Ο Μέγας Αλέξανδρος (356-323 π.Χ.) αφού είχε κατακτήσει σχεδόν όλη την Οικουμένη, καθώς επέστρεφε από τις Ινδίες στη Βαβυλώνα, εισήλθε στην έρημο της Γεδρωσίας και άρχισε να τη διασχίζει. Εκεί ίσως βρέθηκε στην πιο δύσκολη στιγμή της εκστρατείας του.
Αφού...
είχε προχωρήσει βαθιά μέσα στην έρημο το στράτευμά του μαστιζόταν από την έλλειψη τροφής και νερού. Μέσα σε πραγματικά δυσχερέστατες συνθήκες ο Αλέξανδρος για ακόμη μία φορά έδειξε την απέραντη υψηλοφροσύνη του. Όπως περιγράφει ο ιστορικός Αρριανός, όταν κάποιοι στρατιώτες που έψαχναν για νερό κατάφεραν και βρήκαν μια ελάχιστη ποσότητα, την οποία έβαλαν μέσα σε ένα κράνος, αμέσως έτρεξαν να το προσφέρουν στο βασιλιά τους, τον Αλέξανδρο, σαν ένα σπουδαίο λάφυρο.
Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του το κράνος με το νερό δεν το ήπιε, όπως θα περίμεναν όλοι! Αντίθετα! Το σήκωσε ψηλά ώστε να το βλέπουν όλοι και το έριξε κάτω!
Η πράξη αυτή του Αλεξάνδρου εμψύχωσε τους στρατιώτες, ώστε όπως σχολιάζει ο Αρριανός ήταν σαν να ήπιαν όλοι από εκείνο το κράνος και έτσι να ξεδίψασε το στράτευμα!
Στην πράξη ο Αλέξανδρος με την κίνηση του αυτή είχε ξεδιψάσει τις ψυχές των στρατιωτών και τους είχε αναπτερώσει το ηθικό δίνοντάς τους δύναμη και κουράγιο να αντέξουν τις απάνθρωπες κακουχίες.
Πάνω από 2000 χρόνια αργότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέβη κάτι "παρόμοιο" πολύ πιθανόν εμπνευσμένο από το παραπάνω ιστορικό γεγονός που είχε πρωταγωνιστή τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων τών εποχών.
Πρωταγωνιστής αυτού του περιστατικού ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Ά(παππούς του προσφάτως θανόντος Βασιλιά Κωνσταντίνου Β') που τελούσε και καθήκοντα αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού και στους δύο βαλκανικούς πολέμους(1912-13).Η ιστορία έχει ως εξής: μετά από μια σχεδόν εξοντωτική 10ωρη πορεία οι στρατιωτικές μας μονάδες, με μπροστάρη τον Στρατηλάτη Κωνσταντίνο Ά είχαν διχάσει πάρα πολύ, μιας και για πολλές ώρες δεν είχαν συναντήσει ούτε μια μικρή πηγή για να ξεδιψάσουν. Τα μεσάνυχτα λοιπόν βρέθηκε μια βρυσούλα στην πλαγιά του βουνού, που ωστόσο έσταζε ελάχιστα, με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστια ουρά. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τον γιακά του μανδύα του και πλησίασε στο σκοτάδι την πηγή, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ομαλά. Και έγινε έξω φρενών, όταν άκουσε έναν επιλοχία φορτωμένο παγούρια να φωνάζει άγρια στους στρατιώτες:
«Τραβηχτείτε από εκεί!».
Ολοι παραμέρισαν αλλά ένας πανύψηλος εύζωνας ρώτησε:
«Γιατί, κυρ-επιλοχία; Εδώ έχουμε σειρά, δεν το βλέπετε;».«Κάνε στην μπάντα. Τα παγούρια είναι του λοχαγού. Ποιος σας λογαριάζει εσάς;».«Εγώ!» ακούστηκε σαν κεραυνός μια βροντερή και οργισμένη φωνή. Ηταν ο Στρατηλάτης που πλησίασε, άδραξε τον επιλοχία από τους ώμους και τον ταρακούνησε!
