Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Ελλάς, η Παναγιόφιλος θυγατέρα...



Δημήτριος Νατσιός
 
Ξέρω. Ο τίτλος είναι βαρύς. Διευκρινίζω. Δεν μιλάω για τον χώρο που ζούμε. Για το, επαναλαμβάνω πάλιν και πολλάκις, κράτος- «σκαντζόχοιρο». Φτάνει... 

 
μια κλεφτή ματιά σε ένα κεντρικό δελτίο, όχι ειδήσεων, αλλά ανήκουστων εγκλημάτων και εξωφρενικών ανομιών. Δεν μιλάω γι’ αυτήν την σαβανωμένη Ελλάδα. Αυτό είναι εφιάλτης

«Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα
κοιμητήριο μ’ επάλληλους
πολυώροφους τάφους νεκρών
που ροχαλίζουν»,

γράφει ο κεκοιμημένος Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος, στο ποίημά του «Πολυκατοικία», που θα μπορούσαμε να το μετονομάσουμε «η τωρινή Ελλάδα». Μια Ελλάδα που καθημερινώς «βιάζεται» από ημέτερα και λαθραία ταγκαλάκια, που ξεβράστηκαν από τις κολάσεις της Ασίας. Και όσο θα συνεχίζεται η παρανοϊκή ατιμωρησία, το κακό θα πληθαίνει.

Είναι κλειστά και τα σχολεία, να ξεκαρδιστούμε (κυριολεκτικά, έξω+καρδιά) λίγο με τα παιδιά. Να μιλήσεις λίγο με σοβαρούς, αξιόπιστους και αληθινούς ανθρώπους, να ιαθείς με το απροσποίητο και ειλικρινές γέλιο τους.

Νηστεία της Παναγίας. Πλησιάζει η πανέκλαμπρος, παπαδιαμάντειος λέξη, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της ελληνοσώτειρας. Ναι. Θαύμα της Παναγίας είναι το ότι υπάρχουμε σήμερα ως λαός ιστορικός. Και θα έπρεπε η λεγόμενη ηγεσία του τόπου εκείνη την ημέρα να κάνει μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμά της, ευχαριστώντας την για την μεσιτεία της υπέρ του Γένους. Αν ήταν ηγεσία ρωμαίικη… Σε κάθε κρίσιμη στιγμή του νεότερου εθνικού βίου, οι πρωταγωνιστές σ’ αυτήν, την Βασίλισσα των Ουρανών, προσφεύγουν.

Ο Κολοκοτρώνης ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Στα 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την Τρίπολη. Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απέμεινε κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα έκανε; Τι θα μπορούσε να κάνει ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζει την καρδιά του η φλόγα της πίστεως. Αλλ’ ας αφήσουμε τον ίδιο το Γέρο του Μοριά να μας τα διηγηθει: «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου· ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς». Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ’ ένα δέντρο, μπήκε μέσα, γονάτισε:

— «Παναγιά μου, είπε, από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να εμψυχωθούν. Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ’ άλογό του κι έφυγε».