Ο Σεπτέμβρης μυρίζει σχολικά, βρεγμένα φύλλα, ξυσμένο μολύβι και πρωινό γάλα.
Για άλλη μία φορά φέτος, οι μαθήτριες και οι μαθητές επιστρέφουν στα θρανία-το συναίσθημα γλυκόπικρο. Κι αυτό ίσχυε ανέκαθεν!
Όμως τα σχολικά δρώμενα δεν ήταν ίδια πριν από 50, 60 και 70 χρόνια.
Ο ιερός ρόλος του δασκάλου
Ο δάσκαλος του δημοτικού της εποχής εκείνης, με τα πενιχρά χρήματα που του έδινε η πολιτεία, έκανε ότι μπορούσε για να εκπληρώσει το καθήκον του, που ήταν ασφαλώς καθαρό λειτούργημα. Κάποιες φορές τα προβλήματα ήταν τόσο τεράστια και δύσλυτα, που πολλοί δάσκαλου καλούντο να υπηρετήσουν σε χωριά τα οποία δεν υπήρχε καν σχολείο, και έπρεπε εκείνοι να μεριμνήσουν ώστε να φτιαχτεί το σχολείο του χωριού!
Πολλοί δάσκαλοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν και έξω στην ύπαιθρο μάθημα ή να έχουν πρόχειρα αυτοσχέδια θρανία με σανίδια, αλλά η λαχτάρα για μάθηση ήταν τόσο μεγάλη που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει, ούτε τους δασκάλους ούτε τα παιδιά.
Οι δάσκαλοι φυτοζωούσαν εκείνο τον καιρό, ειδικά εκείνοι που δεν είχαν άλλους πόρους ώστε να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα. Οι κοινότητες κατέθεταν κάποια χρήματα στο δημόσιο ταμείο της περιοχής, και από αυτά πληρώνονταν οι δάσκαλοι και οι ιερείς. Τα χρήματα ίσα που έφταναν για ένα πιάτο φαγητό!
Έπρεπε επιπλέον να αντιμετωπίσουν και μια πιθανή αντιπάθεια του Επιθεωρητή, η οποία μπορεί να τους κόστιζε ποικιλοτρόπως. Μπορεί να μην τους είχε δοθεί η άδεια του καλοκαιριού, ή να τους εξορίσουν σε παραμεθόριες περιοχές, ή να του γίνει ακόμα και μείωση μισθού. Πολλές φορές όλα αυτά ακόμα και χωρίς καν πραγματική αιτία.
Πολλές επίσης νεαρές δασκάλες με το θεσμό του Επιθεωρητή, είχαν πέσει θύματα, γιατί εκβιάστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν από κάποιους ασυνείδητους Επιθεωρητές.
Πολλές ήταν ακόμα και οι πολιτικές διώξεις δασκάλων που και σε αυτές συντελούσαν και οι Επιθεωρητές, μέχρι το 1982, όπου πλέον καταργήθηκαν πλέον οριστικά σαν θεσμός από το ΠΑΣΟΚ, και αντικαταστάθηκαν από τα συμβούλια των καθηγητών.
Το μάθημα
Στην αίθουσα της τάξης, και όχι πάντα σε όλες, υπήρχε τότε το γνωστό «βάθρο», το οποίο ήταν στη πραγματικότητα ένα ξύλινο κασόνι 2 x 2, κατασκευασμένο με πλατιές σανίδες και μισό μέτρο ύψος.
Φυσικά αν υπήρχε η δυνατότητα να υπάρχει και αυτό! Η κατασκευή του βάθρου ήταν γερή, γιατί έπρεπε αφενός να στηρίξει την έδρα με το δάσκαλο, αλλά παράλληλα να έχει και αρκετό ύψος, για να βλέπουν άνετα το δάσκαλο από κάτω όλοι οι μαθητές, ακόμα και εκείνοι στα τελευταία θρανία
. Εκείνος φυσικά ήταν καθισμένος σε μία απλή ξύλινη καρέκλα πίσω από την «έδρα», και από εκεί παρέδιδε το μάθημά του. Η δε έδρα κι αυτή ήταν ένα πολύ απλό ξύλινο τραπεζάκι με τέσσερα πόδια, και ήταν ένα μέτρο επί 60 εκατοστά. Το τραπέζι – έδρα αυτό σε πολλές περιπτώσεις είχε και ένα συρτάρι προς τη μεριά που καθόταν ο δάσκαλος, με τα απαραίτητα αντικείμενα χρήσιμα του δασκάλου, τεφτέρια, μολύβια, το απουσιολόγιο, η γόμα ( κόλλα) λαστιχίδες (σβήστρες), εφεδρικές κιμωλίες κλπ.
