Γράφει ο Νικόλαος Παπαδιονυσίου.
Ως γνωστό, όπως άλλωστε προκύπτει και Ιστορικά, ο τόπος μας γέννησε τους μεγαλύτερους ήρωες, αλλά συγχρόνως και τους πλέον ειδεχθείς προδότες.
Ως γνωστό, όπως άλλωστε προκύπτει και Ιστορικά, ο τόπος μας γέννησε τους μεγαλύτερους ήρωες, αλλά συγχρόνως και τους πλέον ειδεχθείς προδότες.
Και φυσικά κάποιοι, σε εποχές που η αλήθεια έλαμπε και η πληροφόρηση ήταν άμεση και όχι ελεγχόμενη και φιλτραρισμένη με βάσει τα πολιτικά συμφέροντα και τις ίντριγκες, κατακεραυνώθηκαν από το Λαϊκό ανάθεμα και τα ονόματά τους στιγματίστηκαν από το όνειδος και την περιφρόνηση. Ακόμη και σήμερα αιώνες μετά, η αναφορά σε αυτούς προξενεί αποτροπιασμό και απέχθεια.
Κάποιοι άλλοι όμως σε σύγχρονες εποχές, μέσω της αναστροφής της αλήθειας και της χάλκευσης αποδείξεων, στοιχείων και γεγονότων κατόρθωσαν να καλύψουν την ατιμία και το όνειδος της προδοσίας τους και να συνεχίζουν ακόμη έως σήμερα, πολλά έτη μετά τον θάνατό τους να χαρακτηρίζονται ως Εθνάρχες και σωτήρες.
Αλλά ας πάμε λίγες δεκαετίες πίσω και συγκεκριμένα στο έτος 1964 όταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Λίντον Τζόνσον, πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Γεώργιος Παπανδρέου και πρόεδρος της νεοσύστατης Κυπριακής δημοκρατίας, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος.
Το 1962 υπήρξε μια χρονιά κρίσιμη για την Παγκόσμια Ειρήνη, όταν η ανθρωπότητα τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έφθασε στα πρόθυρα ενός πυρηνικού πολέμου, λόγω της κρίσης που προέκυψε από τον ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κούβα κατόπιν της αποκάλυψης, ότι στο νησί υπάρχουν εγκαταστημένοι Σοβιετικοί πύραυλοι.
Εν τέλει μετά από δέκα ημέρες αγωνίας και τρόμου η κρίση εκτονώθηκε και η επιφανειακή ηρεμία στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ επανήλθε.
Φυσικά η λαϊκή δημοκρατία της Κούβας και ο Φιντέλ Κάστρο παρέμειναν ως αιχμηρό αγκάθι στα πλευρά των ΗΠΑ και ως άκρως επικίνδυνη εστία απειλής των μεγάλων βιομηχανικών της κέντρων.
Το 1964 λοιπόν στην άλλη πλευρά του κόσμου και συγκεκριμένα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, μια μικρή νεοσύστατη δημοκρατία, η οποία αποτελούσε γεωπολιτικά ένα από τα πλέον στρατηγικά σημεία της ευρύτερης περιοχής, λόγω των επιπόλαιων, αναίτιων και ευκαιριακών σχεδίων και διαπραγματεύσεων του ιερωμένου πολιτικού της ηγέτη με την ΕΣΣΔ, κινδύνευε να μετατραπεί σε μια νέα «Κούβα» για τις ΗΠΑ και τις ΝΑΤΟικές δυνάμεις. Λόγω της γειτνίασης της με την διώρυγα του Σουέζ, η προοπτική μιας συμφωνίας με τους Σοβιετικούς και η εγκατάσταση οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς στο έδαφός της, θα είχε ολέθρια αποτελέσματα για την Δύση.
Έτσι λοιπόν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον προκειμένου να προλάβει την δημιουργία μίας νέας Παγκοσμίου κρίσης η οποία αυτή την φορά ίσως και να κατέληγε σε πυρηνικό ολοκαύτωμα, διατύπωσε μέσω του υπουργού εξωτερικών Ντήν Άτσεσον προς τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου και τον πρόεδρο της Κύπρου αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την ακόλουθη πρόταση, μια μυστική συμφωνία.
