ΟΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΧΟΛΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΉΣ».
Ενώ δηλαδή τα μέτρα της συγχώνευσης των σχολείων αποσκοπούσαν στην κατάργηση σχολικών μονάδων και στην μνημονιακή εξασφάλιση της μείωσης των δαπανών για την παιδεία (για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία η δαπάνη είναι κάτω του 3% του ΑΕΠ) οι ιθύνοντες της κυβέρνησης προσπαθούν να πείσουν την εκπαιδευτική κοινότητα ότι όλα όσα γίνονται υπηρετούν παιδαγωγικούς σκοπούς. Ισχύει αυτό; Όπως τονίζει ο καθηγητής της Παιδαγωγικής Γ. Μαυρογιώργος: «Ας σημειώσουμε, πάντως, πως δεν υπάρχει συγχώνευση ή συνένωση, χωρίς να προϋποθέτει κατάργηση σχολικών μονάδων. Ουσιαστικά, καταργούνται σχολικές μονάδες και δημιουργούνται νέες, με νέα κοινωνική σύνθεση μαθητικού πληθυσμού, με νέα σύνθεση διδακτικού προσωπικού, σε νέες συνθήκες γεωγραφικής «εντοπιότητας» και εγγύτητας, με νέους ποσοτικούς προσδιορισμούς, κ .α Στο σύνολό τους αυτά αλλάζουν και αλλοιώνουν δραματικά τα χαρακτηριστικά των σχολικών μονάδων που καταργούνται. Ας αφήσουμε τις υποδομές, τις οργανωτικές διευθετήσεις, τις αποστάσεις, τις μετακινήσεις, κ.α. Φαίνεται ότι στο θέμα των μετακινήσεων το Υπουργείο αντλεί από το παράδειγμα των ιδιωτικών σχολείων, όπου οι μαθητές κάθε μέρα «περιφέρονται» με λεωφορεία στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, πριν πάνε για «μάθημα».
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ: ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΟ, ΕΧΘΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Το προφίλ του λυκείου της κ. Διαμαντοπούλου είναι το εξής: φτηνό (με τριαντάρια τμήματα, τους απολύτως απαραίτητους καθηγητές και χωρίς νέα βιβλία), εξειδικευμένο, στεγνό, εξοντωτικό, ελιτίστικο και ταξικό. Εχθρικό για τα παιδιά που η εισαγωγή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα δεν αποτελεί μέγιστη φιλοδοξία τους, αυστηρώς ακατάλληλο για οικογένειες που δεν μπορούν πλέον να θεωρήσουν ανελαστική τη δαπάνη της φροντιστηριακής εκπαίδευσης η οποία επεκτείνεται στα τέσσερα χρόνια. Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια, θα συνυπολογίζονται, εκτός των πανελλαδικών εξετάσεων, πιθανότατα σε τέσσερα μαθήματα και οι επιδόσεις των μαθητών σε όλες τις τάξεις του Λυκείου.
Από τη Βʼ Λυκείου ξεκινά η εξειδίκευση που κορυφώνεται στην τελευταία τάξη. Στη Βʼ Λυκείου τα παιδιά καλούνται να επιλέξουν μεταξύ δύο κατευθύνσεων που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν σε θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Τα μαθήματα συνδιδασκαλίας είναι Νέα Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, Αρχές Οικονομίας και Διοίκησης, Ερευνητική Εργασία, Θρησκευτικά και Φυσική Αγωγή. Σε διαφορετικό «βάθος εξειδίκευσης» ανάλογα την κατεύθυνση, θα διδάσκονται η Ιστορία, τα Μαθηματικά και οι Φυσικές Επιστήμες. Η Βιολογία και η Χημεία είναι περιττά μαθήματα για τους μαθητές της Θεωρητικής κατεύθυνσης, τα Αρχαία και η Φιλοσοφία δεν χρειάζονται για τους «πρακτικούς». Επίσης, είναι περιττή για όλους η ξένη γλώσσα και η Εισαγωγή στο Δίκαιο και τους Πολιτικούς Θεσμούς. Τα μαθήματα επιλογής πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Τέχνη και Πολιτισμός) καταργούνται και το πρόγραμμα συμπληρώνεται από μαθήματα εμβάθυνσης (Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία ή Αρχαία και Ιστορία) από τα οποία επιλέγονται μέχρι δύο.
Ακόμη χειρότερος είναι ο σχεδιασμός για τη Γʼ Λυκείου που θα λειτουργεί με τρεις κατευθύνσεις (προστίθεται η κατεύθυνση που οδηγεί στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες). Τα μαθήματα συνδιδασκαλίας περιορίζονται σε δύο (Γλώσσα και Ερευνητική Εργασία) και μπαίνουν προχωρημένα μαθήματα ειδικά για κάθε κατεύθυνση (π.χ. Μικροοικονομική και Μακροοικονομική).