«Όπως άκουσες επιλοχία! Μπορεί άλλοι να μην λογαριάζουν τους στρατιώτες μου, αλλά τους λογαριάζω εγώ! Ποιος είναι ο λοχαγός σου; Τσακίσου να του πεις να έρθει γρήγορα εδώ!».
Ο επιλοχίας χαιρέτισε και έφυγε τρέχοντας, ενώ οι στρατιώτες κοίταζαν τον Κωνσταντίνο με ανοικτό το στόμα! Ο Στρατηλάτης τους χαμογέλασε:
«Γεμίστε τα παγούρια σας με την σειρά. Δεν θα σας ενοχλήσει κανένας άλλος».
Μερικές στιγμές αργότερα έστεκε ακίνητος μπροστά του ο λοχαγός.
«Θα ήθελα να μάθω, αν εσύ έστειλες τον επιλοχία για νερό», ρώτησε αυστηρά ο Στρατηλάτης.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αλλά δεν ήξερα ότι…».
«Και πόσα παγούρια έχεις, κύριε λοχαγέ;».
Ο άλλος κόμπιασε, ξεροκατάπιε, αλλά όφειλε να απαντήσει:
«Εντεκα, Μεγαλειότατε».
Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να εκραγεί!
«Εντεκα παγούρια και έχεις το θράσος να το λες; Ξέρεις πόσα έχουν οι στρατιώτες;».
«Ενα…»
«Και εγώ που είμαι Βασιλιάς πόσα έχω, ξέρεις;».
Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.
«Με την δική σου λογική, αφού εσύ ο λοχαγός έχεις έντεκα, εγώ θα πρέπει να έχω εκατόν έντεκα, έτσι; Ε, λοιπόν, δεν έχω ούτε ένα και δεν έχω βάλει ούτε μια γουλιά νερό στο στόμα μου!».
Ο λοχαγός είχε γίνει κουρέλι στην κυριολεξία!
«Λοιπόν», βρυχήθηκε ο Κωνσταντίνος, «σε τιμωρώ με 10 ημέρες φυλάκιση, για να μάθεις πως στον πόλεμο που το νερό είναι λιγοστό, πρώτα πίνουν οι στρατιώτες, μετά οι υπαξιωματικοί, ύστερα οι αξιωματικοί και τελευταίος ο Βασιλιάς. Και στο μέλλον θα έχεις μόνο ένα παγούρι!»
Ωστόσο, την επόμενη ημέρα ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος του χάρισε την ποινή και ο αξιωματικός πήρε το μάθημά του για όλη του την ζωή!
Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του το κράνος με το νερό δεν το ήπιε, όπως θα περίμεναν όλοι! Αντίθετα! Το σήκωσε ψηλά ώστε να το βλέπουν όλοι και το έριξε κάτω!
Η πράξη αυτή του Αλεξάνδρου εμψύχωσε τους στρατιώτες, ώστε όπως σχολιάζει ο Αρριανός ήταν σαν να ήπιαν όλοι από εκείνο το κράνος και έτσι να ξεδίψασε το στράτευμα!
Στην πράξη ο Αλέξανδρος με την κίνηση του αυτή είχε ξεδιψάσει τις ψυχές των στρατιωτών και τους είχε αναπτερώσει το ηθικό δίνοντάς τους δύναμη και κουράγιο να αντέξουν τις απάνθρωπες κακουχίες.
Πάνω από 2000 χρόνια αργότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέβη κάτι "παρόμοιο" πολύ πιθανόν εμπνευσμένο από το παραπάνω ιστορικό γεγονός που είχε πρωταγωνιστή τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων τών εποχών.