Πλήρη Ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο, κάτι που επιθυμούσε διακαώς το μεγαλύτερο μέρος του Κυπριακού Ελληνισμού με μόνη παραχώρηση στην Τουρκία μιας βάσης στο ανατολικό άκρο της Κύπρου, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Η περιοχή θα εξακολουθούσε να αποτελεί έδαφος της Ελληνοκυπριακής Δημοκρατίας, αλλά θα νοικιάζονταν για 25 ή 50 χρόνια (οι αναφορές διίστανται) στους Τούρκους, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η Κύπρος δεν θα χρησιμοποιηθεί ως Ελληνική βάση για επίθεση εναντίον τους. Η Κύπρος θα χωρίζετο σε επτά αυτοδιοικητικές περιφέρειες, από τις οποίες οι δύο θα είχαν Τουρκοκύπριους περιφερειακούς διοικητές, διορισμένους από την Ελληνοκυπριακή κυβέρνηση. Το σχέδιο επίσης περιελάμβανε σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για τον εκδιωχθέντα το 1955 Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, όπως επιστροφή περιουσιών και επαναπατρισμό.
Ο πρόεδρος Τζόνσον προέβη σε αυτή την πραγματικά μοναδικής γενναιοδωρίας πρόταση, όχι φυσικά για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και για την επανόρθωση όλων των αδικιών και εγκλημάτων που συνέβησαν με τους διωγμούς του Ελληνισμού, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσει σταθερότητα και ασφάλεια στην νοτιοανατολική Μεσόγειο με την ένωση Ελλάδας και Κύπρου και την ένταξη της τελευταίας στο ΝΑΤΟ.
Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί οι ΗΠΑ για πρώτη φορά φάνηκαν τόσο γενναιόδωρες απέναντι στον Ελληνισμό, αφού μπορούσαν να ταχτούν ανοικτά υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου, την οποία ανέκαθεν υπολόγιζαν περισσότερο ως σύμμαχο.
Η απάντηση είναι ότι πλησίαζαν οι εκλογές και δεν επιθυμούσε να στερηθεί την ψήφο της ισχυρότατης Ελληνικής ομογένειας, όπως επιπλέον οι στενές φιλικές του σχέσεις με τον Ελληνοαμερικανό μεγαλοεπιχειρηματία, σημαίνον μέλος της οικονομικής ελίτ και πρόεδρο του κινηματογραφικού κολοσσού Twentieth Century Fox Σπύρο Σούρα, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία συντόνιζε τις επισκέψεις και τις επαφές για την επίλυση, τον προέτρεψαν να προβεί σε αυτή την πρόταση, υπέρ της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς.
Παρ όλα αυτά, εξετάζοντάς την πρόταση αντικειμενικά, πέραν από τα όποια ωφελιμιστικά κίνητρα του Λίντον Τζόνσον, καταλήγουμε στο ότι αποτελούσε μια πράξη μοναδικής σημασίας που θα αποκαθιστούσε την Ιστορική δικαιοσύνη για το παρελθόν, την σταθερότητα για το παρόν και την απόλυτη πολιτική και κοινωνική ομαλότητα για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν.
Δυστυχώς η πρόταση απορρίφθηκε και από τον Μακάριο και από τον Παπανδρέου.
Η Ένωση με την Ελλάδα ήταν κάτι που ο Μακάριος όχι μόνο δεν θέλησε ποτέ, αλλά τάχτηκε και φανερά εναντίον, διότι μια τέτοια προοπτική θα τον έθετε υπόλογο κάτω από μια Ελληνική κυβέρνηση και θα περιόριζε την απόλυτη εξουσία του, κάτι που θα έπληττε ανεπανόρθωτα τον φίλαρχο και υπεροπτικό του χαρακτήρα, καθώς και την συμπλεγματική του μανία, ν΄αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα-ρυθμιστή, όσον αφορά τις στρατηγικές των ισχυρών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο δε Γεώργιος Παπανδρέου κινούμενος από ένα αχαρακτήριστο, ανούσιο και αψυχολόγητο λεονταρισμό, για να μην τον χαρακτηρίσουμε παλιμπαιδισμό, αρνήθηκε την πρόταση χαρακτηρίζοντας την ως μειοδοσία, γιατί η παραχώρηση της βάσης της Καρπασίας στους Τούρκους τον προσέβαλε !!!!!!
