Στις 2 Αυγούστου του 1954, ώρα 10 το βράδυ, η Ελευθερία Καμπάνη έστρωνε το τραπέζι για να φάει με τον άντρα της. Ξαφνικά άκουσε μία κραυγή...
να ζητάει βοήθεια, αλλά την αγνόησε. Το σπίτι της βρισκόταν πολύ κοντά στο θέατρο Ακροπόλ και από την παράσταση ακουγόταν κάθε βράδυ ένας ηθοποιός να φωνάζει “Βοήθεια”. Συνέχισε τη δουλειά της μέχρι που άκουσε ξανά μία κραυγή. Παρατήρησε ότι ο ήχος δεν ερχόταν από την κατεύθυνση του θεάτρου, αλλά από την πλευρά του Χημείου.
Στην ταράτσα του πανεπιστημιακού κτιρίου είδε μία σκιά και επιβεβαιώθηκε ότι η κραυγή προερχόταν από εκεί, όταν άκουσε ξανά έναν άντρα να φωνάζει: “Βοήθεια! Με σκοτώνει”. Ανέβηκε γρήγορα στην ταράτσα της πολυκατοικίας και κατάφερε να δει ξεκάθαρα σε ποιον ανήκε η σκιά. Ήταν ένας νεαρός άντρας, ψηλός και γεροδεμένος, με πυκνά σγουρά μαλλιά.
Η Καμπάνη δεν τον αναγνώρισε, αλλά τον είχε δει να επισκέπτεται συχνά το Χημείο. Τον παρακολούθησε καθώς αυτός γλίστρησε και έπεσε, στην προσπάθειά του να σηκώσει ένα χοντρό ξύλο από το πάτωμα της ταράτσας. Ο νέος στηρίχθηκε στον αγκώνα του, βρήκε την ισορροπία του και εξαφανίστηκε μέσα στο κτίριο για λίγα λεπτά. Η Καμπάνη άκουσε έναν ήχο σαν πελέκημα ξύλου και μετά είδε τον νεαρό, τελείως γυμνό, να πλένεται στην ταράτσα. Παρατήρησε ότι είχε ένα μαύρο σημάδι στη μέση του και είχε ακουμπήσει μία πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό του. Αφού ο νεαρός εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του κτιρίου, η Καμπάνη περίμενε λίγη ώρα και μετά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ξύπνησε στις 2 τα ξημερώματα, όταν η κρεβατοκάμαρα της γέμισε με καπνούς. Απ’ το παράθυρό της είδε φλόγες να βγαίνουν απ’ το Χημείο και κάλεσε την πυροσβεστική. ...
Οι πυροσβέστες εντόπισαν το πτώμα του μεσήλικα φρουρού του Χημείου, Γεωργίου Ρούφου. Βρισκόταν στις σκάλες και η πλάτη του στηριζόταν στον τοίχο, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε αποκοιμηθεί καθιστός. Το κρανίο του ήταν ματωμένο και κομματάκια από τα οστά του εντοπίστηκαν στο πάτωμα. Ήταν κουτσός και φορούσε ξύλινο πόδι, το οποίο είχε αρπάξει φωτιά. Η αναπηρία του έπεισε τους πυροσβέστες ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε ατύχημα, δηλαδή ότι θα γλίστρησε στην προσπάθειά του να αποφύγει τις φλόγες. Με αυτή την άποψη συμφώνησε και η αστυνομία, αν και η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας υποστήριζε ότι είχε δει έναν νεαρό άντρα στο κτίριο. Ο νεαρός άντρας ήταν ο ανιψιός του θύματος, ο 21χρονος Δημήτριος Δράκος, που κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη για σχεδόν ένα χρόνο. Σπάταλος και γυναικάς Η αστυνομία ήταν τόσο σίγουρη ότι ο θάνατος του Ρούφου ήταν ατύχημα, που δεν έδωσε καμία σημασία στην κατάθεση της Καμπάνη. Ακόμα και όταν ανακάλυψε ότι όλες οι οικονομίες του θύματος είχαν εξαφανιστεί, απέδωσε την κλοπή σε κάποιον τυχαίο περαστικό. Η Καμπάνη όμως, δεν έμεινε άπραγη.
Συνάντησε τη χήρα του Ρούφου, Μαλάμω και έμαθε την ταυτότητα του νεαρού που είδε στην ταράτσα. Η Μαλάμω Ρούφου δεν δυσκολεύτηκε να πειστεί ότι ο ανιψιός της ήταν ο δολοφόνος του συζύγου της, γιατί θυμόταν πόσο επιτακτικά τη ρωτούσε για την τοποθεσία που είχαν κρύψει τις οικονομίες τους. Η Ρούφου έκανε μήνυση εναντίον του και ο Δράκος ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να τον εκδικηθεί, επειδή είχε ερωτική σχέση μαζί της την οποία σταμάτησε χωρίς τη θέλησή της. Μετά από μερικούς μήνες, στην κατάθεση της Καμπάνη, προστέθηκαν και μαρτυρίες γνωστών του Δράκου, που έδιναν επιπλέον ενοχοποιητικές πληροφορίες. Ο Δημήτριος Δράκος ήταν σπάταλος και γυναικάς. Είχε μία ατζέντα με τηλέφωνα 15 γυναικών, με τις οποίες διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Παράλληλα με αυτές, ήταν αρραβωνιασμένος με μία κοπέλα που γνώρισε δια αλληλογραφίας. Όταν πήγαιναν βόλτα, δεν αμελούσε ποτέ να της δείξει όλους τους οίκους ανοχής στο δρόμο και να περιγράψει τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Κάποια στιγμή μάλιστα υπερηφανεύτηκε ότι είχε σκοτώσει έναν άντρα με τα ίδια του τα χέρια. Ο Δράκος υποστήριζε ότι στις 2 Αυγούστου, συνάντησε το θείο του σε ένα καφενείο και στις 9 το βράδυ, έφυγε για τον Ναύσταθμο, όπου εργαζόταν. Όταν ρωτήθηκε ξανά, άλλαξε την κατάθεσή του και είπε ότι συνάντησε μια φίλη του σε άλλη περιοχή της Αθήνας. Ισχυρίστηκε ότι ενημερώθηκε για το θάνατό του θείου του την επόμενη μέρα και δεν παραυρέθηκε στην κηδεία, γιατί έλειπε από την περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, είπε ψέματα στον πεθερό του ότι ξόδεψε 10 λίρες για τη κηδεία του θείου του και δικαιολογήθηκε στο δικαστήριο λέγοντας: “Ήθελα να δείξω στη φίλη μου ότι αγαπούσα τους συγγενείς μου. Ζήτημα τακτικής ήταν. Για να συγκινήσει κανείς μια καρδιά χρησιμοποιεί όλα τα μέσα”. ...
Στην πραγματικότητα, αργά το βραδύ της 2ης Αυγούστου, ο Δράκος συνάντησε μία απ’ τις πάμπολλες φιλενάδες του σε μία ταβέρνα. Πέρασαν το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο, όπου ο νεαρός επιδείκνυε το πλούσιο κομπόδεμά του. Έδωσε 100 δραχμές για να τους φέρουν δύο μπύρες με ταξί, επειδή η ρεσεψιόν του ξενοδοχείου είχε κλείσει. Το πρωί έστειλε την ερωμένη του να του αγοράσει καινούρια ρούχα, γιατί τα δικά του ήταν λερωμένα με αίμα. Λίγες μέρες μετά, συνάντησε την Ελευθερία Καμπάνη, η οποία παρατήρησε ότι ο αγκώνας του ήταν τραυματισμένος από την πτώση στην ταράτσα του Χημείου. Οι ερωτήσεις της σχετικά με το βράδυ της 2ας Αυγούστου φάνηκαν να τον αναστατώνουν και η Καμπάνη σιγουρεύτηκε για την ενοχή του.
