(Αίθουσα Τέχνης Χρύσα, 2 Απριλίου-30 Μαΐου)
Πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα (Δεκέμβριος 2010) εκτέθηκαν στην Ελληνοαµερικανική Ένωση από το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδηµίας Αθηνών έργα από τη συλλογή του Νίκου Παπαγεωργίου, ο οποίος ταξίδεψε σε όλο τον κόσµο για να συλλέξει 12.000 τάµατα. Στην ίδια έκθεση υπήρχαν ακόμη εκθέµατα από το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, το Μουσείο Κρεσόφ της Πολωνίας, την 21η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κέρκυρας. Στην έκθεση περιλαµβάνονταν ζωγραφικές δηµιουργίες Ελλήνων εικαστικών µε θέµα «Ευχές και θαύµατα».
Από την άλλη, την ίδια περίοδο ο εικαστικός Γ. Χατζημιχάλης εγκαινίασε την έκθεσή του με αφρικανικά προσωπεία (οι μάσκες που χρησιμοποιούν στις τελετουργίες τους οι φυλές της Μαύρης Ηπείρου) και χριστιανικά τάματα, αφιερώματα των πιστών που ζητούν από τον Θεό να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν αρρώστιες, πολέμους και ποικίλους κινδύνους. Οι «Μάσκες και τα Τάματα», έργο που προσεγγίζει την ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το μη ορατό και το θείο μέσα από τη συνάντηση των δύο διαφορετικών παραδόσεων, της αφρικανικής τελετής με μάσκα και της ελληνορθόδοξης αφιερωματικής πρακτικής, αποτελεί την πρώτη ενότητα της έκθεσης. Η δεύτερη έχει τίτλο «Χειρονομίες» και αποτυπώνει τη γλώσσα των χεριών μας, είτε ως συμπλήρωμα της ομιλίας και του προφορικού λόγου είτε ως ολοκληρωμένη μορφή επικοινωνίας.
Αυτήν την πρακτική του τάματος λοιπόν που πέρασε από το δωδεκάθεο στον χριστιανισμό αλλά που σήμερα αποκτά και άλλες διαστάσεις (υπόσχεση, επιθυμία, συνομιλία με το υπερφυσικό, μετάνοια, ευχαριστία και υπόμνηση του σύγχρονου καλλιτέχνη απέναντι σε μια άξενη, άγρια και εκπέμπουσα φόβο πραγματικότητα) συντηρεί και η στημένη με πολύ κέφι και όρεξη έκθεση «Το Τάμα» στην γκαλερί τής ακούραστης Μαρίας Σκλιοπίδου. Μιας αίθουσας τέχνης που αποτελεί μοναδική όαση για τους λάτρεις της ποιοτικής -σε περιεχόμενο και υπηρεσίες πολιτισμού- ζωγραφικής δημιουργίας εδώ και είκοσι χρόνια. Τριάντα περίπου διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και δύο καλοί δικοί μας ζωγράφοι (Νίκος Γραίκος και Αστέρης Γκέκας) προσέδωσαν στην έννοια του τάματος τη δική τους άποψη γύρω από το αναθηματικό ρόλο της πολιτισμικής αυτής προσφοράς.
Όπως συνήθως σε αυτές τις πρακτικές τα υλικά είναι μικτά (ένα κέρινο οµοίωµα βρέφους, ασήμι, ξυλογλυπτική, χαρακτικά, κοσμήματα, ρούχα, καντήλια, φωτογραφίες επεξεργασμένες στον υπολογιστή κλπ) ενώ στην παραδοσιακή ζωγραφική απεικόνιση το τάμα και η θεία παρουσία αποκτά κάθε φορά και άλλη σημασία. Στη ζωγραφική του βυζαντινότροπου και δεινού αγιογράφου Γιώργου Κόρδη για παράδειγμα η εμμονή στο αγιογραφικό θέμα εμπλουτίζεται με λεπτεπίλεπτες επιμηκυμένες γραμμές οι οποίες και προσδίδουν μια πιο συγχρονισμένη, θετικότερη αναγεννησιακή εκδοχή της παραδοσιακής εικονοποιίας.
