) ο κ. Τριαντόπουλος και οι συν αυτώ, με ποιο νομικό και λογικό έρεισμα, με ποιου ‘‘εντολές’’ και για ποιους λόγους (;), όπως και γιατί αμέσως μετά το δυστύχημα, όπως λέγεται, επιλήφθηκαν εγχώριοι και νατοϊκοί επιτελικοί της Αεροπορίας (;) …. Οψόμεθα, λοιπόν…..
Κατερίνη, 7/10/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
Παρακάτω οι παράγραφοι 93 και 94 της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Solska and Rybicka v Poland (https://hudoc.echr.coe.int/spa#{%22itemid%22:[%22001-186135%22]}). Οι παράγραφοι, για την πιστότητα της γραφής, δίδονται στην αγγλική γλώσσα και μεταφράζονται εν συνεχεία στην ελληνική:
93 That fact warranted undertaking all reasonable steps in order to investigate the incident, including exhumation of the bodies of the victims. The information obtained through the autopsies was of vital importance in explaining the causes of the crash, its course and also the causes of the victims’ death. The crash continued to be a subject of public interest.
Το γεγονός αυτό απαιτούσε τη λήψη όλων των εύλογων μέτρων για τη διερεύνηση του περιστατικού, συμπεριλαμβανομένης της εκταφής των σωρών των θυμάτων. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν μέσω των νεκροψιών ήταν ζωτικής σημασίας για την εξήγηση των αιτιών του ατυχήματος, της εξέλιξής του, καθώς και των αιτιών θανάτου των θυμάτων. Η σύγκρουση συνέχισε να αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος.
94. The State authorities had had to balance the interest of the investigation into the circumstances of the crash, as required by the procedural limb of Article 2, against the interest of the family and private life of the victims’ relatives, protected by Article 8 § 1. The latter interest could be justifiably interfered with where exhumations were deemed necessary as part of an ongoing investigation. The authorities had carried out a balancing exercise and appropriately weighed the conflicting interests at hand.
Οι κρατικές αρχές έπρεπε να σταθμίσουν το συμφέρον της έρευνας σχετικά με τις περιστάσεις του δυστυχήματος, όπως απαιτείται από το διαδικαστικό σκέλος του Άρθρου 2, με το συμφέρον της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής των συγγενών των θυμάτων, που προστατεύονται από το Άρθρο 8§1. Το τελευταίο συμφέρον θα μπορούσε δικαιολογημένα να θιγεί όταν οι εκταφές κρίνονταν απαραίτητες στο πλαίσιο μιας συνεχιζόμενης έρευνας. Οι αρχές είχαν πραγματοποιήσει μια άσκηση εξισορρόπησης και είχαν σταθμίσει κατάλληλα τα αντικρουόμενα συμφέροντα.