Έγχρωμες κιμωλίες δεν υπήρχαν ακόμα.
Πάνω στην έδρα εκτός από το τετράδιο με τις σημειώσεις του δασκάλου και τα σχετικά βιβλία, ήταν ακουμπισμένη και η τσάντα του δασκάλου, όσοι διέθεταν ήταν αρχικά πάνινη σαν βούργια, και αργότερα δερμάτινη παρόμοια με εκείνη του ταχυδρόμου. Τσάντα δεν είχαν όλοι οι δάσκαλοι, και είχαν κυρίως όσοι πηγαινοέρχονταν από άλλα χωριά.
Στη τσάντα του δασκάλου υπήρχε το καθημερινό του φαγητό. Bέβαια σε κάθε αίθουσα δέσποζε πάντα πάνω από την έδρα στον τοίχο σε περίοπτη θέση η εικόνα του Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, ή της Παναγίας ή του Χριστού.
Τα θρανία
Σε κάθε παλιού τύπου θρανίο, καθόταν συνήθως τρείς μαθητές, ανάλογα τον αριθμό των παιδιών ίσως και περισσότερα. Χωριστά σε άλλες σειρές τα αγόρια σε άλλες τα κορίτσια.
Πάνω το θρανίο είχε τρείς ειδικές θέσεις για να στηρίζεται το μελανοδοχείο, μια και η επιφάνεια του ήταν λοξή. Ήταν δε ενιαία η επιφάνεια που ακουμπούσαν τα βιβλία με το κάθισμα όπου καθόταν οι μαθητές.
Στο θρανίο του ο μαθητής είχε τη πάνινη τσάντα του, όμοια με ταγάρι, που την έφτιαχνε η μητέρα. Σε κάποια μέρη της Κρήτης όπως στη Μεσαρά τη σάκα αυτή την έλεγαν «ντάσκα».
Η ντάσκα κρεμόταν από τον ώμο με μακριά πάνινη λεπτή λουρίδα. Η ντάσκα ήταν πάνινη ή υφαντή δεξιμάτη, ή από ύφασμα σρίλι ή με πανί αγοραστό ή υφασμένο στον αργαλειό. Αγοραστές πλέον σχολικές τσάντες στην επαρχία είχαν τα παιδιά στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Στη πάνινη αυτή ντάσκα του ο μαθητής της πρώτης και δευτέρας τάξης, συν τοις άλλοις υπήρχε η περιβόητη «πλάκα», που ήταν σαν πίνακας σε μικρογραφία.
Η πλάκα αυτή ήταν ξύλινη στο μέγεθος ενός τετραδίου, ήταν μαύρη με πλαίσιο γύρω – γύρω, και στη πλάκα αυτή έγραφε ο μαθητής με ένα ειδικό «κοντύλι», το οποίο ήταν στενόμακρο σαν μακαρόνι γύρω στα 15 εκατοστά, και όσο έγραφε εκείνο φαγωνόταν.
Τα ειδικά αυτά είδη γραφής τα έφτιαχνε τότε μια εταιρεία στον Πειραιά με πρώτη ύλη το ταλκ. Στο πλαίσιο της πλάκας στην άκρη υπήρχε τρύπα 5 με 6 χιλιοστά, όπου έδενε ο σπάγκος που συγκρατούσε το κοντύλι, το οποίο στο πάνω του μέρος είχε χαρακιά για να συγκρατείται ο σπάγκος, που έδενε με αλετρόδεμα.
Επίσης στη τρύπα της πλάκας υπήρχε και άλλος σπάγκος, που συγκρατούσε ένα μικρό σφουγγαράκι θαλάσσης για να σβήνει τα γράμματα.
Κι αυτό με το να τα δένουν δεν τα έχαναν τα παιδιά.
