(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Έχει μιά μεγαλοπρέπεια, ιδιάζουσα, καλλιτεχνική, άσχετα που εμείς περίφροντεις, διαβαίνουμε αδιάφοροι μπροστά της, η μεγαλοπρέπεια του Νοέμβρη, όπως ανέλαβε να μας την διηγηθεί, σε μιά πόλη άχαρι, αναιμική,
ένα...
φύλλο, ναι, μην γελάτε,
όχι , μην καγχάζετε , ένα φύλλο,
ή και πολλά μαζί , φύλλο πλατάνου,
ένα καταπράσινο καλλιτέχνημα ,
πλατύ και μεγάλο , εύσχημο
που σκίαζε όλο το θέρος τον τόπο,
τούτο, τον της μεγαλοπρεπείας ρόλο,
αναλαβόν , σε μιά πόλη που από ρόλους
θεατρικούς και άλλους δεν νοιώθεται,
και σήμερα, είναι αλήθεια πως εδώ
και βδομάδες το σκεφτόταν, κίνησε
μια περισυλλογή, μιά προετοιμασία,
εν αρχή , η τροπή του χρώματος
έδειξε τον συλλογισμό του, στις πρόβες
το βαθυπράσινο του Ιούλη ξάνθισε,
το κιτρινοπράσινο φανέρωσε την αλλαγή,
το χρυσαφί κίτρινο σε κιτρινοκόκκινο
αλλοιώθηκε , κάτι ανάμεσα σε βυσσινί
που καφέδιζε βάφτηκε χθες όψη του,
ομίχλη τούτες τις μέρες, υγρασία,
οι ρετσπέρηδες βγήκαν στον κάμπο,
απελπισμένοι από τις πολιτικές τις απολίτικες,
τον κάμπο, μετά τα πρωτοβρόχια, οργώνουν,
ομίχλη , πρωινές δροσιές, υγρασίες,
τούτες οι σταγόνες της βροχής βαραίνουν
το πολύχρωμο πιά φύλλο του πλατάνου,
μιά συγχορδία μουσικής των χρωμάτων,
ένα έργο τέχνης ο πλάτανος, πρόκληση,
αρχαία τούτη η ευεξία του ανθρώπου
μπροστά στον κόσμο , εννοώ, το κόσμημα
της φύσης, της πλάσης, του περιβάλλοντος
κόσμου, αρχαία κι η προσπάθεια
να αποτυπώσει το κάλλος τούτο γύρω μας
με χρώματα και με γλυπτά, με εικόνες και
με λέξεις, τούτη την μοναδική στον κόσμο,
μεγαλοπρέπεια ενός φύλλου του πλάτανου,
να περιγράψει, καλή ώρα η άτεχνη δική μου,
είχε νοτιά σήμερα το πρωί , νοτιά κι αντάρα,
ένας ήλιος με γιαλιά, με γιαλιά πορτοκαλιά. προσπαθούσε να πεί μιά καλημέρα,
μιά καλημέρα είν’ αυτή ,πές την
κι ας πέσει χάμω, πές την κι ας …
δροσοσταλίδες πρωινές στρογγυλοκαθίσαν
στου φύλλου μας την καφεκόκκινη απλωσιά,
τρύπησε , κατάφερε να , ο ήλιος τα νέφαλα,
εδώ κι εκεί, φωτεινές και γελαζούμενες,
χάιδεψαν οι ακτίνες του τρυφερά τον πλάτανο,
του φύλλου μας την ογρή επιφάνεια θώπευσαν
τις σταγόνες της ομίχλης , ξαναχάθηκε ο γήλιος,
παιχνίδι με τα κύματα της ομίχλης , ο νοτιάς
πρωτοστάτης, εικόνες μυστηρίου , εικόνες
εναλλαγής του φωτός και της ομιχλώδους σκιάς,
η πλάση όλη σε τούτη την μετοχή , ο κόσμος
ως έργον τέχνης, φώς και χρώματα , σκιάσεις,
ταλαντεύεται το πλατανόφυλλο , βάρυναν
οι σταγόνες , η υγρασία το διαβρώνει,
ριπές του νοτιά την συνομοταξία της φυλλωσιάς
αναταράσσουν , ρίγη διαπερνούν τα φύλλα,
Νοέμβρης, η προετοιμασία ολοκληρώνεται,
μιά τελική πρόβα, συνταράσσει η νοτιά
σύγκορμα το γέρικο φύλλο της ζωγραφίας μας,
α ! έτοιμοι , νύν επέστη ο καιρός,
στερνός ένας χαιρετισμός, ένα φιλί γλυκό
στις ηλιαχτίδες, στα αδέρφια φύλλα του κλαδιού,
ξαναπρόβαλλε ο ήλιος, αέναη η μάχη μοιάζει,
ασθενείς οι πνοές του ανέμου, μα τόσο φτάνει,
ανεπαίσθητος ένας ήχος , ποιός τάχα ακούει,
ένας ήχος αποχωρισμού , σπάζουν οι δεσμοί,
αποχωρίζεται την μάννα, αποχαιρετά , γέρνει,
αποδεσμεύονται οι δροσοσταλίδες κυλούν,
τι έκπληξη, να, ελεύθερο,
μεγαλοπρεπές , καφεκόκκινο ,
ως εν πορφύρι βασιλική
ενδεδυμένο, περιστροφή από τον εαυτό του
του κύκλου τα γυρίσματα , ερωτοκριτικώς,
ως εάν σε χορό επίσημο στην Βιέννα,
