Με αφορμή την παρουσία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και τις οικονομικές εξαγγελίες που συνηθίζεται, ούτως ή άλλως, να γίνονται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό, φιλικό μου πρόσωπο, σε συζήτησή μας, ανέφερε κάποια στιγμή ότι οι πολίτες ‘‘καταναλώνουμε’’ πολλή ‘‘μασημένη τροφή’’ που μας ‘‘πασάρουν’’. Τα...
λόγια τούτα, λοιπόν, αποτέλεσαν για μένα ‘‘κίνητρο’’ για να κάνω κάτι παντελώς πρωτότυπο: Να μεταφέρω στο παρόν κείμενο τα αριθμητικά στοιχεία και πραγματικά δεδομένα που αφορούν την Ελλάδα και δη την οικονομία της επί 14ων οικονομικών δεικτών, με βάση τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αξιολογεί, σε μακροσκοπικό ορίζοντα και στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων της, τις οικονομίες των κρατών-μελών της, προκειμένου να ελέγχει το οικονομικό status τους και να προσφεύγει στην πιθανή ενεργοποίηση, στην περίπτωση χειροτέρευσης των δεικτών ή και ‘‘εκτροχιασμού’’ τους, της διαδικασίας επαναφοράς (ακόμα και με ‘‘μνημόνια’’) των κρατών-μελών στη δημοσιονομική κανονικότητα και σταθερότητα. Με αυτόν τον τρόπο, φρονώ ότι θα αποκαλυφθεί και η απολύτως πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Ο παραπάνω ευρωπαϊκός ελεγκτικός μηχανισμός είναι γνωστός ως ‘‘διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών’’ (macroeconomic imbalances procedure –MIP, https://economy-finance.ec.europa.eu/economic-and-fiscal-governance/macroeconomic-imbalance-procedure_en) και στοχεύει στον εντοπισμό, την πρόληψη και την αντιμετώπιση (ήτοι τη ‘‘διόρθωση’’) δυνητικά επιζήμιων μακροοικονομικών παραγόντων αποσταθεροποίησης των κρατικών οικονομιών, οι οποίοι παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν, ή, πολύ περισσότερο, επηρεάζουν τη δημοσιονομική ‘‘υγεία’’ των κρατών-μελών ή τη ζώνη του ευρώ ή και την ΕΕ συνολικά. Η δε ανάλυση των 14ων δεικτών περιλαμβάνεται στην έκθεση του λεγόμενου μηχανισμού επαγρύπνησης (alert mechanism report), όπου εντοπίζονται οι σημαντικότερες εσωτερικές και εξωτερικές πτυχές πιθανών μακροοικονομικών ανισορροπιών των κρατών-μελών της Ένωσης.
Ξεκινάω, λοιπόν, με τον ‘‘οπισθοδρομικά κινούμενο τριετή μέσο όρο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστού του ΑΕΠ’’ (1ος δείκτης, current account balance, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsbp10/default/table?lang=en). Τα αποδεκτά για την Κομισιόν όρια είναι +6% (πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών) μέχρι -4% (έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών). Η Ελλάδα παρουσιάζει έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών τα τρία τελευταία χρόνια (ήτοι τα χρόνια που εξετάζονται από την ΕΕ). Το 2021 το έλλειμμα ήταν -5%, το 2022 κυμάνθηκε στο -7,9% και για το 2023 είναι -7,8%. Η χώρα μας, συνεπώς, έχει και σοβαρότατο πρόβλημα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών της αλλά, παράλληλα, στον εν λόγω δείκτη… ‘‘κοκκινίζεται’’ από την ΕΕ.
Η καθαρή επενδυτική θέση της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ (ίδετε: net international investment position as percentage of GDP, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsii10/default/table?lang=en&page=PC_GDP) είναι ο επόμενος δείκτης (2ος δείκτης). Το αποδεκτό όριο για την ΕΕ είναι μέχρι το -35%. Η Ελλάδα βρισκόταν στο -174,3% το 2020, στο -173% το 2021, στο -143,5% το 2022 και στο -140,1% το 2023. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, λοιπόν, ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023). Μάλιστα, τo χαμηλό επίπεδο συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύγκλιση της οικονομίας μας με τον μέσο όρο της ΕΕ. Το πρόβλημα, εν προκειμένω, είναι όχι απλά ορατό αλλά τεράστιο, καθώς η υστέρηση στις επενδύσεις κινδυνεύει να ‘‘καταδικάσει’’ τη χώρα σε μόνιμη στασιμότητα.