Άλλωστε ένα μόλις χρόνο μετά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία κατόπιν της σοβαρής αντιπαράθεσής του με τα ανάκτορα, όσον αφορά την απαίτηση του για ανάληψη εν παραλλήλω με την πρωθυπουργία, των καθηκόντων του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού του ΓΕΣ, στρατηγού Γεννηματά.
Όπως αναφέρει ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και στενός συνεργάτης του Γεωργίου Παπανδρέου (κάτι ανάλογο Σαμαρά Μπαλτάκου) Πέτρος Γαρουφαλλιάς, ο Παπανδρέου επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις και να πλήξει το αξιόμαχό τους, ιδιαίτερα εν όψη της απειλής της Τουρκίας στην Κύπρο. Για ποιο λόγο λοιπόν, ένα χρόνο πριν να συναινέσει για την Ένωση; Για κάποιους που ψευδώς αναφέρουν ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου με χαρά δέχτηκε την πρόταση των ΗΠΑ, αλλά αρνήθηκε η Κύπρος και η Τουρκία, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αφού όπως λέγεται ήταν σύμφωνος, τότε δεν είχε κανένα λόγο να αρνηθεί να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του Ισμέτ Ινονού στην Ουάσιγκτον.
Εν τέλει η απόρριψη της πρότασης από τους δυο άνδρες, ξεσήκωσε διεθνή θύελλα αρνητικών σχολίων και εξευτελιστικών γι αυτούς χαρακτηρισμών από ηγέτες κρατών.
Οι δε προφητικές λέξεις του προέδρου Τζόνσον προς τον Γεώργιο Παπανδρέου κατόπιν της άρνησης του τελευταίου, άνοιγαν την αυλαία του δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δέκα μόλις χρόνια μετά και να αποβεί μια από τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
«Τις προηγούμενες μέρες μόλις και μετά βίας εμπόδισα τους Τούρκους από το να εισβάλλουν στην Κύπρο. Ξέρετε, κύριε Παπανδρέου είναι καλύτερα να συνομιλείς πριν, παρά μετά από μια εισβολή.»
Ας σκεφτεί λοιπόν ο καθένας από εμάς, τι θα είχε αποφευχθεί εάν δεν είχε υπερισχύσει η για οποιοδήποτε προσωπικό ή πολιτικό λόγο, προδοσία.
Πόσο διαφορετικά θα εξελίσσονταν η Ιστορία καθώς και η ζωή και η τύχη μας σαν Έθνος, αν στις κρίσιμες στιγμές οι αποφάσεις για το Μέλλον του Ελληνισμού, λαμβάνονταν από έντιμους κυβερνήτες, άνδρες πιστούς στην Πατρίδα και στην Φυλή και όχι από μισερούς και άθλιους δοσίλογους.
Κάποιοι άλλοι όμως σε σύγχρονες εποχές, μέσω της αναστροφής της αλήθειας και της χάλκευσης αποδείξεων, στοιχείων και γεγονότων κατόρθωσαν να καλύψουν την ατιμία και το όνειδος της προδοσίας τους και να συνεχίζουν ακόμη έως σήμερα, πολλά έτη μετά τον θάνατό τους να χαρακτηρίζονται ως Εθνάρχες και σωτήρες.
Αλλά ας πάμε λίγες δεκαετίες πίσω και συγκεκριμένα στο έτος 1964 όταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Λίντον Τζόνσον, πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Γεώργιος Παπανδρέου και πρόεδρος της νεοσύστατης Κυπριακής δημοκρατίας, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος.
Το 1962 υπήρξε μια χρονιά κρίσιμη για την Παγκόσμια Ειρήνη, όταν η ανθρωπότητα τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έφθασε στα πρόθυρα ενός πυρηνικού πολέμου, λόγω της κρίσης που προέκυψε από τον ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κούβα κατόπιν της αποκάλυψης, ότι στο νησί υπάρχουν εγκαταστημένοι Σοβιετικοί πύραυλοι.
Εν τέλει μετά από δέκα ημέρες αγωνίας και τρόμου η κρίση εκτονώθηκε και η επιφανειακή ηρεμία στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ επανήλθε.
Φυσικά η λαϊκή δημοκρατία της Κούβας και ο Φιντέλ Κάστρο παρέμειναν ως αιχμηρό αγκάθι στα πλευρά των ΗΠΑ και ως άκρως επικίνδυνη εστία απειλής των μεγάλων βιομηχανικών της κέντρων.
