Μα ενώ απασχολούσε στο μέρος αυτό τους Σαμιώτες ο...
Χοσρέφ, διέταξε ξαφνικά απόβαση στο Καρλόβασι, νομίζοντας πως θα έβρισκε το μέρος αφύλαχτο. Πολλές βάρκες δοκίμασαν να βγάλουν στρατό στη στεριά, μα αναγκάστηκαν, από τις τουφεκιές του υποχιλίαρχου Αγγελίνα και των συντρόφων του, να γυρίσουν πίσω, με πολλές απώλειες. Το ίδιο έπαθαν από το Λαχανά οι Τούρκοι στο Κότσικα, που δοκίμασαν να κάνουν απόβαση. Έτσι πέρασε όλη η μέρα.
Το βράδυ κανείς δεν έκλεισε μάτι. Αγρυπνούσαν, άλλοι γονατιστοί μπρος στο Χριστό και άλλοι πίσω στο μετερίζι.
Φωτιές
αμέτρητες αναμμένες ολόγυρα σ” όλη την ακρογιαλιά του νησιού, για να
πιστέψει ο Χοσρέφ πως σπιθαμή δεν μένει αφύλαχτη, έκανε να φεγγοβολάει ο
τόπος.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Τοπάλ πασάς διέταξε δύο πανωτιαστές αποβάσεις στο Καρλόβασι. Στη πρώτη ξεκίνησαν 28 και στη δεύτερη 40 μεγάλες βάρκες. Απότυχαν και οι δύο. Γύρισαν πίσω αφού έχασαν τους μισούς στρατιώτες.
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, φάνηκε από το βοριά η άλλη μοίρα του Ελληνικού στόλου, με ναύαρχο το Σαχτούρη. Ο Μιαούλης ήταν αλλού απασχολημένος. Τον χαιρέτησαν με κανονιές, με σταυρούς και λάβαρα.
Ο Χοσρέφ όταν είδε τα ελληνικά πλοία, διέταξε γενική υποχώρηση. Ούτε τις βάρκες του δε στάθηκε να πάρει. Χώθηκε πίσω από το μικρό νησάκι Άη Νικόλα.
Προχωρώντας ο στόλος μας μέσα στο στενό, σκόρπισε με λίγες κανονιές τους τούρκους, που ήταν συναγμένοι στη Μύκαλη και άραξε έπειτα μπροστά στην ακρογιαλιά του Μισόκαμπου. Δεκαοχτώ τούρκικα κίνησαν αμέσως από τον Ασπροκάβο και έρχονταν κατά πάνω του.
Σε πολεμικό συμβούλιο του Σαχτούρη και των πλοιάρχων αποφασίστηκε : Να μη παραμερίσουν τα πλοία από τη θέση τους, μη βρουν αφύλαχτο μέρος οι Τούρκοι και κάνουν εκεί απόβαση. Να χρησιμοποιήσουν τα πυρπολικά τους μονάχα. Στο μεταξύ έφτασαν από την Τήνο άλλα 10 Ελληνικά καράβια.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΟΥ ΕΠΤΑΣΤΑΔΙΟΥ 5 Αυγούστου 1824
Στις 5 του Αυγούστου ο Χοσρέφ διέταξε γενική επίθεση του στόλου. Η αρμάδα άρχισε να βαρεί με όλα της τα κανόνια. Τι βρόντος και τι καπνός ήταν εκείνος ! Σωστή κοσμοχαλασιά γινόταν. Σε μια κατάλληλη στιγμή το μπουρλότο του Υδραίου Τσαπέλη επιτέθηκε σε μια μεγάλη τούρκικη φρεγάτα. Ο αέρας ήταν αντίθετος και απέτυχε. Η φρεγάτα ωστόσο δε γλύτωσε.
Ό,τι δεν κατάφερε ο Τσαπέλης το κατάφερε ο ατρόμητος Κανάρης. Έβαλε φωτιά την ώρα ακριβώς που ο καπετάνιος της την έριξε έξω στη στεριά για να τη γλυτώσει. Οι γλώσσες της φωτιάς έζωσαν μονομιάς το καράβι και το έκαψαν σαν πελώριο πυροτέχνημα. Η μπαρουταποθήκη πήρα φωτιά και ακούστηκε βρόντος δυνατός, που σείστηκαν τα βουνά της Ανατολής και της Σάμου. Ξύλα, κατάρτια, κανόνια, σκοτωμένα κορμιά, φέσια και κάθε λογής κομμάτια, τινάχτηκαν στον αέρα. Στο πέσιμό τους τα κομμάτια τούτα, βούλιαξαν βάρκες με στρατό, σκότωσαν στρατιώτες κατασκηνωμένους στην ακρογιαλιά της Ανατολής και σκόρπισαν τους άλλους. Από το πλήρωμα της φρεγάτας ρουθούνι δε γλύτωσε.
Από τους συντρόφους του Κανάρη μόνο δύο Μικρασιάτες, ο Γεώργιος Τσαμπράλης και ο Γιάννης Μαυρογιάννης σκοτώθηκαν και τους έθαψαν δίπλα στο εκκλησάκι της ανασκαφής του Ηραίου. Τα κόκκαλά τους τα φυλάγουν, από ευγνωμοσύνη οι Σαμιώτες και στο μνημόσυνο της 6ης Αυγούστου τα βάζουν πλάι στο κενοτάφιο του Λυκούργου.
Τα ίδια με τη τούρκικη φρεγάτα έπαθε και ένα καράβι Τυνησιακό από το μπουρλότο του Υδραίου Βατικιώτη, και άλλο ένα Τριπολίτικο από το Σπετσιώτη Ματρόζο.
Ύστερα από τα παθήματά του αυτά ο Χοσρέφ, διέταξε υποχώρηση γενική για την Κω, όπου θα συναντούσε και τον Αιγυπτιακό στόλο. Έτσι η ναυμαχία τελείωσε. Η Σάμος σώθηκε. Ο τούρκικος στόλος νικήθηκε και οι Έλληνες έγραψαν μια καινούρια σελίδα ένδοξη, ταπεινώνοντας τον τούρκο στο ίδιο στενό, που πριν 2.300 χρόνια περίπου οι πρόγονοί τους χτύπησαν τους Πέρσες.
Την άλλη μέρα, 6 Αυγούστου, οι ναύαρχοι βγήκαν έξω στη στεριά, όπου ο κόσμος τους αποθέωσε. Όλοι μαζί, ξένοι και ντόπιοι, πήγαν στην εκκλησία και έψαλαν δοξολογία στο Θεό για τη σωτηρία τους. Και επειδή εκείνη η μέρα ήταν η γιορτή της Μεταμόρφωσης του Χριστού, ο Λυκούργος έταξε να χτίσει και έχτισε πράγματι, στον τόπο της σωτηρίας τον ιστορικό ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού. Για ενθύμηση αιώνια, πάνω από την πόρτα τοποθέτησε πλάκα με την επιγραφή :
« ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΟΝ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΕΚΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1824».
Τις ίδιες αυτές λέξεις χάραξε και στη μεγάλη σφραγίδα του τόπου.
Για να ευχαριστήσουν το στόλο οι Σαμιώτες έδωσαν συνδρομή στο ταμείο του 61.000 γρόσια.
Επίσης
εκτιμώντας τις μεγάλες υπηρεσίες του Λυκούργου για την πατρίδα, η
Συνέλευση των 18 χωριών της Σάμου τον ξαναδιόρισε Γενικό Διοικητή της
νήσου. Ο τούρκικος στόλος και ο Αιγυπτιακός δοκίμασαν πολλές φορές να
ερημώσουν τη Σάμο, μα δεν το κατόρθωσαν.
Η μεγάλη ναυμαχία του
Γέροντα και άλλες μικρότερες, που ακολούθησαν, τους ανάγκασε να αλλάξουν
σχέδια. Χώρισαν και έφυγαν, αφήνοντας τη Σάμο ελεύθερη.
isamos.gr