Αν δεν υπήρχε το ειδικό σφουγγαράκι έδεναν ένα απλό μικρό πανάκι για να σβήνουν τα γράμματα. Στη σάκα υπήρχε ένα τετράδιο της γραφής, το οποίο είχε γραμμές για γραφή κειμένου, «αυλακές», όπως τις έλεγαν οι αγρότες στα παιδιά τους, και το τετράδιο της αριθμητικής, που είχε τετραγωνάκια «σπιτάκια». Η προτροπή των γονέων ήταν όταν γράφουν τα παιδιά, να γράφουν ίσια και να μην ξεφεύγουν ποτέ τα γράμματα από την «αυλακιά» και οι αριθμοί «όξω από τα σπιτάκια»!
Σε κάποια παιδιά οι γονείς τους, πολύ πριν βγει το αριθμητήριο εκείνοι τους έφτιαχναν αυτοσχέδια αριθμητήρια με ξυλάκια ή τέλια αφού πέρναγαν μπίλιες από πηλό αποξηραμένες στον ήλιο. Φαγητό απέφευγαν οι γονείς να βάζουν στη σάκα όπως τυρί αυγά βραστά και ελιές, γιατί λέρωναν τα τετράδια.
Έβαζαν όμως τα παιδιά από μόνα τους δυο –τρία χαρούπια φουρνισμένα που φύλασσαν οι γονείς τους σε ένα πιθαράκι, και τα έτρωγαν αν τα έπιανε λιγούρα.
όλοι οι πολύγραφοι έπρεπε να βρίσκονται σε μουσεία, όπως και πολλά άλλα παλιά σχολικά είδη , μαυροπίνακες θρανία, το κουδούνι κλπ.
Ο μαυροπίνακας της τάξης και τα αυγά
Ο πίνακας της τάξης που ήταν ή σε μια γωνιά ή δίπλα από την έδρα ήταν ξύλινος ή από κόντρα πλακέ 1, 5 x 1 μέτρο, στηριζόμενος πάνω σε ένα τρίποδα, και είχε μαύρο χρώμα.
Πολύ αργότερα επικράτησε το πράσινο και ο επίτοιχος πίνακας. Στο κάτω μέρος του είχε μια σανίδα καρφωμένη κάθετα 7 έως 10 εκατοστά που στερεώνονταν οι κιμωλίες, και κάτω σε μια άκρη υπήρχε και θήκη ειδική για τις κιμωλίες.
Οι κιμωλίες ερχόταν από το εμπόριο σε κουτιά χάρτινα 15 X 8 εκ. και 10εκ ύψος, που μέσα ήταν τοποθετημένες όρθιες, και τις φύλαγε ο δάσκαλος στο συρτάρι του. Στο πλάι ο πίνακας είχε ένα καρφί όπου κρεμόταν ένα μακρύ ξύλινο πηχάκι η ρίγα ή χάρακας, ο οποίος ήταν χρήσιμος στη γεωμετρία για να τραβούν ίσιες γραμμές.
Κάποιες φορές η ρίγα αυτή βρισκόταν επίτηδες και στην έδρα, γιατί χρησίμευε και ως βέργα! Ο δάσκαλος ενίοτε έδερνε τα παιδιά στα χέρια με το χάρακα, όταν δεν υπήρχε βέργα! Ας μη ξεχνάμε πως ήταν εποχές που έπεφτε ξύλο, γενικά πολύ ξύλο, και από τους δασκάλους αλλά και από τους ίδιους τους γονείς!
Ο πίνακας που αρχικά ήταν μαύρος, δεν ήταν βαμμένος με λαδομπογιά, αλλά με ένα διάλυμα μαύρης ώχρας και νερού. Αρχικά βαφόταν με αραιή βαφή, για να την απορροφούσε ο πίνακας σα νερομπογιά, και μετά με πιο πυκνή βαφή. Το χρώμα ήταν ματ, και όταν στέγνωνε δε μουτζούρωνε.
To αυγό εκείνα τα χρόνια, έπαιζε διπλό ρόλο. Τουλάχιστον τρείς φορές το χρόνο, και φυσικά πάντα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, ο δάσκαλος έδινε εντολή στα παιδιά να φέρουν από ένα αυγό!
Το αυγό τότε έπαιζε ρόλο χρήματος και κόστιζε ένα πενηνταράκι.
Μέχρι και τέλη του 1960 τα παιδιά ακόμη πήγαιναν το αυγό στο σχολείο αντί χρήματος, και ο δάσκαλος αντάλλασε και εκείνος με τη σειρά του στον μπακάλη ή τον έμπορα τα αυγά με ότι χρειαζόταν το σχολείο.
