Ο αστυνομικός, 37 ετών τότε, τραυματίστηκε στην προσπάθεια του να ακινητοποιήσει τον κατηγορούμενο στο πλαίσιο αστυνομικού ελέγχου σε υπόθεση ναρκωτικών.
Συγκεκριμένα στις 31 Ιουλίου του 2020, φτάνει στο Αστυνομικό Τμήμα Καρδίτσας πληροφορία ότι ο κατηγορούμενος είχε μεταβεί στην Αθήνα προκειμένου να προμηθευτεί ναρκωτικά για να διακινήσει στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα. Τότε πάρθηκε η απόφαση να πραγματοποιηθεί επιχείρηση για τον έλεγχο του κατηγορούμενου με τον άτυχο αστυνομικό να επιβαίνει σε περιπολικό μαζί με δύο συναδέλφους του.
Το περιπολικό ήταν σταθμευμένο κοντά στο Νοσοκομείο της Καρδίτσας καθώς οι αστυνομικοί γνωρίζουν ότι ο κατηγορούμενος πηγαίνει στα Τρίκαλα μέσω Μουζακίου. Τελικά εντοπίζουν το όχημα του και προβαίνουν σε σήμα για να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος σταματά, ο αστυνομικός προσεγγίζει το όχημα για να ακινητοποιήσει τον κατηγορούμενο και μόλις φτάνει στο παράθυρο του οδηγού, ο 64χρονος πατάει γκάζι και «σέρνει» τον αστυνομικό – ο οποίος είχε εγκλωβιστεί – για περίπου 17 μέτρα.
Ο οδηγός κάνει ελιγμούς στην προσπάθεια του να τον αποφύγει και τελικά ο αστυνομικός συγκρούεται σε μια κολώνα με αποτέλεσμα να βρεθεί στο έδαφος έχοντας υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.
Ο κατηγορούμενος διαφεύγει και ξεκινάει η καταδίωξη του η οποία ολοκληρώθηκε τριάντα χιλιόμετρα αργότερα στα Μεγάλα Καλύβια στα Τρίκαλα όταν ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος του και έπεσε πάνω σε μια στάση λεωφορείου.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής όπως κατέθεσαν την Τετάρτη στο δικαστήριο οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην καταδίωξη, ο κατηγορούμενος οδηγούσε επικίνδυνα και προσπάθησε αρκετές φορές να τους διεμβολίσει.
«Θα έκανε οτιδήποτε για να ξεφύγει» κατέθεσε αστυνόμος, απαντώντας παράλληλα σε ερώτηση του δικαστηρίου πως δεν είχαν αντιληφθεί τον τραυματισμό του συναδέλφου τους αλλιώς δεν θα συμμετείχαν στην καταδίωξη.
Ωστόσο η γυναίκα του παθόντα, αστυνομικός στο επάγγελμα και η ίδια, στην κατάθεσή της κατέκρινε την συμπεριφορά των δύο ανδρών λέγοντας χαρακτηριστικά πως «με τρώει γιατί δεν σταμάτησαν να πάρουν ένα τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ» και γι’ αυτό, όπως πρόσθεσε, «τους αποκαλώ συνεπιβαίνοντες και όχι συναδέλφους».
Για τον κατηγορούμενο η γυναίκα τόνισε πως σκοπός του ήταν να σκοτώσει τον σύζυγο της. «Τον σκότωσε αλλά ήταν θέλημα Θεού να ζήσει» ανέφερε η γυναίκα και περιέγραψε στο δικαστήριο τις δύσκολες στιγμές μετά το συμβάν και τις προσπάθειες των γιατρών αρχικά στο νοσοκομείο της Καρδίτσας και στη συνέχεια στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας να τον κρατήσουν στη ζωή.
«Έχουν καταστραφεί ψυχολογικά οι ζωές μας» πρόσθεσε η γυναίκα και ανέφερε τα σοβαρά σωματικά και ψυχικά κατάλοιπα που άφησε το συμβάν στον σύζυγό της.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν γνωστός στις αστυνομικές αρχές της Καρδίτσας, κατέθεσε πως είναι εξαρτημένος από μικρή ηλικία στις ναρκωτικές ουσίες και πως παίρνει τα ναρκωτικά για ιδία χρήση και όχι για διακίνηση. Για το συμβάν ανέφερε πως δεν είχε σκοπό να βλάψει τον αστυνομικό και ότι απλώς προσπαθούσε να τον αποφύγει προσθέτοντάς πως πάτησε γκάζι επειδή εκνευρίστηκε όταν ο αστυνομικός, κατά τον ίδιο, τον έβρισε.
Ωστόσο όπως ανέφερε ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του, αυτή η συμπεριφορά του κατηγορούμενου, τυποποιεί το αδίκημα. Δηλαδή η συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά αυτό τον τρόπο για να αποφύγει τον αστυνομικό έλεγχό, «είναι η αποδοχή του ενδεχομένου του θανάτου του αστυνομικού».
«Είναι θαύμα πως διατηρήθηκε στη ζωή» τόνισε ο εισαγγελέας και ανέλυσε τις σοβαρές συνέπειες που είχε το συμβάν στη ζωή του αστυνομικού και όλα αυτά ως «αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου».
Ο εισαγγελέας πρότεινε εν τέλη την ενοχή του με το δικαστήριο να τον κηρύσσει με τη σειρά του ένοχο και να του επιβάλει ποινή κάθειρξης 16 ετών όπως και πρωτοδίκως. Να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε επίσης για αντίσταση και διακίνηση ναρκωτικών.
Πηγή: larissanet.gr