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Η υπουργική διαβεβαίωση ότι με την εφαρμογή του νέου προγράμματος η απομνημόνευση θα δώσει επιτέλους τη θέση της στην κριτική σκέψη δεν ευσταθεί παρά το γεγονός ότι η εισαγωγή της Ερευνητικής Εργασίας ως διακριτού μαθήματος μόνο θετικά μπορεί να αποτιμηθεί. «Το στοίχημα, ωστόσο, είναι η λογική της κριτικής προσέγγισης της γνώσης, της στοχαστικής, δηλαδή, συνομιλίας του μαθητή με το περιεχόμενο των μαθημάτων, να εμβολιάσει το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εφόσον, όμως, στο όνομα της αντικειμενικότητας, διατηρείται η κεντρική οργάνωση των εισαγωγικών εξετάσεων, θα επιβιώσουν και όλες εκείνες οι διαδικασίες που οδηγούν στα φροντιστήρια, την εργαλειακή τυποποίηση της γνώσης και, εν τέλει, στην απομνημόνευση. Το ίδιο το αίτημα της αντικειμενικότητας των εξετάσεων έχει, άλλωστε, την πηγή του έξω από το σχολείο: Όσο η ανεργία θα αυξάνεται, ο ανταγωνισμός για τις λίγες πανεπιστημιακές σχολές που προσφέρουν εργασιακές διεξόδους θα οξύνεται. Όσο η ανάπτυξη εκκρεμεί η Τεχνική Εκπαίδευση θα παραμένει καχεκτική. Όσο οι πελατειακές σχέσεις συγκροτούν τον κανόνα της κοινωνικής ζωής, το αίτημα της αντικειμενικότητας θα βρίσκει ερείσματα. Σε τελευταία ανάλυση οι εκπαιδευτικές ρυθμίσεις δεν επιλύουν κοινωνικά προβλήματα» (Χ. Αθανασιάδης, ιστορικός της εκπαίδευσης).
ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΜΗΛΑ (ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, ΠΑΡΟΧΗ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ)
Ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του (Μακεδονία, 4/4) θα εντοπίσει αυτό που ο κοινός νους πολλές φορές έχει πεί: Γιατί οι αλλαγές δεν ξεκινούν οργανωμένα από τις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης; Γιατί δεν προηγούνται η κοινωνική φροντίδα, η μέριμνα για όλα τα Ελληνόπουλα, η παροχή ουσιαστικής γλωσσικής παιδείας από τις μικρές ηλικίες έτσι ώστε η λυκειακή βαθμίδα και το λύκειο γενικότερα να διαδραματίσει τον ρόλο του; Γιατί το υπουργείο ξοδεύει χιλιάδες ευρώ γύρω από το πώς σκέφτονται οι πολίτες και δεν ακούει αυτά που χρόνια τώρα αποτελούν κοινό τόπο; Η απάντηση του Τσολάκη είναι πως «εκείνος που αποτελεί μέρος ενός προβλήματος αδυνατεί να το λύσει, διότι δεν το αντικρίζει στην ολότητά του. Αυτό συμβαίνει με το υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό και παραπατά: Πότε δοκιμάζει τις μεταρρυθμίσεις στο λύκειο και πότε αλλού. Κι όμως το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα πρέπει να το αντικρίσουμε συνολικά από τη νηπιακή ηλικία έως το πανεπιστήμιο. Ένα αυτό. Δεύτερον, να αρχίσουμε από χαμηλά τις αλλαγές. Πρέπει παραδείγματος χάριν να ιδρυθούν κέντρα του παιδιού, τα οποία θα δέχονται τα ελληνόπουλα, ιδίως των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, από την ηλικία των 2,5 ετών και θα τους προσφέρουν γλωσσική αγωγή και παιδεία, μορφωτικά δηλαδή αγαθά που αδυνατούν να τα δώσουν οι οικογένειές τους. Θα μετριαστούν έτσι οι κοινωνικές διαφορές και η δημοκρατία μας θα κάμει ακόμη ένα βήμα προς την ολοκλήρωσή της. Θα προσφέρει από τη μικρή ηλικία σε όλα τα παιδιά της ίσες ευκαιρίες μόρφωσης. Τρίτον, να προσανατολίσουμε την εκπαίδευσή μας προς τον επ’ αληθείας πολιτισμό, δηλαδή προς την παιδεία. Σήμερα είναι προσανατολισμένη στην αγορά εργασίας. Το ίδιο έχει γίνει και με τα πανεπιστήμια. Είμαστε οι δεσμώτες των διαβόητων αγορών των εμπόρων της γης. Όσο πιστότερα ένα πανεπιστήμιο υπηρετεί αυτόν τον κίβδηλο κόσμο, τόσο διασημότερο θεωρείται. Άλλωστε αυτό λογίζεται πρόοδος και εκσυγχρονισμός: Οι αγορές να χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια και αυτά να προσανατολίζουν τις έρευνές τους στην υπηρεσία των αγορών. Φαύλος κύκλος».