Του Γιάννη Βαρουφάκη
Από το παράθυρο του ξενοδοχείου, στο Seattle, διακρίνω μια μοναχική φιγούρα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένας μοναχικός διαδηλωτής, φορώντας ένα ζωστήρα που κρατάει όρθιες δύο μεγάλες Συριακές σημαίες, σηκώνει στον αέρα ένα χαρτόνι γεμάτο συνθήματα που βουβά μεταφέρει τον πόνο του, την απόγνωση του για την δοκιμαζόμενη πατρίδα του. Μέσα στην παγωνιά, με τα αυτοκίνητα να περνούν δίπλα του και ελάχιστους πεζούς να τον προσπερνούν, κάθεται όρθιος, απτόητος, σιωπηλός για ώρες.
Πριν τον παρατηρήσω, καθισμένος στον υπολογιστή μου κι έτοιμος να γράψω το άρθρο της εβδομάδας για το protagon, σκόπευα να σας γράψω άλλο ένα άρθρο για την Κρίση, συγκεκριμένα για το συνέδριο στο Βερολίνο στο οποίο θα βρίσκομαι όταν θα διαβάζετε τούτες τις γραμμές. Δεν τα κατάφερα. Η εικόνα του Σύρου στην διασταύρωση μιας ψυχρής αμερικανικής μεγαλούπολης με μαγνήτιζε και μου υπέβαλε επίμονα το ερώτημα: Τι κάνεις εσύ εδώ; Γιατί λείπεις από την δική σου, χειμαζόμενη, χώρα;
Δεν ήθελα να γράψω επί προσωπικού. Κανείς μας, αυτές τις ώρες, δεν είναι αρκετά σημαντικός για να ομφαλοσκοπεί και να χρησιμοποιεί ένα βήμα που έτυχε να έχει για να γράφει αυτοβιογραφικά. Όμως κάτι η φιγούρα του Σύρου στο φανάρι, κάτι οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας που αρνούνταν να αφήσουν ανεπηρέαστη την ψυχολογία ακόμα ακόμα κι ενός άθεου (σαν εμένα), κατέληξα στο σημερινό μου θέμα. Συγχωρήστε με.
Πρώτη φορά κοίταξα την βροχή μέσα από παράθυρο σε ξένο τόπο, στον οποίο ήξερα ότι θα έμενα χρόνια, το 1978 στην Αγγλία. Θυμάμαι ακόμα το συναίσθημα. Δέκα χρόνια μετά κοίταζα έναν άλλον τόπο, την Αυστραλία, μέσα από ένα άλλο, αντίστοιχο, «παράθυρο». Μεσολάβησαν κι άλλα «παράθυρα», στο Βέλγιο, στην Σκωτία... Συνολικά, 23 χρόνια πέρασαν μέχρι να πάρω την απόφαση της επιστροφής.
Γιατί γύρισα; Μέχρι τότε δεν είχα νιώσει ούτε μέρα μετανάστης. Ξένος ναι, μετανάστης ποτέ. Είχα μάθει να χαίρομαι τους ξένους τόπους με τρόπο που μόνο ένας Έλληνας μπορούσε, στον βαθμό που δεν έψαχνε να βρει Έλληνες και Ελλάδα στον ξένο τόπο αλλά, αντίθετα, πάσχιζε να χαθεί σε αυτόν. Ως ξένος Έλληνας. Με την βαλίτσα έτοιμη για νέους ξένους τόπους ή της επιστροφής. Κάποια στιγμή ένιωσα, καθώς πλησίαζα τα σαράντα, ότι οι βαθμοί ελευθερίας μειώνονταν. Κάποια στιγμή θα «έπιανα» τον εαυτό μου να έχει μετατραπεί από ξένο σε μετανάστη. Πανικοβλήθηκα.
