Μεταξύ μνημονίου και μνημοσύνου παρέπεσε η πολιτική… | | | |
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου «Δημήτρη, δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα», μου είπε χθες το βράδυ ένας πολύπειρος Έλληνας πολιτικός. «Εσύ λες τι θα έπρεπε να γίνει, ενώ εγώ σου λέω τι μπορεί να γίνει», συνέχισε, προσπαθώντας να ορίσει την σχέση ανάγκης – πολιτικών επιλογών στην σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα. Δεν έμαθα τίποτε καινούργιο από αυτή την τηλεφωνική επικοινωνία, αλλά συνειδητοποίησα ότι για ένα τουλάχιστον μέρος του πολιτικού συστήματος το μνημόνιο, σημειολογικά ισοδυναμεί με μνημόσυνο της μεταπολιτευτικής τάξης πραγμάτων στην χώρα μας. «Δεν γινόταν αλλιώς…», ήταν η φράση που επανέλαβε πολλές φορές ο φίλος μου. Πρόκειται για μια ομολογία, που θα έπρεπε, αντί να θεωρείται ως μια φυσιολογική, ρεαλιστική διαπίστωση να συνταράζει συθέμελα όχι μόνον την πολιτική σκηνή της χώρας, αλλά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Με δύο λόγια, ο άνθρωπος μου είπε, έξω από τα δόντια, ότι δίχως την παρέμβαση των ξένων, το πολιτικό σύστημα ήταν αδύνατον πλέον να συνεχίσει να ασκεί εξουσία, διότι το κράτος ξεχείλωσε και η κοινωνία κακόμαθε, σε τέτοιο βαθμό που δεν επέτρεπε πλέον στη χώρα να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Ήταν θλιβερή η διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα.... μεταβίβασε το κρίσιμο μέρος της εξουσίας του (τον σκληρό πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή) στην τρόικα, διότι δεν μπορούσε το ίδιο να διαχειριστεί τα αποτελέσματα της πολιτικής του, τουλάχιστον κατά την τελευταία εικοσαετία. Το συμπέρασμα είναι ότι το καθεστώς παρέδωσε την «κρίσιμη μάζα» της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους σε ένα μηχανισμό που συστήθηκε ad hoc από τις προστάτιδες δυνάμεις της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρώπη, για να σωθεί το ίδιο και όχι ακριβώς για να σωθεί το κοινό νόμισμα. Το πρώτο είναι πολύ σημαντικότερο από το δεύτερο, με ρεαλιστικούς όρους συμφέροντος. Με την συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας το καθεστώς στην Ελλάδα κέρδισε την επιβίωσή του και το πολιτικοοικονομικό λόμπι της παγκοσμιοποίησης χρόνο και οργανωτική δύναμη για να μανουβράρει την παγκόσμια οικονομία, έτσι ώστε να μην θιγούν οι θεσμοί, οι οποίοι αποτελούν το πλαίσιο ανάπτυξης της ηγεμονίας του. Άρα, η πολιτική τάξη στην χώρα (κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, ΜΜΕ, διαπλεκόμενοι μεγαλοεπιχειρηματίες) αντιμετωπίζουν το μνημόνιο ως ασπίδα σωτηρίας και όχι ως συμβόλαιο θανάτου, όπως ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η Ελλάδα ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί πλέον δίχως δραματική αλλαγή της σχέσης κράτους-κοινωνίας, κράτους-οικονομίας και δημόσιας διοίκησης- πολιτικού συστήματος. Αυτό όμως πριν το διαπιστώσει ως ζωτική ανάγκη το καθεστώς, το οποίο άλλωστε αναπτύχθηκε στην βάση αυτής ακριβώς της παθογένειας κράτους-οικονομίας-κοινωνίας, το είχαμε επισημάνει με κάθε τρόπο όσοι εναντιωνόμαστε στον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρακτική του συστήματος, ή εν πάση περιπτώσει όσοι εναντιωνόμαστε δομικά και πολιτικά και όχι