Δημήτριος Νατσιός
Ίσως δεν είναι τυχαίο που η σημαία τους είναι το μισοφέγγαρο, το σκοτάδι
«Και αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή
που μας την κουβαλήσατε!
«Και αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή
που μας την κουβαλήσατε!
Αλήθεια πέστε μου, μετρήσατε
πόσοι άλλοι πέρασαν απ’ το νησί
πριν από σας πανίσχυροι και επιφανείς
κι ούτε για δείγμα δεν έμεινε κανείς»
Κώστας Μόντης, Κύπριος ποιητής
πόσοι άλλοι πέρασαν απ’ το νησί
πριν από σας πανίσχυροι και επιφανείς
κι ούτε για δείγμα δεν έμεινε κανείς»
Κώστας Μόντης, Κύπριος ποιητής
Ίσως δεν είναι τυχαίο που η σημαία τους είναι το μισοφέγγαρο, το σκοτάδι. Όπου πάτησε το πόδι τους, σκοτάδια απλώθηκαν. Έσβησαν πολιτισμοί πανάρχαιοι, ξεθεμελιώθηκαν αριστουργήματα, μνημεία απαράμιλλης τέχνης σοβατίστηκαν, μάτωσαν ψυχές, χορτάρι δεν φύτρωνε. «Τούρκοι πέρασαν…».
Νυχθημερόν ο «Μπενίτο της Άγκυρας», με παραμορφωμένο, από την κακοποιό του μανία, πρόσωπο, απειλεί. Σκυλί λυσσασμένο. «Μολών λαβέ» και θα καταλάβει…
Τι νομίζει ο υπερφίαλος; Ότι η Ελλάδα είναι Συρία ή Λιβύη; Ότι θα τον υποδεχτούμε με σφενδόνες ή θα τρέχουμε αλαφιασμένοι, όταν εμφανιστούν στο πάτριον έδαφος; Χώμα θα φάνε και στον πυθμένα του Αιγαίου θα σαπίζουν τα κουφάρια τους. Και αφού θέλει πόλεμο είναι ο …ιδανικότερος εμψυχωτής μας. Αναπληρώνει την ηττοπάθεια του ελληνικού πολιτικού και παραπολιτικού κατεστημένου. Αφυπνίζει και τους εθελότυφλους, τους ανίατα ειρηνιστές και πάσης φύσεως «πορκουάδες».
Δεν υπάρχει πιστεύω νουνεχής Έλληνας που δεν καπνίζουν τα μάτια του από οργή, όταν τον ακούει να μουγκρίζει στην δύστροπη γλώσσα του, εκτοξεύοντας παράνοιες.
«Θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», επαναλαμβάνει όπου βρεθεί. Την νύχτα εφορμούν οι εγκληματίες. Είναι βάρβαρος και δειλός. Οι μεγάλοι ηγέτες αλλιώς σκέπτονται. Το 331 προ Χριστού, λίγο πριν από την μάχη στα Γαυγάμηλα, ο στρατηγός Παρμενίων, βλέποντας το αμέτρητο στράτευμα, την αριθμητική υπεροχή των Περσών, πρότεινε στον Μέγα Αλέξανδρο νυκτερινή επίθεση. Απάντησε αγέρωχα ο βασιλιάς της Μακεδονίας. «Ου κλέπτω την νίκην» κατά τον Πλούταρχο. «Αισχρόν είναι κλέψαι την νίκην», κατά τον Αρριανό. Με το φως της ημέρας, αντικρίζοντας κατάματα τον εχθρό, πολέμησε ο Αλέξανδρος και γκρέμισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο 1.000.000 στρατό είχε ο Δαρείος με άρματα δρεπανηφόρα και πολεμικούς ελέφαντες. 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς ο Αλέξανδρος. Δεν νίκησαν τα αμέτρητα ασιατικά κοπάδια. Νίκησε η ανδρεία, η καρδιά των Ελλήνων. Η ποιότητα συνέτριψε την ποσότητα. Και στο Εικοσιένα και στους Βαλκανικούς Πολέμους και στο ένδοξο ’40, λίγοι ήμασταν και «οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν», κατά την μνημειώδη απάντηση του Μακρυγιάννη στον Δεριγνύ, «γιατί είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει». Όταν θα έλθει, βράδυ ή μέρα, θα θυμηθούν οι Έλληνες τις αγέραστες παρακαταθήκες τους: Πίστη και πατρίδα. «Και όποιος πολεμά το ένα, πολεμά και τ’ άλλο, κι ας μην ξεγελιέται. Η μάνα μας η πνευματική είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο κρυμμένος θησαυρός κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός». (Φώτης Κόντογλου, «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»).