Κάποια παιδιά με ευκατάστατους γονείς, αντί αυγού πήγαιναν χρήματα έως και μια δραχμή. Με τα χρήματα αυτά και τα αυγά οι δάσκαλοι αγόραζαν κόλες χαρτί, μολύβια κιμωλίες, ασβέστωναν το σχολείο, έπαιρναν όμως και τα υλικά για να βαφτεί ο πίνακας , οι πόρτες τα παράθυρα κλπ. Όμως το αυγό δεν έπαιζε ρόλο μονάχα χρήματος, κάποια από τα αυγά τα χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι και σαν στερεωτική ουσία για τη βαφή του μαυροπίνακα.
Αφού ήδη είχαν βάψει τον πίνακα και στέγνωνε, έπρεπε κάτι να κάνουν για να μην ξεβάφει, και το χρώμα να είναι σταθερό χωρίς πόρους. Έβαζαν λοιπόν σε ένα μπολ το ασπράδι από μερικά αυγά με ίση ποσότητα ξυδιού.
Τα χτυπούσαν καλά και πέρναγαν ξανά ένα χέρι όλο τον πίνακα, οπότε έφραζαν πλέον όλοι οι πόροι, και έ τσι πετύχαιναν το χρώμα να γίνει πιο συμπαγές και πιο στέρεα η επιφάνεια του πίνακα, ώστε να μην είναι απορροφητικός, να μην ξεβάφει, και να μην κατακρατεί το χρώμα την κιμωλίας.
Έτσι λοιπόν με τα αυγά «κινιόταν» γενικά το σχολείο εκείνα τα χρόνια!
Οι μαθητές και τα μαθήματα
Τα παιδιά της πρώτης τάξης πριν τη κατοχή έγραφαν και ζωγράφιζαν, μονάχα σε πλάκα με το κοντύλι .
Τα παιδιά της δευτέρας και τρίτης με μολύβι μόνο, και της πέμπτης και έχτης με πέννα και μελάνι.
Τα μικρότερα παιδιά είχαν τη πλάκα για τετράδιο και το αναγνωστικό, ενώ της δευτέρας είχαν δύο τετράδια, ένα της αριθμητικής και ένα των ελληνικών, λίγα βιβλία και το αναγνωστικό.
Τα παιδιά της πρώτης έγραφαν πάνω στη πλάκα εν ώρα μαθήματος, και ο δάσκαλος τα παρακολουθούσε επιτόπου περνώντας από το κάθε θρανίο. Τα ίδιο και της δευτέρας μόνο αντί πλάκας χρησιμοποιούσαν τετράδιο, και ό τι εργασία ήταν να τους δώσει για το σπίτι ήταν πλέον στο τετράδιο.
Τα παιδιά της τρίτης έγραφαν κι αυτά μόνο με μολύβι και σε κανονικά τετράδια, αλλά ποτέ στη πλάκα ή με μελάνι.
Τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων πέμπτης και έχτης, έγραφαν πια με πέννα και μελάνι όλα τα επίσημα γραφτά τους. Οι μαθητές είχαν περισσότερα βιβλία. Το μολύβι υπήρχε μεν αλλά μονάχα για γράψιμο στο πρόχειρο τετράδιο, ή για την ιχνογραφία και για πρόχειρες πράξεις αριθμητικής. Ο δάσκαλος έδινε εργασίες για το σπίτι για να γραφτεί στο «καθαρό» τετράδιο από τον μαθητή.
Έλεγε για παράδειγμα να αντιγράψουν ένα κείμενο του βιβλίου από τη σειρά τάδε, μέχρι τη σειρά τάδε.
Στα επίσημα κείμενα του μαθητή με πέννα, έπρεπε το πρώτο της γράμμα κάθε λέξης να είναι γραμμένο καλλιγραφικό. Κάθε μαθητής έπρεπε να ξεκινήσει αρχικά το κείμενο πάντα με κεφαλαίο γράμμα, και φυσικά καλλιγραφικό κι αυτό και αρκετά μεγαλύτερο από τα άλλα.
Με τον ίδιο τρόπο τους έλεγε να γράψουν και την έκθεση. Κάθε μαθητής το πρωί άφηνε πάνω στο θρανίο το τετράδιο του ανοιχτό, και περνούσε ο δάσκαλος για επιτόπιο έλεγχο.
GALLERY
pentapostagma.gr