στείρα δογματικά στο καθεστώς. Η δική μας κραυγή αγωνίας όμως δεν είχε σημασία, καθώς οι συνειδήσεις ενεργοποιούνται μόνον όταν θίγονται μικροσυμφέροντα. Είναι και αυτό ένδειξη πολιτισμικής βαρβαρότητας! Σήμερα το καθεστώς εμφανίζεται έτοιμο να αυτοθεραπευτεί από την πανούκλα που κατατρώει τα σωθικά του και την οποία μετέδωσε σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική κοινωνία. Χρησιμοποιεί την τρόικα για να κερδίσει χρόνο ώστε να ανασυσταθεί και να πετύχει εκ νέου την διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής νομιμοποίησης, δηλαδή να αντλήσει ζωή. Αυτή είναι η αλήθεια. Να κυβερνήσει, να οικονομήσει και να… τα οικονομήσει δεν μπορούσε πλέον η πολιτική τάξη της Ελλάδας, ακολουθώντας την μέθοδο της μεταπολίτευσης και έτσι συνεργάστηκε με το διεθνές λόμπι της παγκοσμιοποίησης των χρηματαγορών, που βίωνε το δικό του δράμα αυτή την περίοδο, ώστε οι αποτυχημένοι, μέσω ενός win-win game, να παραμείνουν ζωντανοί και να διεκδικήσουν ίσως με νέους όρους ηγεμονίας μια νέα περίοδο ηγεσίας. Τα γράφω αυτά για να καταλάβετε ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το μνημόνιο, αυτό καθ’ αυτό, ούτε ασφαλώς η απειλή χρεοκοπίας της χώρας. Το πρόβλημα είναι το καθεστώς με την μορφή της πολιτικής τάξης, όπως την όρισα, η οποία κατασκευάζει και ορίζει τις απειλές για να προστατευθεί η ίδια. Το καθεστώς στην χώρα κυβερνά σήμερα με μοναδικό όπλο τον φόβο (τρόμο καλύτερα) που σκορπά στην κοινωνία, με επικοινωνιακό τρικ την αβεβαιότητα και με ψυχολογικό τεχνούργημα την ενοχή για την δήθεν υπερβολική και αναντίστοιχη με τις οικονομικές μας δυνατότητες ευημερία που απολάμβανε τα προηγούμενα χρόνια ο ελληνικός λαός. Ο Γιώργος Παπανδρέου, μέχρι τώρα παίζει καλά τον ρόλο του, όπως άριστα πράττει και ο Κ. Καραμανλής και δεν μιλά. Και οι δύο γνωρίζουν καλά τι πρέπει να κάνουν για να επιβιώσει το καθεστώς το οποίο υπηρετούν και αυτό πράττουν. Στο ίδιο φυσικά πνεύμα κινούνται και οι λοιποί φορείς της δεξιάς, ενώ η αριστερά κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να διασκεδαστεί το φαινόμενο, ώστε να ικανοποιήσει στη συγκυρία το μικροκομματικό συμφέρον των ηγητόρων της. Κάπως έτσι όμως η κοινωνία …παρέλυσε και εγκλωβίστηκε στον ρόλο που συνήθισε: του τηλεθεατή και του αγανακτισμένου πολίτη. Η πολιτική ευθύνη όσων δεν υπηρετούν το καθεστώς αυτή την περίοδο, αλλά ούτε και το μικροκομματικό συμφέρων τους, είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Πρέπει να απεγκλωβιστούν και αυτοί από την διαλεκτική του μνημονίου και τα …κόλλυβα του μνημοσύνου, ώστε να αρθρώσουν κρυστάλλινο λόγο εξουσίας. Το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι ζωντανό στο βαθμό που η πολιτική τάξη στην Ελλάδα υπόσχεται ότι μπορεί να το ανανεώσει, δίχως να καταρρεύσει ολόκληρο το καθεστώς. Αν η κοινωνία των πολιτών δεν παρέμβει σήμερα με πολιτικά μέσα σε αυτήν την διαδικασία αναδιοργάνωσης του συστήματος, θα έχει διαπράξει ένα τεράστιο σφάλμα. Εάν δεν εκδηλωθεί ένα κίνημα εναντίον συνολικά του καθεστώτος (της υφιστάμενης πολικής τάξης, δηλαδή), το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας θα έχει υποθηκευτεί από τα ίδια συμφέροντα που οδήγησαν την χώρα σε αυτήν την τραγική κατάσταση που βιώνουμε όλοι