Ο τρίτος δείκτης είναι η ‘‘σε βάθος 5ετίας ποσοστιαία μεταβολή, μετρούμενη σε αξίες, των μεριδίων (μιας χώρας) στις εξαγωγικές αγορές’’ (5year percentage change of export market shares, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsex10/default/table?lang=en&page=GS). Στην ουσία, αυτός ο δείκτης μετρά το πώς μεταβάλλεται επί μια 5ετία το ποσοστό του μεριδίου που κατέχει ένα κράτος στις παγκόσμιες ή και περιφερειακές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Το όριο (threshold) εδώ είναι ως -6%. Το 2019 ο εν λόγω δείκτης ήταν για την Ελλάδα στο 13,38%, το 2020 στο -13,26%, το 2021 στο -4,04%, το 2022 στο 3,62% και το 2023 στο 31,12%. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας που ασφαλώς απεικονίζεται στην (όποια) εξαγωγική ισχύ της, μετά τη σημαντική βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη, το 2023 (σημειωτέον, και στις αρχές του 2024) σημείωσε υποχώρηση, κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή, υπό την κοινή για τις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ επίδραση της μεγάλης ανατίμησής του. Παράλληλα, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, πρόσφατες κατατάξεις υποδηλώνουν ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα βελτιώνεται, αλλά εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Σημαίνων δείκτης (4ος δείκτης) είναι και η ‘‘επί τριετία ποσοστιαία μεταβολή του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος’’ ( 3 year percentage change in nominal unit labour cost, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipslm10/default/table?lang=en). H μεταβολή αυτή για τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ επιτρέπεται να είναι μέχρι 9% και για τα υπόλοιπα, εκτός ευρωζώνης, κράτη μέχρι το 12%. Για την Ελλάδα, η εν λόγω μεταβολή ήταν για το 2021 στο 3,3%, για το 2022 στο 3,7% και για το 2023 στο 0,3%. Επί του δείκτη αυτού, η Τράπεζα της Ελλάδας σημειώνει ότι η αύξηση των μέσων αμοιβών στην Ελλάδα επιταχύνθηκε το 2023, ενώ η αύξηση των συνολικών αμοιβών των εργαζομένων ήταν περίπου όση και το 2022, λόγω της επιβράδυνσης της ανόδου της συνολικής και της μισθωτής απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, περιορίστηκε η αύξηση της παραγωγικότητας και αυξήθηκε σημαντικά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε έτσι σημαντικά το 2023, αλλά και πάλι με μικρότερο ρυθμό από εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων στην ΕΕ. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στο σύνολο της οικονομίας μας εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 4,5%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στη ζώνη του ευρώ ήταν 6,2% και 6,6% στην ΕΕ των 27 κρατών, σύμφωνα και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ένας άλλος, περίπλοκος δείκτης (5ος δείκτης), είναι η ‘‘τριετής ποσοστιαία μεταβολή των πραγματικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση συγκεκριμένους αποπληθωριστές (Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), έναντι 41 άλλων βιομηχανικών χωρών’’, με κατώτατα όρια -/+ 5% για τις χώρες της ευρωζώνης και -/+ 11% για τις χώρες που είναι εκτός ευρώ (ίδετε στη διεύθυνση: 3 year percentage change of the real effective exchange rates based on HICP/CPI deflators relative to 41 other industrial countries ,https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipser10/default/table?lang=en&page=PCH_3Y). Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι -3,2% για το 2021, -2,6% για το 2022 και -1,2% για το 2023. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους εθνικούς εναρμονισμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας τους οποίους καταρτίζει η ΕΚΤ τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, παρατηρείται γενικευμένη αύξηση (επιδείνωση) στα παραπάνω μεγέθη του δείκτη.
Ενωσιακός δείκτης (6ος δείκτης) ‘‘ποιοτικής μετρήσεως’’ των κρατικών οικονομιών είναι και το ενοποιημένο χρέος του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ μιας χώρας (consolidated private sector debt in % of GDP, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipspd20/default/table?lang=en&page=PC_GDP). Στην προκείμενη περίπτωση, το χρέος των ιδιωτών συνολικά δεν πρέπει να ξεπερνά το 133% του ΑΕΠ του κράτους-μέλους. Ο δείκτης αυτός για τη χώρα μας ήταν στο 126,1% το 2020, στο 122,4% το 2021, στο 101,1% το 2022 και στο 96,4% το 2023. Φαίνεται, επομένως, ότι ο ιδιωτικός μας τομέας είναι χρεωμένος ‘‘εντός ορίων’’ και πάντως (συμπληρώνω εγώ) πολύ λιγότερο από τον ιδιωτικό τομέα άλλων και σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών.