Το πρώτο ανιχνευτικό βήμα έγινε το 1998, όταν επισκέφτηκα για ένα εξάμηνο το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην αρχή ήμουν σαν την μύγα μέσ’ το γάλα. Δεν είχα ποτέ πριν ούτε καν περάσει το σκαλοπάτι ελληνικού πανεπιστημίου. Φαντάζεστε το σοκ που με βρήκε. Όμως, κάπου εκεί έκαναν το θαύμα τους οι χαμηλές προσδοκίες και οι όμορφες αντιφάσεις της πατρίδας μας. Περιμένοντας τα χειρότερα (έχοντας ακούσει τόσες και τόσες θλιβερές ιστορίες), εξεπλάγην θετικά: μέσα σε μια θάλασσα μιζέριας (από τα θλιβερά κτήρια και τις ανύπαρκτες υποδομές μέχρι τα τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων που θύμιζαν κακόφωνη εμποροπανήγυρη άνευ καμίας πολιτικής διάστασης) γνώρισα συναδέλφους σαν τον Νίκο Πετραλιά, τον Γιώργο Κριμπά και τον Νίκο Θεοχαράκη. Ως κεραυνοί εν αιθρία, μου έδωσαν να καταλάβω ότι μέσα στον κουρνιαχτό υπάρχουν διαμάντια που δεν θα βρεις πουθενά αλλού. Κι όταν άρχισα να διδάσκω, ήρθα αντιμέτωπος με την πιο ευχάριστη έκπληξη: Μέσα στα αμφιθέατρα που οι αδέσποτοι σκύλοι και ο καπνός από τα τσιγάρα συμβίωναν με τους φοιτητές, διέκρινα μυαλά και χαρακτήρες ποιότητας και ήθους που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου. Ούτε στο Cambridge. Σε συνδυασμό με την νοσταλγία που ποτέ δεν σβήνει, τους γονείς που δεν γίνονταν μικρότεροι, την έφεση προς μια νέα περιπέτεια στην ίσως πιο «ξένη» για μένα χώρα, ωρίμασε μέσα μου η απόφαση της επιστροφής που, τελικά, ήρθε το 2000 (μαζί με το σκάσιμο της φούσκας του Χρηματιστηρίου μας...).
Εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα με μεγάλες δυσκολίες (έπρεπε να δείτε την έκφραση απορίας την πρώτη φορά που επισκέφτηκα εφορία, τις υπηρεσίες του Πανεπιστημίου κλπ) αλλά ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Εξ αρχής ήμουν αποφασισμένος να μην ενταχθώ ποτέ. Να ζω στην Ελλάδα Έλλην μεν ξένος δε. Να διατηρήσω πάση θυσία την ιδιότητα του ξένου στην ίδια μου την χώρα. Να βλέπω τα πάντα ως ξένος που θέλει να χαθεί σε αυτή την χώρα κι έτσι γίνεται πιο Έλληνας από τους Ελληνάρες. Να δουλέψω, κάνοντας αυτά που ξέρω, αλλά αυτή την φορά για το ελληνικό πανεπιστήμιο, που είχε τόσες δυνατότητες κρυμμένες πίσω από την τριτοκοσμική μάσκα που το καταδυνάστευε.
Πρώτος μου στόχος ήταν η βελτίωση των ελληνικών μου. Κατόπιν, η βελτίωση των μαθημάτων που ανέλαβα (νέες σημειώσεις, νέα βιβλία για τους φοιτητές, νέα ύλη). Πολύ σύντομα ανέλαβα την δημιουργία ενός νέου διδακτορικού προγράμματος το οποίο να σπάει το καθεστώς φεουδαρχίας που χαρακτήριζε το προϋπάρχον (με τους υπ. διδάκτορες να κουβαλούν τις τσάντες των επιβλεπόντων, να εργάζονται στις επιχειρήσεις τους για ένα κομμάτι ψωμί, με την «αμοιβή» της υπόσχεσης ενός διδακτορικού κάπου, κάποτε). Η ιδέα ήταν να στήσουμε ένα διεθνές διδακτορικό πρόγραμμα, με την συμμετοχή ξένων καθηγητών και φοιτητών, χωρίς δίδακτρα αλλά με απίστευτα πολλή δουλειά (δύο χρόνια υποχρεωτικών καθημερινών μαθημάτων). Ένα πρόγραμμα που θα έδινε την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους να εκπονήσουν διδακτορικό στα οικονομικά όχι απλώς ισάξιο με τα αντίστοιχα του εξωτερικού αλλά καλύτερο. Ναι, καλύτερο.