μας σήμερα. Αυτοί που δημιούργησαν το χρέος είναι εκείνοι που ζητούν σήμερα και τα ρέστα από τα κοινωνικά υποζύγια. Αν η κοινωνία των πολιτών δεν αντιληφθεί ότι το ζήτημα δεν είναι να εξαφανιστεί το μνημόνιο και να αποχωρήσουν οι σύγχρονες «εγγυήτριες δυνάμεις» - αυτές θα φύγουν ούτως ή άλλως όταν σταθεροποιηθεί το καθεστώς σε μια άλλη βάση – αλλά το πώς θα ηττηθεί η ελληνική πολιτική τάξη, με μια πρόταση εξουσίας ενός κινήματος που θα υπερβαίνει τις κατεστημένες δομές εξουσίας, δεν θα μπορέσει να προσφέρει τίποτα δημιουργικό στην παρούσα συγκυρία. Εάν δεν δώσει απάντηση στο πώς θα πάψουν να ταλαιπωρούν την χώρα οι αποτυχημένοι καιροσκόποι της μεταπολίτευσης, θα έχει αποτύχει και η ίδια στον ρόλο της. Αυτό είναι προφανώς άλλης τάξεως ζήτημα, για το οποίο όμως κανείς δεν έχει κομματικό συμφέρον να μιλήσει. Ας αποφασίσουμε λοιπόν αν θα συνεχίσουμε να κολυμπούμε στα θολά νερά της διαλεκτικής του καθεστώτος που υπάρχει αποκλειστικά για το συντηρεί, ή θα επιχειρήσουμε ένα πολιτικό μακροβούτι, το οποίο μπορεί να μην υπόσχεται την κατάρρευση του καπιταλισμού, θα μπορούσε όμως, εσωτερικεύοντας το μάθημα της μεταπολίτευσης, να οδηγήσει σε ένα καθαρότερο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο πολιτική και οικονομία θα αποσυνδέονταν από το πελατειακό καθεστώς. Αυτό θα υπηρετούσε πράγματι έναν σύγχρονο πολιτικό πολιτισμό, και το ζητούμενο μιας σύγχρονης δημοκρατίας κοινωνικής σύγκλησης και πολιτικού αγωνισμού με ανοιχτά όμως χαρτιά και ξεκάθαρους ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Την πολιτική και την δημοκρατία στο τόπο μας δεν μπορεί πλέον να υπηρετήσει η κατεστημένη πολιτική τάξη. Δεν έχει ούτε το ήθος, ούτε την δυναμική. Είναι ένα κενό περιεχομένου πουκάμισο. Είναι ένα σκιάχτρο για την κοινωνία και όχι ένας φάρος πολιτικού προσανατολισμού. Κάνει μόνον για τηλεοπτική σαπουνόπερα. Αποτελεί το βασικό εμπόδιο ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι ένα καθεστώς απάτης που αντλεί δύναμη από την πατρωνία και την διαπλοκή, αλλά και την διαφθορά που με επιμέλεια διέσπειρε στην κοινωνία για να την καταστήσει συνένοχό της. Αν η κοινωνία των πολιτών περιοριστεί στην αμφισβήτηση του μνημονίου και στην μικροπολιτική που αναπαράγεται ως πολιτικός λόγος από τα ΜΜΕ και τα νέα Μέσα Επικοινωνίας, τότε θα έχει χάσει την ευκαιρία να παρέμβει με πολιτικό τρόπο στην συγκυρία. Θα έχει με άλλα λόγια, χάσει την ευκαιρία να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή, η οποία ούτως ή άλλως χαράζει. Αν πάλι, αντί να δώσουμε αυτή την αντικαθεστωτική διάσταση σε ένα κίνημα εξουσίας, διασκεδάσουμε την κατάσταση φιλοσοφώντας περί των καπιταλιστικών σχέσεων, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουμε στο σημείο που επιθυμεί το καθεστώς: και αυτοί μια τέτοια συζήτηση επιθυμούν περί καπιταλισμού, σοσιαλισμού, βαρβαρότητας και …σεξουαλ-καταναλωτικής απελευθέρωσης μέσω του διαδικτύου. Μέσω αυτή της διαλεκτικής άλλωστε, εξελίσσεται μια χαρά ο νεοφιλελευθερισμός στον κόσμο σε έναν νέο ολοκληρωτισμό με παγκόσμια ισχύ. Μάλλον πρέπει να το προσεγγίσουμε πρακτικότερα το πράγμα…δηλαδή, πολιτικότερα, έχοντας συνείδηση ότι μεταξύ μνημονίου και μνημοσύνου παρέπεσε η πολιτική, αυτή τη περίοδο στην πατρίδα μας. |