Εξαιρετικής ομορφιάς-για να μείνω στην χριστιανόθεμη ζωγραφική- είναι και το τάμα του «πολυτροπικού» Νίκου Γραίκου, έργο στο οποίο συμφύρονται ελληνοκυπριακές εκδοχές της υπόσχεσης. Το κέρινο πλαίσιο συνομιλεί με το κέρινο ομοίωμα του παιδιού, την εικόνα του Αγίου Στυλιανού και τα λουλούδια ενώ την έξυπνη σύνθεση επιστεγάζει λαϊκότροπο ανθέμιο. Στις πτυχές τού κάτω μέρος του έργου ο Γραίκος επιφυλάσσει ωστόσο στον σύγχρονο πολιτικοποιημένο θεατή και μια άλλη παράμετρο του μηνύματός του (ενός μηνύματος το οποίο με τον τρόπο του κάνει έκκληση για βοήθεια, για απαλλαγή από τον πόλεμο και τις συμφορές του, ιδίως απέναντι στις δολοφονίες παιδιών): εικόνες από εφημερίδες παιδιών τα οποία βρέθηκαν σε πολεμικές συρράξεις, στοιχεία διεθνών οργανισμών με τον ψυχρό λόγο των αριθμών, θύματα του πολέμου, ενώ το παράθεμα της εφημερίδας θυμίζει, φευ, σημερινές εκδοχές του κακού, της εμπόλεμης βίας επί των παιδιών (Ιράκ, Λιβύη, Μέση Ανατολή).
Αντίθετα, στην πλέον σκληρή εκδοχή των κρύων υλικών (γύψος, λευκασμένα υλικά) η Ειρήνη Γκόνου με εύστοχο τρόπο μας υπενθυμίζει την καταγωγή της επιθυμίας και της υπόσχεσης χρησιμοποιώντας ως μοτίβα μολύβια ή σημειωματάρια. Κι αυτό γιατί οι επιθυμίες του ατομοκεντρικού πολιτισμού τού εγώ βρίσκει καταφύγιο σε όσα ο μονήρης άνθρωπος καταγράφει κρυφά σε αυτό που αποτελούσε τον πλέον δικό του χώρο: το ημερολόγιο. Ταυτόχρονα βεβαίως το παράδειγμα του ημερολογίου είναι και μια χρήσιμη υπόμνηση του γεγονότος πως ο σύγχρονος κάτοικος της μπλοκόσφαιρας δεν χρησιμοποιεί τον παραδοσιακά ιδιωτικό του χώρο, δεν σημειώνει πια, δεν χαράσσει αναμνήσεις με τρόπο υλικό (μολύβι, χαρτί) αλλά ενεργεί με τρόπο άυλο (ιστολόγια, ομάδες συζήτησης, facebook κλπ), σημάδια όλα αυτά δηλαδή της έκπτωσής μας από τον υλικό, απτό κόσμο της γραφής στον κόσμο της εικόνας, της ρευστής αναπαράστασης, των αδιαφανών δικτύων και -γιατί όχι;- του απατηλού.
Ο ζωγράφος και καθηγητής της Καλών Τεχνών Μάριος Σπηλιόπουλος με τα τρία μικτής τεχνικής έργα του αποτίει φόρο τιμής σε μια σεβάσμια και αιρετική μορφή της ματαπολεμικής ζωγραφικής, σ΄ αυτήν του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Επισημειωμένα και επιζωγραφισμένα σχόλια στη μνήμη ενός στοχαστικού, ποιητικού και ερωτικού καλλιτέχνη για την αντίληψη του οποίου ο κτισμένος, χωροθετημένος κόσμος τον οποίο εγκαταβιώνουμε (και δη της Θεσσαλονίκης) δεν είναι τίποτα άλλο παρά παρέκταμα της θείας οικονομίας, δωρεά της θείας αντίληψης του χριστιανικώς φέρεσθαι.
Τέλος, έναν ύμνο στη δουλειά τού ζωγράφου, του ταμένου στην εργασία του ζωγράφου, είναι και τα δύο έργα του Μάρκου Καμπάνη. Το μάτι του ζωγράφου που βλέπει και αναπαριστά, το αυτί που ακούει τις εικόνες και τις μουσικές του έξω κόσμου, η καρδιά που νιώθει, ερωτεύεται, πιστεύει και συλλαμβάνει την καλοσύνη του κοινού σκοπού, τα χέρια του δημιουργού, αλλά και τα αντικείμενα, τα σύνεργα της δουλειάς του εξαγιάζονται, κατατίθενται ως μορφές οι οποίες υπόσχονται ευημερία, αφθονία, πλούτο αισθητικό. Στέκουν εκεί πάλι όμως σαν αντικείμενα για συγχώρεση, αναθέτουν στον άγνωστο δημιουργό ή Θεό του σύμπαντος την ευθύνη για τη διατήρηση αυτών των απλών σχημάτων του σώματός μας, αναγκαία προϋπόθεση για κάθε άνθηση του ιδιωτικού και συλλογικού βίου.