Το πρόγραμμα αυτό το στήσαμε (δείτε εδώ). Μπορεί να μην έγινε πολύ γνωστό στην Ελλάδα, έγινε όμως στο εξωτερικό – όπου και σήμερα συζητιέται ως μία από τις οάσεις ποιοτικών σπουδών στα οικονομικά. Δεχόμασταν, πέραν των Ελλήνων φοιτητών, Αμερικανούς, Ρώσους, Φινλανδούς (με υποτροφία από την χώρα με την καλύτερη παιδεία για να κάνουν διδακτορικό στην... Ελλάδα!), Γερμανούς, Τούρκους, Ισπανούς… Δεχόμασταν είκοσι πέντε φοιτητές τον χρόνο, από τους οποίους πέρναγαν λίγο περισσότερους από τους μισούς. Λογικό ήταν: Στα δύο χρόνια εντατικών μαθημάτων που έπρεπε να παρακολουθούν για να τους δοθεί το δικαίωμα να εκπονήσουν διατριβή, έπρεπε να παρακολουθήσουν (υποχρεωτικά) 576 ώρες μαθημάτων, από 37 καθηγητές εκ των οποίων οι 26 από το Τμήμα μας, 7 από πανεπιστήμια του εξωτερικού και, 5 από άλλα ελληνικά πανεπιστήμια. Παράλληλα, παρακολούθησαν 52 δίωρα ερευνητικά σεμινάρια που παρουσίασαν 17 καθηγητές από το Τμήμα μας, 13 από άλλα ελληνικά πανεπιστήμια και 22 από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Στα δύο αυτά χρόνια, πέραν των εργασιών που παρέδωσαν, εξετάστηκαν γραπτώς πάνω από 32 φορές. Κι όλα αυτά στην βάση ενός ενδιαφέροντος κοινωνικού συμβολαίου: οι καθηγητές δεν πληρωθήκαμε ούτε ένα ευρώ για όλα αυτά (για τα μαθήματα, το διοικητικό έργο, τις απίστευτες ώρες επικοινωνίας με τους φοιτητές) ενώ οι φοιτητές δεν κατέβαλλαν δίδακτρα – καθώς κατέβαλαν το κόστος των 5 ετών που αφιέρωσαν στο να πάρουν το διδακτορικό τους φυτοζωόντας, χωρίς μια πραγματική θέση εργασίας την εποχή που άλλοι έχτιζαν καριέρες στην διαφήμιση, στις τράπεζες, στην βιομηχανία, στο εμπόριο, στην ναυτιλία.
Παράλληλα με τα μεταπτυχιακά, η ίδια λίγο-πολύ ομάδα συναδέλφων, παλέψαμε να αναβαθμίσουμε τα προπτυχιακά μαθήματα και να ελκύσουμε νέο αίμα από το εξωτερικό χρησιμοποιώντας το διδακτορικό πρόγραμμα ως μαγνήτη (καθώς όλοι οι καλοί, νέοι ερευνητές που διδάσκουν στο εξωτερικό, θέλουν διακαώς πρόσβαση σε ένα καλό διδακτορικό πρόγραμμα όπου θα «παντρέψουν» την διδασκαλία με την έρευνα). Έτσι, σιγά-σιγά, προσελκύσαμε νέους συναδέλφους, από την Αγγλία και αλλού. Αυτός ήταν ο στόχος: μεταρρυθμίσεις εντός που να καθιστούν το Τμήμα ελκυστικό ώστε να έρχεται συνεχώς νέο αίμα από έξω (αντί για την θλιβερή αναπαραγωγή των κατεστημένων που καραδοκούν μόνιμα).