χωρίς βιασύνη, περιστρέφεται αργά ,
η μεγαλοπρέπεια ενός χορού , του τελευταίου,
ωσεί άνθος του αγρού εξανθίζον,
κινείται κατωφερικά, κινείται περιστροφικά ,
ως πόλκα ή μήπως βάλς, εντυπωσιακό,
γυρίζουν να το ιδούν χιλιάδες φύλλα,
που καιρός τοις ανθρώποις να ιδούν
την ωραιότητα και τα μεγαλεία της φύσης,
γκρινιάζουν από το πρωί για την ομίχλη,
την μαγεία της εναλλαγής των ηλιαχτίδων
με την φωτοσκίαση από τις σταγόνες της ομίχλης
όχι, δεν απολαμβάνουν, μόνον , τινές
νεραιδόπληκτοι και αλαφρόμυαλοι μόνον
μάτια έχουν να ιδούν, αυτιά για ν’ ακούσουν,
μεγαλοπρεπώς , ιδού , στο έδαφος φτάνει,
μ’ αβεβαιότητα ακουμπά, μά, είναι ήδη εκεί,
άλλα αδέρφια, της ωραιότητος ένας τάπητας,
της ευφορίας μιά προϋπόθεση , χαλί
πολυχρωμίας, του χειμώνα καλωσόρισμα,
της άνοιξης και της ευκαρπίας υπόσχεση,
σηκώνεται η ομίχλη, ωσάν πρωινό σκηνικό,
ήλιος λαμπρός στον Σερριώτικο κάμπο,
υψίκορμος ο γέρο πλάτανος, χρυσοκόκκινος,
ενιαυτούς πολλούς, αιώνες ικανούς μετρά,
Ρωμιούς και Οθωμανούς φιλόξενα σκίασε
Βουλγάρους και Γερμανούς κατακτητές ανέχτηκε,
την κοπελιά που μόλις αποχωρίστηκε χαιρετά,
καιρός του ποιήσαι , ο κύκλος ο φετινός
με την μεγαλοπρέπεια των χορών των φύλλων,
κλείνει, ποιός άραγες έχει οφθαλμούς, στην πόλη
ετούτη των καφέ , των κουρείων και
των της περιποίησης δακτύλων χεριών τε και ποδών,
ποιός απόμεινε στην άλλοτες κλεινή αυτή πόλη,
των Καντακουζηνών και του Βουλγαροκτόνου,
ποιός τάχα στην πόλη των Παλαιολόγων και του Βατάτζη , μήπως κανείς στην θεόσωστη πόλη
του Καλλίστου και του Γενναδίου , του Ραφαήλ
και του Ιωαννικίου , μα , ούτε είς, στο Κάστρο του Στέφανου Ντουσάν και του Ιωάννη Ούγκλεση ,
άνθρωπον ζητώ στην σκιά του Κάστρου που μνημονεύει ο Ηρόδοτος, στην θεοφρούρητη
του παπά Συναδινού και του Θεόδωρου Πεδιάσιμου,
στο καπετανιλίκι του Άρχοντα κι Αρχιστράτηγου
Κυρ Μανουήλ του Παππά , την μεγαλοπρέπεια, άραγε της ιστορίας της να νογάται και έργα αντίστοιχα του κλέους και της ψυχής της
να σχεδιάζει, είναι τάχα , πολίτης, πολιτικός, αυτοδιοικητικός, έμπορος, αγρότης , βιοτέχνης,
στου πλάτανου εδώ την πολύχρωμη φυλλοροή,
στη μεγαλωσύνη της ωραιότητος του κόσμου,
στου Άη Γιάννη του Προδρόμου τους υδρόμυλους,
την έγνοια τούτη τη μονάκριβη μιάς παρακαταθήκης
της εφυαλωμένης κεραμικής τα ξακουστά τότες εργαστήρια, που τα νομισματοκοπεία των αργυρών,
τα υφαντά τα ξακουστά που λείψαν, και τα εμπόρια
με τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, οι ορχήστρες,
οι χορωδίες κι οι μπάντες που σιγήσαν , ένα θέατρο
ανεμικό φυτοζωεί, γερνάει η πόλη , η ψυχή της ,
οφθαλμούς ουκ έχει ίνα όψεται , μπροστά της,
το φώς κι οι σκιάσεις , αιώνες τώρα παιγνίδι κάλλους
μπροστά της, οι δυνατότητες κι οι δυνάμεις, ιδού,
ανήμποροι κι ιδιοτελείς τινές, την μεγαλοπρέπεια
της ωραιότητος να ιδούν αποτυγχάνουν,
ανύποπτοι πορεύονται στην γρίνια της ομίχλης,
από την μύτη πέρα να ιδούν αδυνατούν ,
μιά πρόκληση παρούσα τα πάλλευκα άλογα του Ρήσσου ,του γιού του Στρυμόνα, αγγονού
του Ποσειδώνα, μιά διαχρονική πρόκληση το άρμα
το πάγχρυσον του Βασιλέως των Περσών Ξέρξη,
την μεγαλοπρέπεια του πλατανόφυλλου πάλιν
ιδέστε , ανατρεπτική πρόταση ομορφιάς, εξόδου
από την τσίκνα της παραίτησης που πνίγει
την Πόλη των Σερρών, την προσμονή
μιάς Άνοιξης που προσδοκούμε
σηματοδοτεί !
Μεγαλοπρεπώς !