Από την άλλη, την ίδια περίοδο ο εικαστικός Γ. Χατζημιχάλης εγκαινίασε την έκθεσή του με αφρικανικά προσωπεία (οι μάσκες που χρησιμοποιούν στις τελετουργίες τους οι φυλές της Μαύρης Ηπείρου) και χριστιανικά τάματα, αφιερώματα των πιστών που ζητούν από τον Θεό να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν αρρώστιες, πολέμους και ποικίλους κινδύνους. Οι «Μάσκες και τα Τάματα», έργο που προσεγγίζει την ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το μη ορατό και το θείο μέσα από τη συνάντηση των δύο διαφορετικών παραδόσεων, της αφρικανικής τελετής με μάσκα και της ελληνορθόδοξης αφιερωματικής πρακτικής, αποτελεί την πρώτη ενότητα της έκθεσης. Η δεύτερη έχει τίτλο «Χειρονομίες» και αποτυπώνει τη γλώσσα των χεριών μας, είτε ως συμπλήρωμα της ομιλίας και του προφορικού λόγου είτε ως ολοκληρωμένη μορφή επικοινωνίας.
Αυτήν την πρακτική του τάματος λοιπόν που πέρασε από το δωδεκάθεο στον χριστιανισμό αλλά που σήμερα αποκτά και άλλες διαστάσεις (υπόσχεση, επιθυμία, συνομιλία με το υπερφυσικό, μετάνοια, ευχαριστία και υπόμνηση του σύγχρονου καλλιτέχνη απέναντι σε μια άξενη, άγρια και εκπέμπουσα φόβο πραγματικότητα) συντηρεί και η στημένη με πολύ κέφι και όρεξη έκθεση «Το Τάμα» στην γκαλερί τής ακούραστης Μαρίας Σκλιοπίδου. Μιας αίθουσας τέχνης που αποτελεί μοναδική όαση για τους λάτρεις της ποιοτικής -σε περιεχόμενο και υπηρεσίες πολιτισμού- ζωγραφικής δημιουργίας εδώ και είκοσι χρόνια. Τριάντα περίπου διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και δύο καλοί δικοί μας ζωγράφοι (Νίκος Γραίκος και Αστέρης Γκέκας) προσέδωσαν στην έννοια του τάματος τη δική τους άποψη γύρω από το αναθηματικό ρόλο της πολιτισμικής αυτής προσφοράς.
Όπως συνήθως σε αυτές τις πρακτικές τα υλικά είναι μικτά (ένα κέρινο οµοίωµα βρέφους, ασήμι, ξυλογλυπτική, χαρακτικά, κοσμήματα, ρούχα, καντήλια, φωτογραφίες επεξεργασμένες στον υπολογιστή κλπ) ενώ στην παραδοσιακή ζωγραφική απεικόνιση το τάμα και η θεία παρουσία αποκτά κάθε φορά και άλλη σημασία. Στη ζωγραφική του βυζαντινότροπου και δεινού αγιογράφου Γιώργου Κόρδη για παράδειγμα η εμμονή στο αγιογραφικό θέμα εμπλουτίζεται με λεπτεπίλεπτες επιμηκυμένες γραμμές οι οποίες και προσδίδουν μια πιο συγχρονισμένη, θετικότερη αναγεννησιακή εκδοχή της παραδοσιακής εικονοποιίας.