Εν συνεχεία, καθοριστικός είναι και ο δείκτης (7ος δείκτης) των πιστωτικών ροών προς τον ιδιωτικό τομέα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ ενός κράτους-μέλους (ίδετε για πιο πολλά: private sector credit flow in % of GDP, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipspc20/default/table?lang=en&page=PC_GDP). Το επιτρεπόμενο όριο εδώ είναι το 14%. Η Ελλάδα εν προκειμένω ενώ το 2019 είχε επίδοση -0,9%, για το 2021 έχει επίδοση 0,8%, για το 2022 επίδοση 1,1% και για το 2023 ‘‘έφτασε’’ στο 2,0%. Οι παραπάνω αριθμητικές τεκμηριώσεις, λοιπόν, δείχνουν ότι ενώ, υποτίθεται, η σταθερότητα, η αξιοπιστία και η ευρωστία του τραπεζικού τομέα έχει αποκατασταθεί (βεβαίως με τις γνωστές ‘‘θυσίες’’ όλων ημών, των φορολογουμένων), εντούτοις ο όγκος της δανειοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο ασφαλώς περιλαμβάνεται και άπας ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, εμφανίζει επιβράδυνση.
Ακολούθως, η ΕΕ ελέγχει και τον δείκτη (8ος δείκτης) των ετησίων μεταβολών στις τιμές των κατοικιών με βάση έναν αποπληθωριστή κατανάλωσης οριζόμενο από την Eurostat (Year on year changes in house prices relevant to a Eurostat consumption deflator, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsho10/default/table?lang=en&page=RCH_A_AVG). To όριο του εν λόγω δείκτη είναι το 6%. Για την Ελλάδα ο δείκτης αυτός το 2019 ήταν στο 7,2%, το 2020 στο 5,7%, το 2021 στο 6,5%, το 2022 στο 5,2% και το 2023 στο 8,7%. Τα δεδομένα, λοιπόν, του άνω δείκτη αποτυπώνουν την ιδιαίτερη ‘‘κινητικότητα’’ του. Η ελληνική αγορά ακινήτων προσελκύει επενδυτική ζήτηση, (ως γνωστόν) ιδιαίτερα από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα οι τιμές να κινούνται στον τομέα αυτόν περαιτέρω ανοδικά. Μάλιστα, όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στην αγορά κατοικίας, υπό συνθήκες περιορισμένης προσφοράς ποιοτικού ή νέου αποθέματος. Ως εκ τούτου, διαμορφώνονται επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, τα οποία δυσχεραίνουν την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύρουν ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα, αναδεικνύοντας τη στέγαση σε σημαντικό ζήτημα για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ένας πολύ γνωστός, και πολυσυζητημένος βεβαίως, είναι και ο δείκτης (9ος δείκτης) του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ (ίδετε στη διεύθυνση: general government sector debt in % of GDP, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsgo10/default/table?lang=en&page=PC_GDP). Το όριο εν προκειμένω είναι το ‘‘περίφημο’’ 60% επί του ΑΕΠ. Η Ελλάδα, μακράν από κάθε χώρα στην Ένωση, ως αναμφισβήτητη ‘‘πρωταθλήτρια’’ του χρέους, είχε το 2020 χρέος στο ύψος του 207% επί του ΑΕΠ της, το 2021 στο επίπεδο του 195% του ΑΕΠ της, το 2022 στο 172,7% και το 2023 αντιστοίχως στο 161,9%. Ο εν λόγω τομέας αποτελεί συνεπαγωγικά ένα από τα δεδομένα και ‘‘φθοροποιά βαρίδια’’ της χώρας.
Κομβικός είναι και ο δείκτης (10ος δείκτης) του κατά τα τρία τελευταία έτη μέσου όρου του ποσοστού ανεργίας (3 year backward moving average of unemployment rate, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsun10/default/table?lang=en). Το όριο εν προκειμένω έχει τοποθετηθεί από την ΕΕ στο 10%. Η Ελλάδα είχε ανεργία 16,7% το 2021, 14,9% το 2022 και 12,8% το 2023. Η χώρα μας είναι φανερά ‘‘εκτός ευρωπαϊκών ορίων’’ σε αυτόν τον πολύ κρίσιμο τομέα, αν και τα ποσοστά της ανεργίας έχουν καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια.
Ο επόμενος δείκτης (11ος δείκτης) είναι η ετήσια μεταβολή των συνολικών υποχρεώσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα (year on year changes in total financial sector liabilities, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipsfs10/default/table?lang=en&page=PCH_PRE), η οποία δεν πρέπει να κυμαίνεται πάνω από το 16,5%. Για την Ελλάδα αυτή η μεταβολή ήταν στο 27,5% για το 2020, στο 14,2% για το 2021, στο -0,3% για το 2022 και στο -0,9% για το 2023. Οι παραπάνω αριθμοί και η μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει (ίδετε την επίδοση του 2020 σε σχέση με αυτήν του 2023) δείχνουν ότι η Ελλάδα εξισορροπεί βαθμιαία τη θέση της στον δείκτη αυτόν.
Περαιτέρω, ένας εξαιρετικά σημαντικός δείκτης (12ος δείκτης) είναι αυτός της τριετούς ποσοστιαίας μεταβολής της συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό ενός κράτους-μέλους (3year change in p.p of the activity rate, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipslm60/default/table?lang=en&page=PPCH_3Y). Το όριο της συγκεκριμένης μεταβολής έχει ορισθεί στο -0,2%. Η χώρα μας για το 2021 βρίσκεται στο -0,8%, για το 2022 στο 0,9% και για το 2023 στο 4,2%. Τα άνω στοιχεία σημαίνουν μείωση της γενικής ανεργίας, η οποία έφτασε στο α’ τρίμηνο του 2023 στο 11,8%. Συγκριτικά, στον βασικό αυτόν τομέα η Ελλάδα έχει σημειώσει αναμφισβήτητα προόδους, ωστόσο, και ‘‘δευτεραθλήτρια’’ της ανεργίας είναι πανευρωπαϊκά αλλά και το α’ τρίμηνο του 2024 το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 12,1% (σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος).
Ένας ακόμη δείκτης (13ος δείκτης) είναι αυτός της σε χρονικό εύρος 3ετίας μεταβολής του ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας (ίδετε για περισσότερα στη διεύθυνση: 3 year change of the long-term unemployment rate, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipslm70/default/table?lang=en&page=PPCH_3Y). Εδώ, ευρωπαϊκά επιτρέπεται μια μικρή διακύμανση ως προς τα όρια της μεταβολής του δείκτη, της τάξης του +0,5%. Η Ελλάδα για το 2021 καταγράφει επίδοση -3,3%, για το 2022 επίδοση -3,6% και για το 2023 η αντίστοιχη επίδοση είναι -4,3%. Τα άνω νούμερα αποτυπώνουν το γεγονός ότι στη χώρα υποχωρεί ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων, καθώς ενεργοποιείται σταδιακά ένα κομμάτι του πληθυσμού που δεν είχε πρόσβαση σε θέσεις απασχόλησης.
O τελευταίος δείκτης (14ος δείκτης) είναι η τριετής ποσοστιαία μεταβολή του ποσοστού ανεργίας του ενεργού (οικονομικά) πληθυσμού, ηλικίας 15-24 ετών (ίδετε στη διεύθυνση: 3 year change of the youth unemployment rate, https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tipslm80/default/table?lang=en&page=PPCH_3Υ). Ο εν λόγω δείκτης επιτρέπει μια μεταβολή έως και 2%, οι δε επιδόσεις της Ελλάδας σε αυτόν ήταν -,5,7% για το 2021, -6,1% για το 2022 και -11,3 για το 2023. Οι άνω ‘‘αρνητικές’’ τιμές της Ελλάδας τα τρία τελευταία χρόνια αναφορικά με τη μεταβολή του ποσοστού ανεργίας του νεαρότερου ηλικιακά κομματιού της κοινωνίας δείχνουν ότι υφίσταται δυναμική αύξησης του αριθμού των απασχολούμενων της άνω ηλικιακής ομάδας, κάτι το οποίο είναι και το επιθυμητό.
Καταληκτικά, λοιπόν, τι πραγματικά συμβαίνει με την ελληνική οικονομία, αν λάβει κάποιος υπόψη του τα δεδομένα και τους αριθμούς των δεικτών με βάση τους οποίους αυτή συνεχώς και αδιαλείπτως αξιολογείται και ελέγχεται από την ΕΕ; Αρκούν κάποια θετικά νέα, όπως κυρίως είναι η επίτευξη, πέραν του πεδίου των άνω δεικτών, πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων; Ή θα μας ‘‘λυγίσουν’’ έως και ‘‘συνθλιπτικά υποβαθμίσουν’’ το υψηλότατο χρέος, το μεγάλο και επίμονο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών, το εμφανές επενδυτικό κενό, το θλιβερό ‘‘brain drain’’ και η χαμηλή και ‘‘παρωχημένης’’ κατεύθυνσης παραγωγικότητά μας; Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, πάντως, τον Ιούνιο, στην έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική 2023-2024 (https://www.bankofgreece.gr/Publications/NomPol20232024.pdf) τόνισε πανταχόθι με νόημα: ‘‘Παρά τις θετικές προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από νέες αβεβαιότητες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Επίσης, η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπερβάσεων των εσόδων έναντι των στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών’’. Δύσκολα, λοιπόν, εμπόδια σε δύσκολους καιρούς έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία και όποιος ‘‘θριαμβολογεί’’ και βαυκαλίζεται για ‘‘αναπτυξιακά άλματα’’ μάλλον μας τα… ‘‘μασάει’’.
ΥΓ. Ρένα, ελπίζω να σε διαφώτισα στις δύσκολες ερωτήσεις σου με απαντήσεις που μπορεί μεν να μην είναι εύκολες αλλά σίγουρα δεν είναι ‘‘μασημένες’’…
Κατερίνη, 13-9-2024
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science