Πρωταγωνιστής αυτού του περιστατικού ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Ά(παππούς του προσφάτως θανόντος Βασιλιά Κωνσταντίνου Β') που τελούσε και καθήκοντα αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού και στους δύο βαλκανικούς πολέμους(1912-13).Η ιστορία έχει ως εξής: μετά από μια σχεδόν εξοντωτική 10ωρη πορεία οι στρατιωτικές μας μονάδες, με μπροστάρη τον Στρατηλάτη Κωνσταντίνο Ά είχαν διχάσει πάρα πολύ, μιας και για πολλές ώρες δεν είχαν συναντήσει ούτε μια μικρή πηγή για να ξεδιψάσουν. Τα μεσάνυχτα λοιπόν βρέθηκε μια βρυσούλα στην πλαγιά του βουνού, που ωστόσο έσταζε ελάχιστα, με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστια ουρά. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τον γιακά του μανδύα του και πλησίασε στο σκοτάδι την πηγή, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ομαλά. Και έγινε έξω φρενών, όταν άκουσε έναν επιλοχία φορτωμένο παγούρια να φωνάζει άγρια στους στρατιώτες:
«Τραβηχτείτε από εκεί!».
Ολοι παραμέρισαν αλλά ένας πανύψηλος εύζωνας ρώτησε:
«Γιατί, κυρ-επιλοχία; Εδώ έχουμε σειρά, δεν το βλέπετε;».«Κάνε στην μπάντα. Τα παγούρια είναι του λοχαγού. Ποιος σας λογαριάζει εσάς;».«Εγώ!» ακούστηκε σαν κεραυνός μια βροντερή και οργισμένη φωνή. Ηταν ο Στρατηλάτης που πλησίασε, άδραξε τον επιλοχία από τους ώμους και τον ταρακούνησε!
«Όπως άκουσες επιλοχία! Μπορεί άλλοι να μην λογαριάζουν τους στρατιώτες μου, αλλά τους λογαριάζω εγώ! Ποιος είναι ο λοχαγός σου; Τσακίσου να του πεις να έρθει γρήγορα εδώ!».
Ο επιλοχίας χαιρέτισε και έφυγε τρέχοντας, ενώ οι στρατιώτες κοίταζαν τον Κωνσταντίνο με ανοικτό το στόμα! Ο Στρατηλάτης τους χαμογέλασε:
«Γεμίστε τα παγούρια σας με την σειρά. Δεν θα σας ενοχλήσει κανένας άλλος».
Μερικές στιγμές αργότερα έστεκε ακίνητος μπροστά του ο λοχαγός.
«Θα ήθελα να μάθω, αν εσύ έστειλες τον επιλοχία για νερό», ρώτησε αυστηρά ο Στρατηλάτης.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αλλά δεν ήξερα ότι…».
«Και πόσα παγούρια έχεις, κύριε λοχαγέ;».
Ο άλλος κόμπιασε, ξεροκατάπιε, αλλά όφειλε να απαντήσει:
«Εντεκα, Μεγαλειότατε».
Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να εκραγεί!
«Εντεκα παγούρια και έχεις το θράσος να το λες; Ξέρεις πόσα έχουν οι στρατιώτες;».
«Ενα…»
«Και εγώ που είμαι Βασιλιάς πόσα έχω, ξέρεις;».
Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.
«Με την δική σου λογική, αφού εσύ ο λοχαγός έχεις έντεκα, εγώ θα πρέπει να έχω εκατόν έντεκα, έτσι; Ε, λοιπόν, δεν έχω ούτε ένα και δεν έχω βάλει ούτε μια γουλιά νερό στο στόμα μου!».
Ο λοχαγός είχε γίνει κουρέλι στην κυριολεξία!
«Λοιπόν», βρυχήθηκε ο Κωνσταντίνος, «σε τιμωρώ με 10 ημέρες φυλάκιση, για να μάθεις πως στον πόλεμο που το νερό είναι λιγοστό, πρώτα πίνουν οι στρατιώτες, μετά οι υπαξιωματικοί, ύστερα οι αξιωματικοί και τελευταίος ο Βασιλιάς. Και στο μέλλον θα έχεις μόνο ένα παγούρι!»
Ωστόσο, την επόμενη ημέρα ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος του χάρισε την ποινή και ο αξιωματικός πήρε το μάθημά του για όλη του την ζωή!
B.B.