Εξαιρετικής ομορφιάς-για να μείνω στην χριστιανόθεμη ζωγραφική- είναι και το τάμα του «πολυτροπικού» Νίκου Γραίκου, έργο στο οποίο συμφύρονται ελληνοκυπριακές εκδοχές της υπόσχεσης. Το κέρινο πλαίσιο συνομιλεί με το κέρινο ομοίωμα του παιδιού, την εικόνα του Αγίου Στυλιανού και τα λουλούδια ενώ την έξυπνη σύνθεση επιστεγάζει λαϊκότροπο ανθέμιο. Στις πτυχές τού κάτω μέρος του έργου ο Γραίκος επιφυλάσσει ωστόσο στον σύγχρονο πολιτικοποιημένο θεατή και μια άλλη παράμετρο του μηνύματός του (ενός μηνύματος το οποίο με τον τρόπο του κάνει έκκληση για βοήθεια, για απαλλαγή από τον πόλεμο και τις συμφορές του, ιδίως απέναντι στις δολοφονίες παιδιών): εικόνες από εφημερίδες παιδιών τα οποία βρέθηκαν σε πολεμικές συρράξεις, στοιχεία διεθνών οργανισμών με τον ψυχρό λόγο των αριθμών, θύματα του πολέμου, ενώ το παράθεμα της εφημερίδας θυμίζει, φευ, σημερινές εκδοχές του κακού, της εμπόλεμης βίας επί των παιδιών (Ιράκ, Λιβύη, Μέση Ανατολή).
Αντίθετα, στην πλέον σκληρή εκδοχή των κρύων υλικών (γύψος, λευκασμένα υλικά) η Ειρήνη Γκόνου με εύστοχο τρόπο μας υπενθυμίζει την καταγωγή της επιθυμίας και της υπόσχεσης χρησιμοποιώντας ως μοτίβα μολύβια ή σημειωματάρια. Κι αυτό γιατί οι επιθυμίες του ατομοκεντρικού πολιτισμού τού εγώ βρίσκει καταφύγιο σε όσα ο μονήρης άνθρωπος καταγράφει κρυφά σε αυτό που αποτελούσε τον πλέον δικό του χώρο: το ημερολόγιο. Ταυτόχρονα βεβαίως το παράδειγμα του ημερολογίου είναι και μια χρήσιμη υπόμνηση του γεγονότος πως ο σύγχρονος κάτοικος της μπλοκόσφαιρας δεν χρησιμοποιεί τον παραδοσιακά ιδιωτικό του χώρο, δεν σημειώνει πια, δεν χαράσσει αναμνήσεις με τρόπο υλικό (μολύβι, χαρτί) αλλά ενεργεί με τρόπο άυλο (ιστολόγια, ομάδες συζήτησης, facebook κλπ), σημάδια όλα αυτά δηλαδή της έκπτωσής μας από τον υλικό, απτό κόσμο της γραφής στον κόσμο της εικόνας, της ρευστής αναπαράστασης, των αδιαφανών δικτύων και -γιατί όχι;- του απατηλού.
Ο ζωγράφος και καθηγητής της Καλών Τεχνών Μάριος Σπηλιόπουλος με τα τρία μικτής τεχνικής έργα του αποτίει φόρο τιμής σε μια σεβάσμια και αιρετική μορφή της ματαπολεμικής ζωγραφικής, σ΄ αυτήν του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Επισημειωμένα και επιζωγραφισμένα σχόλια στη μνήμη ενός στοχαστικού, ποιητικού και ερωτικού καλλιτέχνη για την αντίληψη του οποίου ο κτισμένος, χωροθετημένος κόσμος τον οποίο εγκαταβιώνουμε (και δη της Θεσσαλονίκης) δεν είναι τίποτα άλλο παρά παρέκταμα της θείας οικονομίας, δωρεά της θείας αντίληψης του χριστιανικώς φέρεσθαι.
Τέλος, έναν ύμνο στη δουλειά τού ζωγράφου, του ταμένου στην εργασία του ζωγράφου, είναι και τα δύο έργα του Μάρκου Καμπάνη. Το μάτι του ζωγράφου που βλέπει και αναπαριστά, το αυτί που ακούει τις εικόνες και τις μουσικές του έξω κόσμου, η καρδιά που νιώθει, ερωτεύεται, πιστεύει και συλλαμβάνει την καλοσύνη του κοινού σκοπού, τα χέρια του δημιουργού, αλλά και τα αντικείμενα, τα σύνεργα της δουλειάς του εξαγιάζονται, κατατίθενται ως μορφές οι οποίες υπόσχονται ευημερία, αφθονία, πλούτο αισθητικό. Στέκουν εκεί πάλι όμως σαν αντικείμενα για συγχώρεση, αναθέτουν στον άγνωστο δημιουργό ή Θεό του σύμπαντος την ευθύνη για τη διατήρηση αυτών των απλών σχημάτων του σώματός μας, αναγκαία προϋπόθεση για κάθε άνθηση του ιδιωτικού και συλλογικού βίου.