Για κακή της τύχη όμως, ο πρώτος ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα κατέληξε ότι ο θάνατος προκλήθηκε από ατύχημα και ο Δράκος απέφυγε τη σύλληψη. Χρειάστηκαν να περάσουν αρκετοί μήνες για να εξεταστεί εκ νέου η υπόθεση και να φτάσει στο δικαστήριο. Όσο κατέθεταν οι μάρτυρες εναντίον του Δράκου, ο κατηγορούμενος ήταν ατάραχος και απαντούσε με μία δήλωση: “Λένε ψέματα”. Δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο για να αποδείξει την αθωότητά του και βασιζόταν εξ’ ολοκλήρου στην πρώτη ιατροδικαστική έκθεση. Το δικαστήριο όμως, διέταξε να επανεξεταστεί το πτώμα και οι ιατροδικαστές αποφάσισαν ότι το θύμα είχε δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο, που οδήγησαν στο θάνατό του.
Περισσότερο από ένα χρόνο μετά το έγκλημα, ο δράστης κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση. Ο Δημήτριος Δράκος ουδέποτε ομολόγησε ότι σκότωσε το θείο του και χωρίς την παρατηρητικότητα της Ελευθερίας Καμπάνης, δεν θα είχε τιμωρηθεί ποτέ. Οι ευθύνες της επιπόλαιης ιατροδικαστικής εξέτασης δεν αναζητήθηκαν και δεν αποδόθηκαν ποτέ.
Στην πραγματικότητα, αργά το βραδύ της 2ης Αυγούστου, ο Δράκος συνάντησε μία απ’ τις πάμπολλες φιλενάδες του σε μία ταβέρνα. Πέρασαν το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο, όπου ο νεαρός επιδείκνυε το πλούσιο κομπόδεμά του. Έδωσε 100 δραχμές για να τους φέρουν δύο μπύρες με ταξί, επειδή η ρεσεψιόν του ξενοδοχείου είχε κλείσει. Το πρωί έστειλε την ερωμένη του να του αγοράσει καινούρια ρούχα, γιατί τα δικά του ήταν λερωμένα με αίμα. Λίγες μέρες μετά, συνάντησε την Ελευθερία Καμπάνη, η οποία παρατήρησε ότι ο αγκώνας του ήταν τραυματισμένος από την πτώση στην ταράτσα του Χημείου. Οι ερωτήσεις της σχετικά με το βράδυ της 2ας Αυγούστου φάνηκαν να τον αναστατώνουν και η Καμπάνη σιγουρεύτηκε για την ενοχή του.
Για κακή της τύχη όμως, ο πρώτος ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα κατέληξε ότι ο θάνατος προκλήθηκε από ατύχημα και ο Δράκος απέφυγε τη σύλληψη. Χρειάστηκαν να περάσουν αρκετοί μήνες για να εξεταστεί εκ νέου η υπόθεση και να φτάσει στο δικαστήριο. Όσο κατέθεταν οι μάρτυρες εναντίον του Δράκου, ο κατηγορούμενος ήταν ατάραχος και απαντούσε με μία δήλωση: “Λένε ψέματα”. Δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο για να αποδείξει την αθωότητά του και βασιζόταν εξ’ ολοκλήρου στην πρώτη ιατροδικαστική έκθεση. Το δικαστήριο όμως, διέταξε να επανεξεταστεί το πτώμα και οι ιατροδικαστές αποφάσισαν ότι το θύμα είχε δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο, που οδήγησαν στο θάνατό του.
Περισσότερο από ένα χρόνο μετά το έγκλημα, ο δράστης κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση. Ο Δημήτριος Δράκος ουδέποτε ομολόγησε ότι σκότωσε το θείο του και χωρίς την παρατηρητικότητα της Ελευθερίας Καμπάνης, δεν θα είχε τιμωρηθεί ποτέ. Οι ευθύνες της επιπόλαιης ιατροδικαστικής εξέτασης δεν αναζητήθηκαν και δεν αποδόθηκαν ποτέ.
mixanitouxronou