Η χαρά που μου έδιναν αυτές οι εξελίξεις είχε το κόστος της. Οι αντιδράσεις των δύο μεγάλων φοιτητικών παρατάξεων (που πολέμησαν λυσσασμένα τις προσπάθειες μας, λόγω της άρνησής μας να συνδιοικούμε μαζί τους) ήταν απίστευτη. Ερχόντουσαν στο γραφείο μου να με απειλήσουν (στον ενικό και με λεξιλόγιο λιμανιού), αλυσόδεσαν την πόρτα της αίθουσας που συνεδρίαζε το εκλεκτορικό σώμα κατά την διάρκεια της προαγωγής μου (απειλώντας τα μέλη του ότι, αν με ψηφίσουν, δεν θα έβγαιναν από εκεί μέσα), οργάνωσαν (σε συνεργασία με συναδέλφους μου) την (πρόσκαιρη) «αποκαθήλωση» μου από Διευθυντή του Τομέα μου κ.ο.κ. Και το χειρότερο: η ακόμα πιο λυσσασμένη επίθεση συναδέλφων που συνειδητοποίησαν ότι το νέο διδακτορικό πρόγραμμα τους στερεί τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα πρωί, στημένος ώρες έξω από τον Ειδικό Λογαριασμό, περιμένοντας να μάθω γιατί η πληρωμή του εισιτηρίου ενός ξένου καθηγητή δεν γινόταν, κάποια στιγμή, βγαίνει υπάλληλος από το γραφείο, κρυφά, με παίρνει σε μια γωνιά και μου ψιθυρίζει: «Κύριε Βαρουφάκη επειδή τυχαίνει να ήμουν φοιτητής σας, και σας εκτιμώ, σας παρακαλώ φύγετε, μην περιμένετε άσκοπα. Υπάρχει εντολή από τον Χ συνάδελφο σας (σημ. ο οποίος λύνει και δένει στο παρασκήνιο, με το αζημίωτο φυσικά) να σας σπάσουν τα νεύρα, να μην γίνει καμία πληρωμή για το διδακτορικό πρόγραμμα, έως ότου παραιτηθείτε.»
Για χρόνια πολλά βρέθηκα εγκλωβισμένος σε τέτοιο πόλεμο. Δεν σκέφτηκα όμως ούτε στιγμή να τα παρατήσω καθώς η χαρά που μου έδιναν τα θετικά της μεταρρύθμισης και η συμπαράσταση εξαιρετικών συναδέλφων και φοιτητών αρκούσαν. Αυτό που ήταν, όμως, δυσβάστακτο ήταν το ότι, όταν δεν μπορούσαν να πλήξουν εμένα, έπλητταν τους φοιτητές, τις γραμματείς που δούλευαν για το πρόγραμμα, τους νέους συναδέλφους που ερχόταν η ώρα της μονιμοποίησης ή της προαγωγής τους, όποιον μπορούσαν να πλήξουν καθιστώντας μου γνωστό ότι η δική μου «εμμονή» θα πληγώνει «αθώους».
Το προσωπικό κόστος είχε και μια άλλη πτυχή, πιο προσωπική. Το 2004 γεννήθηκε η κόρη μου, η Ξένια (μπορείτε να φανταστείτε γιατί επελέγη το όνομα αυτό; Βλέπε πιο πάνω!). Ένα χρόνο μετά, η μητέρα της αποφάσισε να επιστρέψει στην Αυστραλία, από όπου κατάγεται. Δεν χρειάζεται να σας πω τι σήμαινε αυτό. Λόγια δεν υπάρχουν. Πολύ σύντομα όμως εμφανίστηκε στην ζωή μου η Δανάη και η ζωή πήρε μια νέα συναρπαστική τροπή. Ζώντας μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας, μεταξύ των πανεπιστημιακών μου ενασχολήσεων και των projects της Δανάης (π.χ. βλ. εδώ), η αισιοδοξία επέστρεψε.
Μέχρι που ήρθε η Κρίση. Έχοντας ήδη γράψει, από το 2003, κείμενα σχετικά με τις καταστροφικές εξελίξεις που τελικά ήρθαν, γρήγορα ενεπλάκην στον δημόσιο διάλογο, προσπαθώντας από νωρίς να διαμηνύσω στην ευρύτερη κοινή γνώμη (κυρίως μέσα από το protagon) ότι «στραβά αρμενίζουμε». Εξ αρχής έγραφα όπως πάντα: ακαδημαϊκά, στην βάση μιας μη αυταρχικής συνεισφοράς σε αυτό που το protagon έκανε παντιέρα του: ιστορίες (ή απόψεις) για να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Το «καινό δαιμόνιο» που προσπάθησα να εισάγω στον διάλογο ήταν ένα: η Κρίση είναι παγκόσμια, είναι ευρωπαϊκή και, από την στιγμή που ξέσπασε, δεν θα λυθεί με τεράστια δάνεια τα οποία τα παίρνουμε υπό τον όρο ότι θα συρρικνώσουμε το εθνικό εισόδημα από το οποίο θα πρέπει να τα αποπληρώσουμε.
Πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι τα κίνητρα μου παρεξηγήθηκαν. Άλλοι θεωρούσαν ότι ήμουν εναντίον των μεταρρυθμίσεων. Άλλοι ότι θέλω να μην αλλάξει τίποτα (κι ας είχα πληρώσει τόσο ακριβά το τίμημα των προσωπικών μου ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων στο πανεπιστήμιο). Κάποιοι με ανέδειξαν ως τον υμνητή της χρεοκοπίας (κάτι σαν, π.χ., να αποκαλείς τον γιατρό που βρίσκει ότι πάσχεις από καρκίνο υμνητή της επάρατης νόσου). Από την άλλη, πολλοί έκαναν σημαία αυτά που έλεγα. Πριν περάσει πολύς καιρός κατέληξα να έχω γίνει διχαστική παρουσία: άτομο του οποίου οι απόψεις διχάζουν μεταξύ «οπαδών» και «κατακριτών». Πιστέψτε με παρακαλώ όταν σας λέω ότι και οι μεν και οι δε με στενοχωρούσαν. Πάντα έλεγα στους φοιτητές μου: Μην με πιστεύετε! Να κρίνετε ό,τι σας λένε (και σας λέω). Από την άλλη, μην απορρίπτετε ό,τι σας λέω πριν το κρίνετε. Κάτι αντίστοιχο περίμενα, εσφαλμένα, από το ευρύτερο κοινό. Και στενοχωρήθηκα όταν δεν προέκυψε.
Στην αρχή, τα κανάλια και τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ με προσκαλούσαν επειδή ήμουν μια ενδιαφέρουσα παρουσία – κάτι σαν τον τρελό των καναλιών (το αντίστοιχο του τρελού του χωριού, ο οποίος δικαιούται να λέει πράγματα που οι υπόλοιποι απαγορεύεται να ξεστομίσουν). Όμως, όσο οι προβλέψεις μου άρχισαν να επιβεβαιώνονται (π.χ. το Μνημόνιο να παραπαίει, η Κρίση να επεκτείνεται σε νέες χώρες, η «επαναγορά χρέους» να ακυρώνεται κλπ), ο διχασμός μεταξύ «οπαδών» και «κατακριτών» μου διογκώθηκε. Πολύ γρήγορα, η όποια ποιότητα του όποιου διαλόγου καταβαραθρώθηκε. Κάποτε, πριν μερικούς μήνες (ιδίως τότε που ύψωσα πολύ δυνατά φωνή εναντίον του Μνημονίου 2) άρχισαν τα απειλητικά τηλεφωνήματα (με απειλές εναντίον της οικογένειάς μου), οι λίβελοι (π.χ. γράφτηκε σε διάφορα blog ότι, σε συνεργασία με Σόρος και Ρουμπίνι, «σορτάρω» τα ελληνικά ομόλογα – λες και με είχαν ανάγκη οι κύριοι αυτοί!), οι προσωπικές επιθέσεις.