Το 1964 λοιπόν στην άλλη πλευρά του κόσμου και συγκεκριμένα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, μια μικρή νεοσύστατη δημοκρατία, η οποία αποτελούσε γεωπολιτικά ένα από τα πλέον στρατηγικά σημεία της ευρύτερης περιοχής, λόγω των επιπόλαιων, αναίτιων και ευκαιριακών σχεδίων και διαπραγματεύσεων του ιερωμένου πολιτικού της ηγέτη με την ΕΣΣΔ, κινδύνευε να μετατραπεί σε μια νέα «Κούβα» για τις ΗΠΑ και τις ΝΑΤΟικές δυνάμεις. Λόγω της γειτνίασης της με την διώρυγα του Σουέζ, η προοπτική μιας συμφωνίας με τους Σοβιετικούς και η εγκατάσταση οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς στο έδαφός της, θα είχε ολέθρια αποτελέσματα για την Δύση.
Έτσι λοιπόν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον προκειμένου να προλάβει την δημιουργία μίας νέας Παγκοσμίου κρίσης η οποία αυτή την φορά ίσως και να κατέληγε σε πυρηνικό ολοκαύτωμα, διατύπωσε μέσω του υπουργού εξωτερικών Ντήν Άτσεσον προς τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου και τον πρόεδρο της Κύπρου αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την ακόλουθη πρόταση, μια μυστική συμφωνία.
Πλήρη Ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο, κάτι που επιθυμούσε διακαώς το μεγαλύτερο μέρος του Κυπριακού Ελληνισμού με μόνη παραχώρηση στην Τουρκία μιας βάσης στο ανατολικό άκρο της Κύπρου, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Η περιοχή θα εξακολουθούσε να αποτελεί έδαφος της Ελληνοκυπριακής Δημοκρατίας, αλλά θα νοικιάζονταν για 25 ή 50 χρόνια (οι αναφορές διίστανται) στους Τούρκους, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η Κύπρος δεν θα χρησιμοποιηθεί ως Ελληνική βάση για επίθεση εναντίον τους. Η Κύπρος θα χωρίζετο σε επτά αυτοδιοικητικές περιφέρειες, από τις οποίες οι δύο θα είχαν Τουρκοκύπριους περιφερειακούς διοικητές, διορισμένους από την Ελληνοκυπριακή κυβέρνηση. Το σχέδιο επίσης περιελάμβανε σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για τον εκδιωχθέντα το 1955 Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, όπως επιστροφή περιουσιών και επαναπατρισμό.
Ο πρόεδρος Τζόνσον προέβη σε αυτή την πραγματικά μοναδικής γενναιοδωρίας πρόταση, όχι φυσικά για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και για την επανόρθωση όλων των αδικιών και εγκλημάτων που συνέβησαν με τους διωγμούς του Ελληνισμού, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσει σταθερότητα και ασφάλεια στην νοτιοανατολική Μεσόγειο με την ένωση Ελλάδας και Κύπρου και την ένταξη της τελευταίας στο ΝΑΤΟ.
Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί οι ΗΠΑ για πρώτη φορά φάνηκαν τόσο γενναιόδωρες απέναντι στον Ελληνισμό, αφού μπορούσαν να ταχτούν ανοικτά υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου, την οποία ανέκαθεν υπολόγιζαν περισσότερο ως σύμμαχο.
Η απάντηση είναι ότι πλησίαζαν οι εκλογές και δεν επιθυμούσε να στερηθεί την ψήφο της ισχυρότατης Ελληνικής ομογένειας, όπως επιπλέον οι στενές φιλικές του σχέσεις με τον Ελληνοαμερικανό μεγαλοεπιχειρηματία, σημαίνον μέλος της οικονομικής ελίτ και πρόεδρο του κινηματογραφικού κολοσσού Twentieth Century Fox Σπύρο Σούρα, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία συντόνιζε τις επισκέψεις και τις επαφές για την επίλυση, τον προέτρεψαν να προβεί σε αυτή την πρόταση, υπέρ της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς.
