Λόγια της πλώρης...
Ελλάδα του 2011...
Της Μαργαρίτας Μυτιληναίου
Απόγευμα Κυριακής. Ο Παπανδρέου δίνει Συνέντευξη Τύπου στη Σαλονίκη. Τι να πει και τι να ομολογήσει.. Το λιμάνι της Αίγινας είναι γεμάτο κόσμο. Προφανώς στον Αργοσαρωνικό κανείς δεν...
βλέπει τηλεόραση τέτοια ώρα..
Το καράβι, ο «Απόλλωνας», έρχεται να δέσει. Οικογένειες, αυτοκίνητα και μηχανάκια, εκδρομείς με πούλμαν. Όλοι εκεί. Όλοι βιαστικοί. Όλοι ανυπόμονοι. Κάθομαι σε μιαν άκρη και παρατηρώ. Με το που ρίχνουν οι ναύτες τα σκοινιά για να δέσουν στους κάβους, γίνεται αλαλαγμός. Σπρώχνουν οι μισοί τους άλλους μισούς, κάποιοι ξύπνιοι κόβουν δρόμο στην ουρά, χώνονται, φωνάζουν. Ελλάδα του 2011, σκέφτομαι.
Ο διάδρομος επιβίβασης των επιβατών είναι στενός και γλιστράει. Από τη μια η φουρτουνιασμένη θάλασσα κι από την άλλη τα αυτοκίνητα που μουγκρίζουν για να παρκάρουν. Στη μέση εμείς. Δυο γιαγιάδες στο τσακ γλυτώνουν το απογευματινό μπάνιο. Ένας ιδρωμένος σαραντάρης σπρώχνει σα να μην υπάρχει αύριο. Και δεν είναι ο μόνος. Ήμουνα τέταρτη-πέμπτη στη σειρά και μπήκα εκατοστή!
Και καλά, μπήκα. Πού κάθομαι; Τα καταστρώματα γεμάτα. Εκατοντάδες πλαστικές καρέκλες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, με κάνουν να νοσταλγήσω τα ορίτζιναλ, και απολύτως περήφανα, τσαντίρια. Όλες πιασμένες, εννοείται.
Μπαίνω στο πρώτο σαλόνι. Κάθισμα, ούτε για δείγμα. Άνθρωποι ξαπλωμένοι στους καναπέδες δεν κάνουν την παραμικρή κίνηση να δώσουν λίγο από τον πολύ χώρο που καταλαμβάνουν. Και, όχι, δε φταίει το πάχος του σώματος αλλά το λίπος του μυαλού για την ακινησία τους.
Ανεβαίνω στο πάνω σαλόνι. Τα ίδια κι εκεί.. Με τα πολλά, βρίσκω μιάμιση θεσούλα στην άκρη ενός καναπέ. Ναι, προσπαθώ να φυλάξω μια θέση για μια φίλη μου που, κι εκείνη με τη σειρά της προσπαθεί να παρκάρει το αυτοκίνητό της στο γκαράζ του πλοίου. Ουφ, λέω από μέσα μου κάθιδρη, πάλι καλά..
Αμ δε! Εξηνταπεντάρα νταρντανοκυρία έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και μου λέει γλυκά: « Θα κάνει στην άκρη το καλό κορίτσι για να καθίσουμε κι εμείς;» Την κοιτάζω ψύχραιμα. Είναι σίγουρο ότι δε χωράει, αλλά αυτό δε λέγεται.. «Εεεε, περιμένω κάποιον που παρκάρει ένα αυτοκίνητο και..», «Τι εννοείς; Έχεις πιάσει τη θέση κι εμείς είμαστε όρθιοι;», μου φωνάζει, κόβοντας την κουβέντα μου στη μέση. Μα, πού πήγε το γλυκό της το υφάκι; «Οδηγός είναι, παρκάρει κι έρχεται», ακούω τη μέσα μου φωνή να ψελλίζει. «Και τι με νοιάζει εμένα; Να κάτσεις χώρια από τον άντρα σου, κυρά μου», μου λέει, κοιτώντας με πολύ αυστηρά μέσα στα μάτια. Εκείνη την ώρα ή φουντώνεις και σκας ή σωπαίνεις κι αφήνεις τη φωτιά να κάψει αυτόν που την άναψε. Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα από τα δυο. Η κυρία βρήκε 2 θέσεις κάπου απέναντι κι έφυγε μονολογώντας «..αυτά κάνουν και στην εκκλησία, πιάνουν 2-3 θέσεις και μένουμε εμείς όρθιες, κατάλαβες;». Άλαλα τα χείλη ημών των ασεβών.
Ελλάδα, 2011.
10 λεπτά μετά ήρθε και η φίλη μου, επίσης μούσκεμα στον ιδρώτα. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται στο γκαράζ. Οι μισοί μπήκαμε με την όπισθεν και οι άλλοι μισοί όπως-όπως. Ούτε που ξέρω πως θα μας βγάλουν από ‘δω μέσα..», μου λέει. Αφού ανταλλάξαμε τις εμπειρίες μας και τα κατορθώματά μας (βλέπε καναπές και πάρκινγκ), αποφάσισα να βγω στο κατάστρωμα να πάρω λίγο αέρα. Εννοείται ότι το πλοίο ήταν ακόμα στο λιμάνι. 15 τα λεπτά της καθυστέρησης, ήδη.
Έφτασα στην πλώρη. Τα τελευταία αυτοκίνητα έμπαιναν στο καράβι όπως τα τερατάκια του πάκμαν! Τόσο γρήγορα. Με την άκρη του ματιού μου είδα έναν σκυλάκο με περιλαίμιο να γυρνάει εδώ κι εκεί στον προβλήτα του λιμανιού. Έμοιαζε χαμένος. Έτρεχε νευρικά δεξιά κι αριστερά, μύριζε την άσφαλτο και κοιτούσε το πλοίο μας, λες, με λαχτάρα. Άνθρωπος δίπλα του κανείς. Ο «Απόλλωνας» μαζεύει τα σκοινιά. Η μπουκαπόρτα κλείνει. Το καράβι φεύγει. Ο σκυλάκος εκεί, με τα ματάκια του καρφωμένα πάνω μας. Μοιάζει να θέλει να βουτήξει στο νερό, να έρθει να μας βρει. Μια κοπέλα, δίπλα μου, μού λέει τη μικρή του ιστορία: ήρθε, λέει, με ένα ζευγάρι στο λιμάνι ο σκυλάκος. Τον άφησαν μόνο του εκεί, επιβιβάστηκαν στο καράβι και ..πάει. Τέλειωσαν οι διακοπές τους, τέλειωσε και η κοινή τους ζωή με το ζωντανό.
Ελλάδα του 2011. Δεν έχει σημασία αν είναι κοντά μας ή μακριά μας. Αν την ξέρουμε ή αν επιλέγουμε να την αγνοούμε. Υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες.
protagon.gr
Της Μαργαρίτας Μυτιληναίου
Απόγευμα Κυριακής. Ο Παπανδρέου δίνει Συνέντευξη Τύπου στη Σαλονίκη. Τι να πει και τι να ομολογήσει.. Το λιμάνι της Αίγινας είναι γεμάτο κόσμο. Προφανώς στον Αργοσαρωνικό κανείς δεν...
βλέπει τηλεόραση τέτοια ώρα..
Το καράβι, ο «Απόλλωνας», έρχεται να δέσει. Οικογένειες, αυτοκίνητα και μηχανάκια, εκδρομείς με πούλμαν. Όλοι εκεί. Όλοι βιαστικοί. Όλοι ανυπόμονοι. Κάθομαι σε μιαν άκρη και παρατηρώ. Με το που ρίχνουν οι ναύτες τα σκοινιά για να δέσουν στους κάβους, γίνεται αλαλαγμός. Σπρώχνουν οι μισοί τους άλλους μισούς, κάποιοι ξύπνιοι κόβουν δρόμο στην ουρά, χώνονται, φωνάζουν. Ελλάδα του 2011, σκέφτομαι.
Ο διάδρομος επιβίβασης των επιβατών είναι στενός και γλιστράει. Από τη μια η φουρτουνιασμένη θάλασσα κι από την άλλη τα αυτοκίνητα που μουγκρίζουν για να παρκάρουν. Στη μέση εμείς. Δυο γιαγιάδες στο τσακ γλυτώνουν το απογευματινό μπάνιο. Ένας ιδρωμένος σαραντάρης σπρώχνει σα να μην υπάρχει αύριο. Και δεν είναι ο μόνος. Ήμουνα τέταρτη-πέμπτη στη σειρά και μπήκα εκατοστή!
Και καλά, μπήκα. Πού κάθομαι; Τα καταστρώματα γεμάτα. Εκατοντάδες πλαστικές καρέκλες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, με κάνουν να νοσταλγήσω τα ορίτζιναλ, και απολύτως περήφανα, τσαντίρια. Όλες πιασμένες, εννοείται.
Μπαίνω στο πρώτο σαλόνι. Κάθισμα, ούτε για δείγμα. Άνθρωποι ξαπλωμένοι στους καναπέδες δεν κάνουν την παραμικρή κίνηση να δώσουν λίγο από τον πολύ χώρο που καταλαμβάνουν. Και, όχι, δε φταίει το πάχος του σώματος αλλά το λίπος του μυαλού για την ακινησία τους.
Ανεβαίνω στο πάνω σαλόνι. Τα ίδια κι εκεί.. Με τα πολλά, βρίσκω μιάμιση θεσούλα στην άκρη ενός καναπέ. Ναι, προσπαθώ να φυλάξω μια θέση για μια φίλη μου που, κι εκείνη με τη σειρά της προσπαθεί να παρκάρει το αυτοκίνητό της στο γκαράζ του πλοίου. Ουφ, λέω από μέσα μου κάθιδρη, πάλι καλά..
Αμ δε! Εξηνταπεντάρα νταρντανοκυρία έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και μου λέει γλυκά: « Θα κάνει στην άκρη το καλό κορίτσι για να καθίσουμε κι εμείς;» Την κοιτάζω ψύχραιμα. Είναι σίγουρο ότι δε χωράει, αλλά αυτό δε λέγεται.. «Εεεε, περιμένω κάποιον που παρκάρει ένα αυτοκίνητο και..», «Τι εννοείς; Έχεις πιάσει τη θέση κι εμείς είμαστε όρθιοι;», μου φωνάζει, κόβοντας την κουβέντα μου στη μέση. Μα, πού πήγε το γλυκό της το υφάκι; «Οδηγός είναι, παρκάρει κι έρχεται», ακούω τη μέσα μου φωνή να ψελλίζει. «Και τι με νοιάζει εμένα; Να κάτσεις χώρια από τον άντρα σου, κυρά μου», μου λέει, κοιτώντας με πολύ αυστηρά μέσα στα μάτια. Εκείνη την ώρα ή φουντώνεις και σκας ή σωπαίνεις κι αφήνεις τη φωτιά να κάψει αυτόν που την άναψε. Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα από τα δυο. Η κυρία βρήκε 2 θέσεις κάπου απέναντι κι έφυγε μονολογώντας «..αυτά κάνουν και στην εκκλησία, πιάνουν 2-3 θέσεις και μένουμε εμείς όρθιες, κατάλαβες;». Άλαλα τα χείλη ημών των ασεβών.
Ελλάδα, 2011.
10 λεπτά μετά ήρθε και η φίλη μου, επίσης μούσκεμα στον ιδρώτα. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται στο γκαράζ. Οι μισοί μπήκαμε με την όπισθεν και οι άλλοι μισοί όπως-όπως. Ούτε που ξέρω πως θα μας βγάλουν από ‘δω μέσα..», μου λέει. Αφού ανταλλάξαμε τις εμπειρίες μας και τα κατορθώματά μας (βλέπε καναπές και πάρκινγκ), αποφάσισα να βγω στο κατάστρωμα να πάρω λίγο αέρα. Εννοείται ότι το πλοίο ήταν ακόμα στο λιμάνι. 15 τα λεπτά της καθυστέρησης, ήδη.
Έφτασα στην πλώρη. Τα τελευταία αυτοκίνητα έμπαιναν στο καράβι όπως τα τερατάκια του πάκμαν! Τόσο γρήγορα. Με την άκρη του ματιού μου είδα έναν σκυλάκο με περιλαίμιο να γυρνάει εδώ κι εκεί στον προβλήτα του λιμανιού. Έμοιαζε χαμένος. Έτρεχε νευρικά δεξιά κι αριστερά, μύριζε την άσφαλτο και κοιτούσε το πλοίο μας, λες, με λαχτάρα. Άνθρωπος δίπλα του κανείς. Ο «Απόλλωνας» μαζεύει τα σκοινιά. Η μπουκαπόρτα κλείνει. Το καράβι φεύγει. Ο σκυλάκος εκεί, με τα ματάκια του καρφωμένα πάνω μας. Μοιάζει να θέλει να βουτήξει στο νερό, να έρθει να μας βρει. Μια κοπέλα, δίπλα μου, μού λέει τη μικρή του ιστορία: ήρθε, λέει, με ένα ζευγάρι στο λιμάνι ο σκυλάκος. Τον άφησαν μόνο του εκεί, επιβιβάστηκαν στο καράβι και ..πάει. Τέλειωσαν οι διακοπές τους, τέλειωσε και η κοινή τους ζωή με το ζωντανό.
Ελλάδα του 2011. Δεν έχει σημασία αν είναι κοντά μας ή μακριά μας. Αν την ξέρουμε ή αν επιλέγουμε να την αγνοούμε. Υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες.
protagon.gr