Εντοπίζει τον λόγο του, αυτός και οι λοιποί ανισόρροποι λακέδες του, στο 1922, χρονιά που μόνο ντροπή θα έπρεπε να αισθάνεται. Αχνίζει ακόμη το αίμα των αδικοχαμένων και μιλά και επαίρεται για νίκες. Τότε διαπράχθηκαν οι χειρότερες κτηνωδίες στην νεότερη ιστορία του κόσμου. Βοά και σήμερα η «Αιολική Γη» από το αίμα των αθώων. Και τότε νύχτα ορμούσαν σαν λύκοι στα δύσμοιρα γυναικόπαιδα της Μικράς Ασίας, σφάζοντας ανελέητα.
«Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στην λαγκαδιά
Και το αθώο χόρτο πίνη
Αίμα αντίς για την δροσιά», μόνο με τους μεγαλοφυείς στίχους ενός Σολωμού μπορείς να περιγράψεις την Γενοκτονία…
Ακόμη και το μαύρο ’22 δείξαμε ποιοι είμαστε. Όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στην ανθρωπιά, λέξη που σίγουρα δεν περιέχει η τουρκική «δυσαρθρία». Στο περισπούδαστο βιβλίο «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας», (1962) του Χρήστου Αγγελομάτη διαβάζουμε το πώς φέρθηκαν οι Τούρκοι στους αιχμάλωτους Έλληνες στρατιώτες και πώς εμείς στους Τούρκους. (Στον πρόλογο διαβάζω τα εξής, που κανείς Έλληνας δεν πρέπει να αγνοεί για τα αίτια της συμφοράς:
«Α) Ότι ο πρώτος και μέγας ένοχος είναι η εθνική κατάρα: η διχόνοια.
Β) ‘Ότι εις την Μικράν Ασίαν δεν υπήρξε ελληνική στρατιωτική ήττα, αλλά μία στρατιωτική απεργία.
Ακόμη και μέσα εις την δίνην της συμφοράς ο Έλλην στρατιώτης έγραφεν ενδόξους, αιωνίως, σελίδας. Τρία ολόκληρα χρόνια εχρειάσθησαν αι προπαγάνδαι διά να παραπείσουν τον μαχόμενον στρατιώτην ότι δεν πρόκειται να μείνη εις Μ. Ασίαν, διότι όλοι ήσαν εναντίον του»).
Στις σελίδες 289-390 διαβάζουμε το τι γράφει ο ιατρός και καθηγητής Πανεπιστημίου Καλογήρου, μαχητής του μικρασιατικού μετώπου, όταν αντίκρισε στην Κρήτη, Τούρκους αιχμαλώτους, που τους συνόδεψε από την Ελλάδα στην Μ. Ασία. «Έμεινα κατάπληκτος, όταν είδα τους Τούρκους αυτούς αιχμαλώτους. Ήσαν όλοι ευτραφείς, υγιέστατοι την όψιν, καλοντυμένοι και θρασύτατοι την συμπεριφοράν…». Ο ίδιος καθηγητής υποδέχτηκε τους Έλληνες στρατιώτες αιχμαλώτους των Τούρκων στο ελληνικό πλοίο στην Σμύρνη. « Αυτό που αντικρίσαμεν είναι κάτι που δεν ημπορεί να συλλάβει η φαντασία. Αντί ανθρώπων είχαμεν πρό οφθαλμών, φαντάσματα. Δεν θέλω να κάμω συγκρίσεις, αλλά το υπογραμμίζω διά να αντιληφθή ο καθείς την διαφοράν. Οι Τούρκοι στρατιώται τους οποίους παρεδώσαμεν ήσαν καλύτερα από ημάς ντυμένοι. Οι αιχμάλωτοι Έλληνες που παρελάβαμεν ήσαν σκιαί ανθρώπων… Οι περισσότεροι φορούσαν τσουβάλια, άλλοι ημίγυμνοι και καταφανώς άρρωστοι… Όλοι καθώς ανέβαιναν εις το πλοίον ανελύοντο εις δάκρυα, έπεφταν εις το πάτωμα και το κατεφίλουν ανακράζοντες:
-Ελλάδα μας! Πατρίδα μας!!».