Δεν ήταν μόνο αυτό. Σε αυτά τα οδυνηρά προστέθηκε η καθίζηση του Πανεπιστημίου ελέω Κρίσης και νέου Νόμου. Η Κρίση σταμάτησε όλες τις προσλήψεις. Η δυναμική μετάγγισης νέου αίματος από το εξωτερικό ακυρώθηκε. Ο καθηγητής της Νέας Υόρκης, που μετά από χίλιες προσπάθειές μας δέχθηκε να γυρίσει στην Ελλάδα, εκλέχτηκε μεν δεν διορίστηκε ποτέ δε. Οι νέοι συνάδελφοι, που βγήκαν από το διδακτορικό μας πρόγραμμα, έτοιμοι να «επιστρέψουν», από την θέση του λέκτορα, το «χρέος» τους, παρέμεναν στο Πανεπιστήμιο ως δουλοπάροικοι – δίδασκαν χωρίς οργανική θέση, χωρίς μισθό. Με πόνο καρδιάς το περασμένο Σεπτέμβρη αναγκάστηκα να βρω θέση στον καλύτερο διδακτορικό μας φοιτητή σε πανεπιστήμιο της Βρετανίας. Σκεφτείτε το: Ένα πτυχίο Μετσόβιου Πολυτεχνείου, δύο μεταπτυχιακά και ένα διδακτορικό, για τα οποία πλήρωσε ο ελληνικός λαός. Και ποιος εκμεταλλεύεται αυτό το «ανθρώπινο κεφάλαιο» σήμερα; Οι Βρετανοί φοιτητές και ένα ξένο πανεπιστήμιο το οποίο γνωρίζει πώς να κεφαλαιοποιεί τις επενδύσεις της δικής μας κοινωνίας.
Όσο για τον νέο νόμο, αντίθετα με πολλούς συναδέλφους μου, δεν κακίζω την κα Διαμαντοπούλου επειδή έφερε ριζικές αλλαγές. Πιστεύω στις ριζικότατες, στις επαναστατικές αλλαγές. Όχι, κακίζω τον νέο νόμο επειδή ενισχύει τις κατσαρίδες του πανεπιστημίου, ενδυναμώνει όλους εκείνους που μπήκαν εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις που κάναμε. Μπορεί να πέταξε έξω τις φοιτητικές παρατάξεις (κάτι που επικροτώ) αλλά γιγαντώνει τον αυταρχισμό εντός των πανεπιστημίων, προσφέροντας τεράστιο δώρο στην αναξιοκρατία που πάντα χαίρεται όταν ο αυταρχισμός σηκώνει κεφάλι. Επί πλέον, η απόλυτη οικονομική ανέχεια των πανεπιστημίων μας οδηγεί, υπό τον νέο νόμο, στην απόλυτη εμπορευματοποίηση: Ό,τι πουλάει θα προσφέρεται. Ό,τι δεν πουλάει (π.χ. η δύσκολη γνώση) θα εκπαραθυρώνεται. Κι επειδή οι «πελάτες» τελούν, εξ ορισμού εν αγνοία, το πανεπιστήμιο χάνει τους ανθρώπους που με έκαναν να θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα: τους καθηγητές που νοιάζονται μόνο για την ποιότητα και τους φοιτητές που επιλέγουν, κόντρα στους καιρούς, την δύσκολη γνώση. Εν συντομία, νιώθω ότι ό,τι παλέψαμε με τους καλούς συναδέλφους να δημιουργήσουμε στο πανεπιστήμιο, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Έτσι όπως πάμε, το πανεπιστήμιο τείνει προς ένα ΙΕΚ που νοιάζεται για «πιστοποίηση» über alles.
Πριν κάποιους μήνες, ερωτήθηκα αν θα με ενδιέφερε να κατέβω στην πολιτική. Το ίδιο ερώτημα μου ετέθη πολλές φορές, στα ΜΜΕ, στην Πλατεία Συντάγματος κλπ. Η ενστικτώδης απάντησή μου ήταν, και παραμένει, αρνητική. Γιατί; Να σας πω: Το 1982 πήρα την μεγάλη απόφαση της πανεπιστημιακής καριέρας. Αυτό σήμαινε μια ζωή με πολύ λιγότερα χρήματα και εξουσία. Όμως, μια ζωή με μέγιστη ελευθερία έκφρασης και δυνατότητα αυτο-κριτικής (και αυτοσαρκασμού ακόμα). Ήταν μια επιλογή που δεν παίρνω πίσω. Όλον αυτό τον καιρό, συνομιλώ (έστω και στα κρυφά) με πολιτικούς όλων σχεδόν των κομμάτων. Αυτό έχει σημασία στον Καιρό της Κρίσης. Μου δίνει την δυνατότητα να τους βοηθώ αλλά και να τους κρίνω όλους (και τον εαυτό μου συνάμα). Την στιγμή που θα ανέβω στο μπαλκόνι και θα πω «ψηφίστε με», ξάφνου τίθεμαι εναντίον όλων των υπόλοιπων. Δεν μου έχω εμπιστοσύνη ότι, μετά από μία κίνηση, θα διατηρήσω την σκέψη μου ανεξάρτητη, καθαρή. Δεν το θέλω. Και δεν θα το κάνω.