Παρ όλα αυτά, εξετάζοντάς την πρόταση αντικειμενικά, πέραν από τα όποια ωφελιμιστικά κίνητρα του Λίντον Τζόνσον, καταλήγουμε στο ότι αποτελούσε μια πράξη μοναδικής σημασίας που θα αποκαθιστούσε την Ιστορική δικαιοσύνη για το παρελθόν, την σταθερότητα για το παρόν και την απόλυτη πολιτική και κοινωνική ομαλότητα για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν.
Δυστυχώς η πρόταση απορρίφθηκε και από τον Μακάριο και από τον Παπανδρέου.
Η Ένωση με την Ελλάδα ήταν κάτι που ο Μακάριος όχι μόνο δεν θέλησε ποτέ, αλλά τάχτηκε και φανερά εναντίον, διότι μια τέτοια προοπτική θα τον έθετε υπόλογο κάτω από μια Ελληνική κυβέρνηση και θα περιόριζε την απόλυτη εξουσία του, κάτι που θα έπληττε ανεπανόρθωτα τον φίλαρχο και υπεροπτικό του χαρακτήρα, καθώς και την συμπλεγματική του μανία, ν΄αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα-ρυθμιστή, όσον αφορά τις στρατηγικές των ισχυρών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο δε Γεώργιος Παπανδρέου κινούμενος από ένα αχαρακτήριστο, ανούσιο και αψυχολόγητο λεονταρισμό, για να μην τον χαρακτηρίσουμε παλιμπαιδισμό, αρνήθηκε την πρόταση χαρακτηρίζοντας την ως μειοδοσία, γιατί η παραχώρηση της βάσης της Καρπασίας στους Τούρκους τον προσέβαλε !!!!!!
Άλλωστε ένα μόλις χρόνο μετά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία κατόπιν της σοβαρής αντιπαράθεσής του με τα ανάκτορα, όσον αφορά την απαίτηση του για ανάληψη εν παραλλήλω με την πρωθυπουργία, των καθηκόντων του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού του ΓΕΣ, στρατηγού Γεννηματά.
Όπως αναφέρει ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και στενός συνεργάτης του Γεωργίου Παπανδρέου (κάτι ανάλογο Σαμαρά Μπαλτάκου) Πέτρος Γαρουφαλλιάς, ο Παπανδρέου επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις και να πλήξει το αξιόμαχό τους, ιδιαίτερα εν όψη της απειλής της Τουρκίας στην Κύπρο. Για ποιο λόγο λοιπόν, ένα χρόνο πριν να συναινέσει για την Ένωση; Για κάποιους που ψευδώς αναφέρουν ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου με χαρά δέχτηκε την πρόταση των ΗΠΑ, αλλά αρνήθηκε η Κύπρος και η Τουρκία, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αφού όπως λέγεται ήταν σύμφωνος, τότε δεν είχε κανένα λόγο να αρνηθεί να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του Ισμέτ Ινονού στην Ουάσιγκτον.
Εν τέλει η απόρριψη της πρότασης από τους δυο άνδρες, ξεσήκωσε διεθνή θύελλα αρνητικών σχολίων και εξευτελιστικών γι αυτούς χαρακτηρισμών από ηγέτες κρατών.
Οι δε προφητικές λέξεις του προέδρου Τζόνσον προς τον Γεώργιο Παπανδρέου κατόπιν της άρνησης του τελευταίου, άνοιγαν την αυλαία του δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δέκα μόλις χρόνια μετά και να αποβεί μια από τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
«Τις προηγούμενες μέρες μόλις και μετά βίας εμπόδισα τους Τούρκους από το να εισβάλλουν στην Κύπρο. Ξέρετε, κύριε Παπανδρέου είναι καλύτερα να συνομιλείς πριν, παρά μετά από μια εισβολή.»
Ας σκεφτεί λοιπόν ο καθένας από εμάς, τι θα είχε αποφευχθεί εάν δεν είχε υπερισχύσει η για οποιοδήποτε προσωπικό ή πολιτικό λόγο, προδοσία.
Πόσο διαφορετικά θα εξελίσσονταν η Ιστορία καθώς και η ζωή και η τύχη μας σαν Έθνος, αν στις κρίσιμες στιγμές οι αποφάσεις για το Μέλλον του Ελληνισμού, λαμβάνονταν από έντιμους κυβερνήτες, άνδρες πιστούς στην Πατρίδα και στην Φυλή και όχι από μισερούς και άθλιους δοσίλογους.