Αυτή είναι η αβυσσαλέα διαφορά μας. Εμείς καμαρώνουμε για τον Σωκράτη, τον Μέγα Βασίλειο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Κανάρη. Τι να πρωτοπαινέψεις; Σοφία, αγιότητα, ευγένεια, καλοσύνη; Και αυτοί δεν έχουν αφήσει εγκληματία και σφαγέα της ιστορίας, Αττίλες, Ταμερλάνους και Αμπντούλ Χαμίτηδες, ό,τι τερατώδες ξέρασαν οι αιώνες, που να μην το κατατάξουν στα εθνικά τους καυχήματα. Ίδιοι και απαράλλαχτοι και οι τωρινοί, με χέρια αιματοβαμμένα, μόνο η γραβάτα τους παραλλάσσει από τους προγόνους τους. Η ιστορία διδάσκει πως κανείς σχεδόν τύραννος και δικτάτορας δεν πέθανε από γεράματα. Όλοι αυτοί οι άθλιοι έχουν άθλιο τέλος, αυτό που τους αξίζει…
Νυχθημερόν ο «Μπενίτο της Άγκυρας», με παραμορφωμένο, από την κακοποιό του μανία, πρόσωπο, απειλεί. Σκυλί λυσσασμένο. «Μολών λαβέ» και θα καταλάβει…
Τι νομίζει ο υπερφίαλος; Ότι η Ελλάδα είναι Συρία ή Λιβύη; Ότι θα τον υποδεχτούμε με σφενδόνες ή θα τρέχουμε αλαφιασμένοι, όταν εμφανιστούν στο πάτριον έδαφος; Χώμα θα φάνε και στον πυθμένα του Αιγαίου θα σαπίζουν τα κουφάρια τους. Και αφού θέλει πόλεμο είναι ο …ιδανικότερος εμψυχωτής μας. Αναπληρώνει την ηττοπάθεια του ελληνικού πολιτικού και παραπολιτικού κατεστημένου. Αφυπνίζει και τους εθελότυφλους, τους ανίατα ειρηνιστές και πάσης φύσεως «πορκουάδες».
Δεν υπάρχει πιστεύω νουνεχής Έλληνας που δεν καπνίζουν τα μάτια του από οργή, όταν τον ακούει να μουγκρίζει στην δύστροπη γλώσσα του, εκτοξεύοντας παράνοιες.
«Θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», επαναλαμβάνει όπου βρεθεί. Την νύχτα εφορμούν οι εγκληματίες. Είναι βάρβαρος και δειλός. Οι μεγάλοι ηγέτες αλλιώς σκέπτονται. Το 331 προ Χριστού, λίγο πριν από την μάχη στα Γαυγάμηλα, ο στρατηγός Παρμενίων, βλέποντας το αμέτρητο στράτευμα, την αριθμητική υπεροχή των Περσών, πρότεινε στον Μέγα Αλέξανδρο νυκτερινή επίθεση. Απάντησε αγέρωχα ο βασιλιάς της Μακεδονίας. «Ου κλέπτω την νίκην» κατά τον Πλούταρχο. «Αισχρόν είναι κλέψαι την νίκην», κατά τον Αρριανό. Με το φως της ημέρας, αντικρίζοντας κατάματα τον εχθρό, πολέμησε ο Αλέξανδρος και γκρέμισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο 1.000.000 στρατό είχε ο Δαρείος με άρματα δρεπανηφόρα και πολεμικούς ελέφαντες. 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς ο Αλέξανδρος. Δεν νίκησαν τα αμέτρητα ασιατικά κοπάδια. Νίκησε η ανδρεία, η καρδιά των Ελλήνων. Η ποιότητα συνέτριψε την ποσότητα. Και στο Εικοσιένα και στους Βαλκανικούς Πολέμους και στο ένδοξο ’40, λίγοι ήμασταν και «οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν», κατά την μνημειώδη απάντηση του Μακρυγιάννη στον Δεριγνύ, «γιατί είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει». Όταν θα έλθει, βράδυ ή μέρα, θα θυμηθούν οι Έλληνες τις αγέραστες παρακαταθήκες τους: Πίστη και πατρίδα. «Και όποιος πολεμά το ένα, πολεμά και τ’ άλλο, κι ας μην ξεγελιέται. Η μάνα μας η πνευματική είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο κρυμμένος θησαυρός κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός». (Φώτης Κόντογλου, «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»).
Εντοπίζει τον λόγο του, αυτός και οι λοιποί ανισόρροποι λακέδες του, στο 1922, χρονιά που μόνο ντροπή θα έπρεπε να αισθάνεται. Αχνίζει ακόμη το αίμα των αδικοχαμένων και μιλά και επαίρεται για νίκες. Τότε διαπράχθηκαν οι χειρότερες κτηνωδίες στην νεότερη ιστορία του κόσμου. Βοά και σήμερα η «Αιολική Γη» από το αίμα των αθώων. Και τότε νύχτα ορμούσαν σαν λύκοι στα δύσμοιρα γυναικόπαιδα της Μικράς Ασίας, σφάζοντας ανελέητα.
«Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στην λαγκαδιά
Και το αθώο χόρτο πίνη
Αίμα αντίς για την δροσιά», μόνο με τους μεγαλοφυείς στίχους ενός Σολωμού μπορείς να περιγράψεις την Γενοκτονία…
Ακόμη και το μαύρο ’22 δείξαμε ποιοι είμαστε. Όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στην ανθρωπιά, λέξη που σίγουρα δεν περιέχει η τουρκική «δυσαρθρία». Στο περισπούδαστο βιβλίο «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας», (1962) του Χρήστου Αγγελομάτη διαβάζουμε το πώς φέρθηκαν οι Τούρκοι στους αιχμάλωτους Έλληνες στρατιώτες και πώς εμείς στους Τούρκους. (Στον πρόλογο διαβάζω τα εξής, που κανείς Έλληνας δεν πρέπει να αγνοεί για τα αίτια της συμφοράς:
«Α) Ότι ο πρώτος και μέγας ένοχος είναι η εθνική κατάρα: η διχόνοια.
Β) ‘Ότι εις την Μικράν Ασίαν δεν υπήρξε ελληνική στρατιωτική ήττα, αλλά μία στρατιωτική απεργία.
Ακόμη και μέσα εις την δίνην της συμφοράς ο Έλλην στρατιώτης έγραφεν ενδόξους, αιωνίως, σελίδας. Τρία ολόκληρα χρόνια εχρειάσθησαν αι προπαγάνδαι διά να παραπείσουν τον μαχόμενον στρατιώτην ότι δεν πρόκειται να μείνη εις Μ. Ασίαν, διότι όλοι ήσαν εναντίον του»).
Στις σελίδες 289-390 διαβάζουμε το τι γράφει ο ιατρός και καθηγητής Πανεπιστημίου Καλογήρου, μαχητής του μικρασιατικού μετώπου, όταν αντίκρισε στην Κρήτη, Τούρκους αιχμαλώτους, που τους συνόδεψε από την Ελλάδα στην Μ. Ασία. «Έμεινα κατάπληκτος, όταν είδα τους Τούρκους αυτούς αιχμαλώτους. Ήσαν όλοι ευτραφείς, υγιέστατοι την όψιν, καλοντυμένοι και θρασύτατοι την συμπεριφοράν…». Ο ίδιος καθηγητής υποδέχτηκε τους Έλληνες στρατιώτες αιχμαλώτους των Τούρκων στο ελληνικό πλοίο στην Σμύρνη. « Αυτό που αντικρίσαμεν είναι κάτι που δεν ημπορεί να συλλάβει η φαντασία. Αντί ανθρώπων είχαμεν πρό οφθαλμών, φαντάσματα. Δεν θέλω να κάμω συγκρίσεις, αλλά το υπογραμμίζω διά να αντιληφθή ο καθείς την διαφοράν. Οι Τούρκοι στρατιώται τους οποίους παρεδώσαμεν ήσαν καλύτερα από ημάς ντυμένοι. Οι αιχμάλωτοι Έλληνες που παρελάβαμεν ήσαν σκιαί ανθρώπων… Οι περισσότεροι φορούσαν τσουβάλια, άλλοι ημίγυμνοι και καταφανώς άρρωστοι… Όλοι καθώς ανέβαιναν εις το πλοίον ανελύοντο εις δάκρυα, έπεφταν εις το πάτωμα και το κατεφίλουν ανακράζοντες:
-Ελλάδα μας! Πατρίδα μας!!».
Αυτή είναι η αβυσσαλέα διαφορά μας. Εμείς καμαρώνουμε για τον Σωκράτη, τον Μέγα Βασίλειο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Κανάρη. Τι να πρωτοπαινέψεις; Σοφία, αγιότητα, ευγένεια, καλοσύνη; Και αυτοί δεν έχουν αφήσει εγκληματία και σφαγέα της ιστορίας, Αττίλες, Ταμερλάνους και Αμπντούλ Χαμίτηδες, ό,τι τερατώδες ξέρασαν οι αιώνες, που να μην το κατατάξουν στα εθνικά τους καυχήματα. Ίδιοι και απαράλλαχτοι και οι τωρινοί, με χέρια αιματοβαμμένα, μόνο η γραβάτα τους παραλλάσσει από τους προγόνους τους. Η ιστορία διδάσκει πως κανείς σχεδόν τύραννος και δικτάτορας δεν πέθανε από γεράματα. Όλοι αυτοί οι άθλιοι έχουν άθλιο τέλος, αυτό που τους αξίζει…