Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Ιστορίες ταξιτζίδικης τρέλας από τη Στοκχόλμη

 
Οι ιστορίες των ταξιτζήδων είναι πάντα συναρπαστικές. Εχουν το στίγμα του απροσδόκητου, του αιφνιδιαστικού. Οι περισσότερες από αυτές προκαλούν γέλιο χωρίς να αποκλείουμε και εκείνες που προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα. Αυτά... 

 
 
 
 
πάντως που συνέβησαν σ’ εμένα μόνο γέλιο προκαλούν. Οδηγούσα ταξί στη Στοκχόλμη για αρκετά χρόνια έως το 1996. Γύρισα στην Ελλάδα και από το 2014 επέστρεψα στην όμορφη Στοκχόλμη μας, την αγάπη μου.

Φυσικά ξανάρχισα να δουλεύω ταξί, γιατί είναι μια δουλειά που σου προσφέρει απλόχερα το συναίσθημα της ελευθερίας. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα κι εγώ οπότε αυτό το συναίσθημα άρχισα να το εκτιμώ ιδιαίτερα. Δουλεύω όποτε θέλω, όσο θέλω και πάω διακοπές όποτε θέλω. Σημαντικές προϋποθέσεις για μένα. Κανένα άλλο επάγγελμα στη Σουηδία δεν μπορεί να σου προσφέρει αυτές τις εργασιακές συνθήκες. Και κανένα άλλο επάγγελμα δεν σου δίνει τη δυνατότητα να ζεις σε καθημερινή βάση περίεργες ιστορίες και να έρχεσαι σε επαφή με ενδιαφέροντες ανθρώπους.

Πρέπει να ήταν γύρω στα 1992-93, μερικά χρόνια προτού επιστρέψω στην Ελλάδα. Ηταν ένα ανοιξιάτικο γλυκό σούρουπο και μπήκα στον κεντρικό σταθμό τρένων της Στοκχόλμης να φορτώσω, γιατί έστειλε σήμα το κέντρο ότι περίμεναν πελάτες. Τότε οδηγούσα μια λιμουζίνα Volvo 740. Σημαντικές για την ιστορία μας λεπτομέρειες του αυτοκινήτου ήταν ότι είχε έξι πόρτες. Οι δύο μεσαίες δεν άνοιγαν απέξω, γιατί δεν είχαν εξωτερικά χερούλια. Τα δε τζάμια του αυτοκίνητου ήταν πολύ σκούρα και αυτό έκανε το ταξί πολύ σκοτεινό μέσα. Μπαίνω στον χώρο του σταθμού και εκεί με περίμενε μια πελάτισσα με μερικές βαλίτσες. Στο χέρι κρατούσε ένα χαρτί όπου ήταν γραμμένο το ξενοδοχείο στο οποίο θα πήγαινε. Το διάβασα, ήξερα το ξενοδοχείο και άρχισα να φορτώνω τις βαλίτσες οι οποίες ήταν αρκετές ‒ τις τακτοποίησα μια χαρά.



Μπαίνω στο ταξί και επειδή το φανάρι του σταθμού ήταν πράσινο πάτησα το γκάζι και ξεκίνησα. Εκεί που πήγαινα και κόντευα να φτάσω στο ξενοδοχείο χτυπάει το κινητό του αυτοκινήτου. Ηταν από το κέντρο. Το σηκώνω. «Ταξί 451 ήσουν στον σταθμό πριν από λίγο;». «Ναι» απαντώ. «Τα φόρτωσες όλα;». «Φυσικά» απαντώ. «Δεν ξέχασα καμία βαλίτσα, ήμουν πολύ προσεκτικός». Αυτό το είπα γιατί πριν από τρεις τέσσερις ημέρες πάλι στον σταθμό ξέχασα να φορτώσω μια βαλίτσα. «Δεν ξέχασες βαλίτσα. Τον πελάτη ξέχασες!». Οταν το είπε αυτό είχε σκάσει στα γέλια.

Γυρίζω έντρομος το κεφάλι και τι να δω; Δεν είχα την Αμερικανίδα στο ταξί. Το αυτοκίνητο ήταν άδειο! Δεν υπήρχε ψυχή. «Γυρίζω να την πάρω» μουρμούρισα στην τηλεφωνήτρια που δεν είχε σταματήσει να γελάει και αυτό με εκνεύρισε ακόμη πιο πολύ. Γύρισα, τη βρήκα να με περιμένει. «Γιατί» τη ρωτάω, μάλλον κάπως αγριεμένα, «δεν μπήκες μέσα;». «Δεν έβρισκα την πόρτα» μου απάντησε φοβισμένα. Επειδή ήξερα προτού μπω στο αυτοκίνητο πού θα πήγαινε, δεν ρώτησα όταν μπήκα στο ταξί «πού πάμε;». Πάτησα το γκάζι και έφυγα.

Και αυτή έμεινε σύξυλη να ψάχνει την πόρτα για να μπει. Τέλος πάντων. Τέλος καλό όλα καλά. Το τι γέλιο όμως έπεσε στον σταθμό απ’ όλους που ήταν εκεί δεν περιγράφεται. Μου το είπε την επόμενη μέρα στο φαγητό ένας συνάδελφος. Ο ταξιτζής λοιπόν που πήγε τον πελάτη εκεί που ήθελε χωρίς τον πελάτη.

Πολύ πρόσφατα φτάνω στη διεύθυνση που μου είχαν ζητήσει να πάω, μια γοητευτική κυρία ανοίγει την πόρτα του ταξί και μπαίνει. Με κοιτάζει, μου χαμογελάει, της χαμογελώ και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Πολύ γοητευτική και απλά ντυμένη αλλά κομψή. Βαμμένα νύχια κάτι μεταξύ πράσινου και μπλε. Το άρωμά της μου άρεσε πολύ. «Miyake;» ρωτάω. Με κοίταξε έκπληκτη. «Ναι» μου απάντησε. «Και εγώ Miyake φοράω». Σκύβει προς τη μεριά μου να μυρίσει. Τρόμαξα. «Δεν το φορώ όταν δουλεύω γιατί είναι έντονο» ψιθύρισα. Γέλασε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής συζητήσαμε αρκετά ενδιαφέροντα θέματα. Μεταξύ άλλων ήξερε αρχαία ελληνικά! Φτάσαμε στη διεύθυνση της εκκλησίας όπου πήγαινε. Με ευχαρίστησε για την πολύ ευχάριστη διαδρομή. «Γάμος;» τη ρώτησα. «Οχι, κηδεία» μου απάντησε. «Ελπίζω να μην είναι κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο». «Όχι, είμαι η… παπάς» μου λέει. Κόκαλο ο Νίκος.

– Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento

ΠΗΓΗ