Εκφράσεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε συχνά. Γνωρίζουμε το πώς να τις χρησιμοποιούμε, αγνοούμε, όμως, την ιστορία τους και πώς προέκυψαν.
Η φράση «σιγά τον πολυέλαιο» έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση. Σε...
πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, ακόμη και σήμερα είναι χαρακτηριστική η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυελαίους, να τους κινεί, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ κοντάρι, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι ώστε να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας.
Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και ήταν βιαστική και με δύναμη κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, τότε του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».
Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Υπάρχει, βέβαια, και μία ακόμη εκδοχή, περισσότερο κοσμική, η οποία έχει την βάση της στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, μαζί με τη βασίλισσα οργάνωναν συχνά γιορτές.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ’21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το κέφι, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες.
Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον».
Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και ήταν βιαστική και με δύναμη κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, τότε του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».
Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Υπάρχει, βέβαια, και μία ακόμη εκδοχή, περισσότερο κοσμική, η οποία έχει την βάση της στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, μαζί με τη βασίλισσα οργάνωναν συχνά γιορτές.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ’21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το κέφι, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες.
Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον».