Η Αουρόρα Μαρντιγκανιάν κατά την αρμενική γενοκτονία του 1915 ήταν ένα μικρό κορίτσι στα 14 του χρόνια. Πρώτα υπήρξε μάρτυρας της σφαγής της οικογένειας της μπροστά στα μάτια της. Ακολούθως σε ένα σκλαβοπάζαρο πουλήθηκε σε έναν αγά. Από εκεί διέφυγε και της πήρε περίπου ένα χρόνο για να φτάσει στις θεωρούμενες ως ασφαλείς για τους Αρμένιους ρωσικές γραμμές.
Στις ΗΠΑ όπου κατάφερε να φτάσει, γύρισε αργότερα μια ταινία για την ιστορία διαφυγής της, ενώ σε όλη της την ζωή έλεγε πως παρέμεινε στην ζωή χάρη στους Κούρδους του Ντέρσιμ.
Η Μαρντιγκανιάν που γεννήθηκε στο χωριό Τσεμισγκεζέκ της επαρχίας Μαμερέτ-Ουλ Αζίζ ήταν κορίτσι μιας πλούσιας οικογένειας. Πρώτα έχασε την οικογένεια της κατά τις πορείες του θανάτου. Ακολούθως πουλήθηκε ως σκλάβα σε έναν αγά. Δεν φαινόταν καμμιά ελπίδα για την μικρή Μαρντιγκανιάν. Μέχρι που ένα βράδυ της φώναξε ένας Αρμένιος γέρος τσομπάνης.
Ήταν η άνοιξη του 1916. Κλειδωμένη στο υπόγειο του σπιτιού η Μαρντιγκανιάν άκουσε από έξω έναν γνώριμο ήχο.
Ήταν ένα σφύριγμα που χρησιμοποιούσαν οι Αρμένιοι τσομπάνηδες. Την άλλη νύχτα άκουσε πάλι τον ίδιο ήχο. Αυτή την φορά ακουγόταν πιο κοντά και ανταπέδωσε. Ξανά δεν άκουσε εκείνο τον ήχο. Την Τρίτη νύχτα ο γέρος Βαρταπέδ στο παράθυρο την πλησίασε και λέγοντας της ¨Μικρή μου περίμενε και θα σε πάρω από εδώ¨ άρχισε έτσι μια απίστευτη ιστορία διαφυγής.
Τα κάγκελα στο παράθυρο ήταν παλιά. Ο γέρος τσομπάνης έβαλε ανάμεσα μια σιδερόβεργα και έβγαλε έτσι από μέσα την Μαργκαντανιάν. Έδειξε στο νέο κορίτσι ένα μονοπάτι. Πάνω στο μονοπάτι αυτό ο πρώτος οικισμός ανήκε σε μια οικογένεια Κούρδων που ο Βαρταπέδ τους γνώριζε καλά. Με βάση αυτά που ανέφερε αργότερα η Μαργκαντανιάν οι Κούρδοι αυτοί ήταν νομάδες και στενοί φίλοι του Βαρταπέδ. Η Μαργκαντανιάν για κάποιο διάστημα κρύφτηκε δίπλα τους.
Τα άσχημα νέα γρήγορα έφτασαν στην Μαργκαντανιάν. Ο Αχμέτ Αγάς είχε σκότωσε στο ξύλο τον Βαρταπέδ. Οι αστυνομικοί την έψαχναν παντού. Η Μαρντιγκανιάν πήρε ένα δοχείο με νερό και ένα σκέπασμα και άρχισε να περπατά προς την μόνη περιοχή που θεωρούνταν οδός σωτηρίας για τους Αρμένιους.
Η Μαρντιγκανιάν στο βιβλίο της περιέγραψε το Ντέρσιμ ως εξής : Πίσω από εκείνα τα βουνά υπάρχει το υπέροχο Ντέρσιμ. Κάθε πλευρά του με πράσινα λιβάδια, απόκρημνα βουνά και λόφους. Όποιος πήγαινε εκεί δεν μπορούσε να ζήσει στο δρόμο. Οι Ντερσιμιώτες Κούρδοι όμως ζούσαν είτε σε μικρά χωριά είτε ως νομάδες.Το Ντέρσιμ κι από τις δύο μεριές είχε γείτονες Τούρκους. Κάποτε ζούσαν εκεί και Αρμένιοι δίπλα στους Τούρκους.
Τώρα όμως οι Αρμένιοι έφυγαν και έμειναν μόνο οι Τούρκοι¨.
Η Μαρντιγκανιάν ανέφερε ότι αυτό που την κράτησε στην ζωή ήταν ότι η επιθυμία για σκοτωμούς των Κούρδων του Ντέρσιμ ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τις φυλές στον νότο.
Η 16χρονη Μαρντιγκανιάν πέρασε ακριβώς ένα χρόνο κρυβόμενη, μένοντας μερικές φορές δίπλα σε χωριά και πάντα ή δούλευε ή προχωρούσε. Οι χωρικοί την έβαζαν για δουλειά και την πλήρωναν σε φαγητό.
Η πρώτη συνάντηση με τους Κούρδους του Ντέρσιμ δεν ήταν καθόλου καλή. Η μόνη καλή της ανάμνηση από το όμορφο Ντέρσιμ ήταν ότι δεν την σκότωσαν. Μια ομάδα νομάδων την βρήκε και την έκλεισε σε μια σπηλιά. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας που τον αποκαλούσαν αγά, την είδε και την πήρε δίπλα του για να δουλεύει. Εκεί άντεξε μόνο κάποιες εβδομάδες. Η Μαρντιγκανιάν ήξερε πως στο Ερζερούμ ήταν οι Ρώσοι. Ο σκοπός της ήταν να πάει εκεί.
Καθώς κρυβόταν όταν έφτασε στον ποταμό Καρασού είδε κομβόι Τούρκων. Το κομβόι αποτελούνταν από ανθρώπους που ερχόταν από τα ανατολικά και πήγαιναν στα δυτικά, κρατώντας στα χέρια τους ότι μπορούσαν να πάρουν. Η Μαρντιγκανιάν βλέποντας αυτό, αντιλήφθηκε πως οι Ρώσοι δεν ήταν μακριά. Κι άρχισε να περπατά προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν οι άνθρωποι.
Όταν έφτασε στο Ερζερούμ διαρκούσαν ακόμη οι συγκρούσεις των Ρώσων με τους Οθωμανούς. Η Μαρντιγκανιάν είδε ανηρτημένη σε ένα κτίριο την αμερικανική σημαία που είχε ξαναδεί και στο Χάρπουτ. Και τρέχοντας κατέφυγε εκεί. Ο πρώτος που την είδε ήταν ο Αμερικανός πρόξενος Τυφλίδας Μακάλουμ. Ο Μακάλουμ πήγαινε στα γύρω χωριά, αγόραζε τα ορφανά κορίτσια των Αρμενίων που είχαν πουληθεί εκεί ως σκλάβες, και μετά τα έστελνε πρώτα στην Τυφλίδα, μετά στο Όσλο και εντέλει τις μετέφερε στις ΗΠΑ.
Στην Νέα Υόρκη την γνώρισε ένας νέος σεναριογράφος ο Χάρβεϊ Γκέιτς, ο οποίος συγκινήθηκε από αυτά που του περιέγραψε η Μαρντιγκανιάν.Στα 1918 έβγαλε βιβλίο με τίτλο ¨Αουρόρα Μαρντιγκανιάν : Μια χριστιανοπούλα εν μέσω των μεγάλων σφαγών¨ και το 1919 πέτυχε την μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη. Η ταινία στο Λονδίνο βγήκε με τίτλο ¨Δημοπρασία ψυχών¨ και στην Νέα Υόρκη ως ¨Ληστεμένη Αρμενία¨. Αυτή η ταινία ήταν η πρώτη δημόσια δραστηριότητα στον κινηματογράφο σχετικά με αυτά που είχαν γίνει. Η Μαρντιγκανιάν έγινε γνωστή ως η Ζαντάρκ της Αρμενίας και υπήρξε ένα από τα ονόματα σύμβολο της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Παντρεύτηκε το 1920 και έζησε μια ήρεμη ζωή μέχρι τις 6-2-1994 οπότε άφησε την τελευταία της πνοή. Έμεινε στην μνήμη ως μια από τις σπάνιες ιστορίες θαύματος της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Στις ΗΠΑ όπου κατάφερε να φτάσει, γύρισε αργότερα μια ταινία για την ιστορία διαφυγής της, ενώ σε όλη της την ζωή έλεγε πως παρέμεινε στην ζωή χάρη στους Κούρδους του Ντέρσιμ.
Η Μαρντιγκανιάν που γεννήθηκε στο χωριό Τσεμισγκεζέκ της επαρχίας Μαμερέτ-Ουλ Αζίζ ήταν κορίτσι μιας πλούσιας οικογένειας. Πρώτα έχασε την οικογένεια της κατά τις πορείες του θανάτου. Ακολούθως πουλήθηκε ως σκλάβα σε έναν αγά. Δεν φαινόταν καμμιά ελπίδα για την μικρή Μαρντιγκανιάν. Μέχρι που ένα βράδυ της φώναξε ένας Αρμένιος γέρος τσομπάνης.
Ήταν η άνοιξη του 1916. Κλειδωμένη στο υπόγειο του σπιτιού η Μαρντιγκανιάν άκουσε από έξω έναν γνώριμο ήχο.
Ήταν ένα σφύριγμα που χρησιμοποιούσαν οι Αρμένιοι τσομπάνηδες. Την άλλη νύχτα άκουσε πάλι τον ίδιο ήχο. Αυτή την φορά ακουγόταν πιο κοντά και ανταπέδωσε. Ξανά δεν άκουσε εκείνο τον ήχο. Την Τρίτη νύχτα ο γέρος Βαρταπέδ στο παράθυρο την πλησίασε και λέγοντας της ¨Μικρή μου περίμενε και θα σε πάρω από εδώ¨ άρχισε έτσι μια απίστευτη ιστορία διαφυγής.
Τα κάγκελα στο παράθυρο ήταν παλιά. Ο γέρος τσομπάνης έβαλε ανάμεσα μια σιδερόβεργα και έβγαλε έτσι από μέσα την Μαργκαντανιάν. Έδειξε στο νέο κορίτσι ένα μονοπάτι. Πάνω στο μονοπάτι αυτό ο πρώτος οικισμός ανήκε σε μια οικογένεια Κούρδων που ο Βαρταπέδ τους γνώριζε καλά. Με βάση αυτά που ανέφερε αργότερα η Μαργκαντανιάν οι Κούρδοι αυτοί ήταν νομάδες και στενοί φίλοι του Βαρταπέδ. Η Μαργκαντανιάν για κάποιο διάστημα κρύφτηκε δίπλα τους.
Τα άσχημα νέα γρήγορα έφτασαν στην Μαργκαντανιάν. Ο Αχμέτ Αγάς είχε σκότωσε στο ξύλο τον Βαρταπέδ. Οι αστυνομικοί την έψαχναν παντού. Η Μαρντιγκανιάν πήρε ένα δοχείο με νερό και ένα σκέπασμα και άρχισε να περπατά προς την μόνη περιοχή που θεωρούνταν οδός σωτηρίας για τους Αρμένιους.
Η Μαρντιγκανιάν στο βιβλίο της περιέγραψε το Ντέρσιμ ως εξής : Πίσω από εκείνα τα βουνά υπάρχει το υπέροχο Ντέρσιμ. Κάθε πλευρά του με πράσινα λιβάδια, απόκρημνα βουνά και λόφους. Όποιος πήγαινε εκεί δεν μπορούσε να ζήσει στο δρόμο. Οι Ντερσιμιώτες Κούρδοι όμως ζούσαν είτε σε μικρά χωριά είτε ως νομάδες.Το Ντέρσιμ κι από τις δύο μεριές είχε γείτονες Τούρκους. Κάποτε ζούσαν εκεί και Αρμένιοι δίπλα στους Τούρκους.
Τώρα όμως οι Αρμένιοι έφυγαν και έμειναν μόνο οι Τούρκοι¨.
Η Μαρντιγκανιάν ανέφερε ότι αυτό που την κράτησε στην ζωή ήταν ότι η επιθυμία για σκοτωμούς των Κούρδων του Ντέρσιμ ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τις φυλές στον νότο.
Η 16χρονη Μαρντιγκανιάν πέρασε ακριβώς ένα χρόνο κρυβόμενη, μένοντας μερικές φορές δίπλα σε χωριά και πάντα ή δούλευε ή προχωρούσε. Οι χωρικοί την έβαζαν για δουλειά και την πλήρωναν σε φαγητό.
Η πρώτη συνάντηση με τους Κούρδους του Ντέρσιμ δεν ήταν καθόλου καλή. Η μόνη καλή της ανάμνηση από το όμορφο Ντέρσιμ ήταν ότι δεν την σκότωσαν. Μια ομάδα νομάδων την βρήκε και την έκλεισε σε μια σπηλιά. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας που τον αποκαλούσαν αγά, την είδε και την πήρε δίπλα του για να δουλεύει. Εκεί άντεξε μόνο κάποιες εβδομάδες. Η Μαρντιγκανιάν ήξερε πως στο Ερζερούμ ήταν οι Ρώσοι. Ο σκοπός της ήταν να πάει εκεί.
Καθώς κρυβόταν όταν έφτασε στον ποταμό Καρασού είδε κομβόι Τούρκων. Το κομβόι αποτελούνταν από ανθρώπους που ερχόταν από τα ανατολικά και πήγαιναν στα δυτικά, κρατώντας στα χέρια τους ότι μπορούσαν να πάρουν. Η Μαρντιγκανιάν βλέποντας αυτό, αντιλήφθηκε πως οι Ρώσοι δεν ήταν μακριά. Κι άρχισε να περπατά προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν οι άνθρωποι.
Όταν έφτασε στο Ερζερούμ διαρκούσαν ακόμη οι συγκρούσεις των Ρώσων με τους Οθωμανούς. Η Μαρντιγκανιάν είδε ανηρτημένη σε ένα κτίριο την αμερικανική σημαία που είχε ξαναδεί και στο Χάρπουτ. Και τρέχοντας κατέφυγε εκεί. Ο πρώτος που την είδε ήταν ο Αμερικανός πρόξενος Τυφλίδας Μακάλουμ. Ο Μακάλουμ πήγαινε στα γύρω χωριά, αγόραζε τα ορφανά κορίτσια των Αρμενίων που είχαν πουληθεί εκεί ως σκλάβες, και μετά τα έστελνε πρώτα στην Τυφλίδα, μετά στο Όσλο και εντέλει τις μετέφερε στις ΗΠΑ.
Στην Νέα Υόρκη την γνώρισε ένας νέος σεναριογράφος ο Χάρβεϊ Γκέιτς, ο οποίος συγκινήθηκε από αυτά που του περιέγραψε η Μαρντιγκανιάν.Στα 1918 έβγαλε βιβλίο με τίτλο ¨Αουρόρα Μαρντιγκανιάν : Μια χριστιανοπούλα εν μέσω των μεγάλων σφαγών¨ και το 1919 πέτυχε την μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη. Η ταινία στο Λονδίνο βγήκε με τίτλο ¨Δημοπρασία ψυχών¨ και στην Νέα Υόρκη ως ¨Ληστεμένη Αρμενία¨. Αυτή η ταινία ήταν η πρώτη δημόσια δραστηριότητα στον κινηματογράφο σχετικά με αυτά που είχαν γίνει. Η Μαρντιγκανιάν έγινε γνωστή ως η Ζαντάρκ της Αρμενίας και υπήρξε ένα από τα ονόματα σύμβολο της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Παντρεύτηκε το 1920 και έζησε μια ήρεμη ζωή μέχρι τις 6-2-1994 οπότε άφησε την τελευταία της πνοή. Έμεινε στην μνήμη ως μια από τις σπάνιες ιστορίες θαύματος της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Κουρδικό Πρακτορείο Φιράτ-tourkikanea.gr