Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1405 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς. Υπεραγαπούσε τη μητέρα του και πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ήταν και νεότερος αδερφός του επίσης αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου και του Θεόδωρου Β´ Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά.
Αν και συχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος, ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Κωνσταντινούπολη υπό την επίβλεψη των γονιών του. Επίσης για τη φυσική του εμφάνιση δεν είναι τίποτα γνωστό. Σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκε στο κυνήγι, την ιππασία και την πολεμική τέχνη. Τον Νοέμβριο του 1423, όταν ο αδελφός του Ιωάννης Η´ ταξίδεψε στη Βενετία και την Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας, όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας έτσι την πρώτη του επαφή με θέση εξουσίας. Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του "δεσπότη" και του παραχωρήθηκε μία περιοχή εκτεινόμενη κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας από την πόλη Μεσημβρία στον βορρά μέχρι τον Δέρκο στο νότο.Από το 1423 σημειώθηκαν κάποιες πρώτες κινήσεις τοποθέτησης του Κωνσταντίνου ως δεσπότη του Μυστρά: ο αδελφός του, Θεόδωρος Β´, ήθελε να αποσυρθεί με σκοπό να μονάσει, αλλά τελικά μεταπείστηκε να παραμείνει. Πείστηκε όμως να παραχωρήσει ο ίδιος στον αδελφό του Κωνσταντίνο ικανό μέρος εδαφών, όπως το λιμάνι της Βοστίτσας, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία, την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Αρχικά η βάση του ήταν η Γλαρέντζα. Ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον αδελφό του, Ιωάννη, να εδραιώσει τον βυζαντινό έλεγχο στην Πελοπόννησο, εκστρατεύοντας εναντίον των Λατίνων πριγκίπων που εξακολουθούσαν να κατέχουν τμήματά της και, εκτός από τις ενετικές κτήσεις στη Μεθώνη Μεσσηνίας, την Κορώνη και το Ναύπλιο, ολόκληρη η χερσόνησος τέθηκε υπό βυζαντινό έλεγχο. Τον Ιούλιο του 1428 οι τρεις αδελφοί, Ιωάννης Η', Θεόδωρος Β' και Κωνσταντίνος, ενώθηκαν για να καταλάβουν την Πάτρα, αλλά τελικά οι πολιορκούμενοι δέχθηκαν να καταβάλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Αργότερα ο Κωνσταντίνος συμμετείχε και στη δεύτερη απόπειρα πολιορκίας της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1429, κατά την οποία γλίτωσε το θάνατο ή την αιχμαλωσία, αλλά τελικά κατέλαβε την πόλη. Έτσι, σε ηλικία μόλις 24 ετών διοίκησε με τα αδέρφια του το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε για την αποφασιστικότητα και τις διοικητικές του ικανότητες. Τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά Παλαιολόγο (επίσης δεσπότη από το 1430) να ανταλλάξουν τις περιοχές τους και ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα, πρώην έδρα του Θωμά. Για να αντισταθμίσει τη βενετική επιρροή προσέγγισε την κοινότητα της Ραγούζα που κι αυτή ενδιαφερόταν να αποκτήσει εμπορικά προνόμια αλλά τελικά δεν συμφώνησαν. Το 1436, ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θεόδωρο Β´ πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους, Ιωάννη Η´, για το ποιος θα τον αντικαταστήσει. Τελικά επιλέχθηκε να διοριστεί ως συναυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, επειδή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος θα αναχωρούσε για την Ιταλία, όπου θα συμμετείχε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας. Το γεγονός αυτό έδειχνε ποιος προκρινόταν για διάδοχος του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος μετέβη στην πρωτεύουσα επιβιβαζόμενος στην Κάρυστο της Ευβοίας σε ένα από τα πλοία που έστειλε ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ από την Κρήτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου ως αντιβασιλέα έληξαν τον Φεβρουάριο του 1440 όταν επέστρεψε ο αδελφός του από την Ιταλία. Καθυστέρησε όμως να επιστρέψει στο Μυστρά επειδή σκεπτόταν να ξαναπαντρευτεί. Τελικά νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου και γύρισε στο Μυστρά τον Σεπτέμβριο του 1441. Τον Ιούλιο του 1442 αναχώρησε εκ νέου από τον Μυστρά με σκοπό να βοηθήσει τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη επειδή την πολιορκούσαν ο Δημήτριος Παλαιολόγος με τους Οθωμανούς. Περνώντας από τη Λήμνο για να πάρει την γυναίκα του, εγκλωβίστηκε από τον οθωμανικό στόλο. Αν και οι Βενετοί έστειλαν στόλο για να τον πάρουν, τελικά κατόρθωσε να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τον Ιούνιο του 1443, ο αδελφός του Θεόδωρος από τον Μυστρά τού πρότεινε να του δώσει το Δεσποτάτο και να πάρει τη Σηλυβρία. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ο Κωνσταντίνος ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά, που τότε ήταν το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη.
Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της οθωμανικής απειλής. Μετά από πρόταση του περίφημου δασκάλου του, Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνα, οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Κορίνθου.
Το καλοκαίρι του 1444, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στο λατινικό Δουκάτο των Αθηνών. Γρήγορα κατέκτησε τη Θήβα και την Αθήνα, αναγκάζοντας τον Φλωρεντίνο δούκα Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι, υποτελή του Οθωμανού σουλτάνου, να του αποδώσει φόρο υποτέλειας. Έτσι, επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον του και κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄, οι δυνητικοί διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του Δημήτριος και Θωμάς, όμως ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ευνοημένος του τελευταίου αυτοκράτορα και το είχε δηλώσει λίγο πριν αποβιώσει. Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Ελένη Δραγάτση. Η Αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό Λάσκαρι, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα. Έτσι στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449). Εκκλησιαστική τελετή στέψης στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθενωτικών. Αρχικά απευθύνθηκε στον Βενετό διοικητή των Χανίων για να του παραχωρήσει πλοίο για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά έφτασε στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανικό πλοίο.
Η βασιλεία του διήρκεσε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και εικοσιτέσερις ημέρες.Μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η δρομολόγηση ανακωχής με τους Τούρκους και ο προσεταιρισμός της ανθενωτικής παράταξης.
Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα κι εκείνοι αναζήτησαν σύμμαχο στον Μωάμεθ Β'.[
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στο θάνατό του, άλλες καταγράφουν απλώς ότι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσουν κι επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωάμεθ. Αυτό επανέλαβαν οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει πως ίσως χάθηκε το κεφάλι του.
Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως αφού σκοτώθηκε σε ρείγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από ένα γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη που το δώρησε στον σουλτάνο.
Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε. Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει πως ο Ιουστινιάνης διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνας του ζήτησε να διαφύγει ασφαλώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να πεθάνει μαζί με την αυτοκρατορία του.
Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν πως σκοτώθηκε και το πτώμα του που βρέθηκε αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια.
Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β' αναφέρει πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη.
Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος θεωρείται εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας» αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
29 Μαΐου 1453...
Ημέρα Μνήμης...
Ημέρα τιμής...
29 Μαΐου 1453...
Ημέρα Μνήμης...
Ημέρα τιμής...
Β.Β.