Κάπου τον περασμένο Νοέμβριο, σε ένα ταξίδι στην Αμερική όπου μου έγιναν προτάσεις από πανεπιστήμια και οργανισμούς, η Δανάη μου είπε κάτι που «έγραψε». Μου είπε ότι, δεδομένου του πολέμου που μου γίνεται στην Ελλάδα, μόνο και μόνο επειδή καταθέτω απόψεις, και δεδομένης της κατάρρευσης στο πανεπιστήμιο όλων αυτών για τα οποία έχω επενδύσει μια δεκαετία τώρα, έχω μια απλή επιλογή: είτε να κατέβω στην πολιτική, ώστε να μπορώ να δράσω με κάποιους βαθμούς ελευθερίας που προσφέρει η «εξουσία», είτε να φύγουμε από την Ελλάδα. Κατάλαβα τι εννοεί. Αμέσως έβαλα μπροστά την διαδικασία μετακόμισης στην Αμερική.
Κλείνω με κάτι τελευταίο. Μου έλαχε η κόρη μου να ζει στην Αυστραλία. Σε μια χώρα που οι τιμές των πάντων ανεβαίνουν και της οποίας το νόμισμα υπερτιμάται συνεχώς. Καθώς ο μισθός μου (κατά 3/5 μικρότερος από ό,τι θα ήταν αν είχα παραμείνει στην Αυστραλία προ των περικοπών) μειώνεται, όπως και όλων μας, σε λίγο όχι μόνο δεν θα μπορώ να την συντηρώ αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορώ να την επισκέπτομαι καν. Το φαντάζεστε να κατέβαινα στην πολιτική για να απομυζώ από το πτωχευμένο ελληνικό δημόσιο μισθό ικανό για να συντηρώ την κόρη μου στους αντίποδες; Να έχω, δηλαδή, γίνει κι εγώ ένας βουλευτής, γραφειοκράτης, υπουργός που βασίζεται στα χρήματα του Μνημονίου για να ζει το παιδί του;
Όχι φίλες και φίλοι. Έξω και πάλι έξω. Γιατί αν υπάρχει ένα αγαθό που με κάνει ευτυχισμένο δεν είναι άλλο από το συναίσθημα ότι δεν εξαρτώμαι, δεν φοβάμαι να πω αυτό που πραγματικά πιστεύω. Κι αν χρειάζεται να σας στέλνω τα κείμενά μου από μια βροχερή, μακρινή πολιτεία, απέναντι από έναν μοναχικό διαδηλωτή εκ Μέσης Ανατολής, έτσι θα γίνει. Μέχρι να μπορώ να επιστρέψω διατηρώντας την ανεξαρτησία σκέψης μου, υπό συνθήκες που να μπορώ και πάλι να προσφέρω. Δεν θα αργήσει η μέρα. Για αυτό επέλεξα τον τίτλο «Γιατί λείπω» αντί για ένα πιο τελεσίδικο «Γιατί έφυγα».
ΥΓ. Επειδή πολλοί θα αναρωτηθείτε, να σας πω ότι σήμερα, από το Πανεπιστήμιο, βρίσκομαι σε εκπαιδευτική άδεια που ποτέ δεν πήρα έως τώρα παρά το γεγονός ότι δικαιούμαι από το 2003. Θα την εξαντλήσω και μετά θα πάρω άδεια άνευ αποδοχών. Αλλά επειδή σε καμία περίπτωση δεν θα γίνω άλλος ένας Παπαδήμος (βλ. εδώ) σας λέω ότι, την στιγμή που θα σιγουρευτώ πως σε περίπτωση παραίτησής μου η θέση μου δεν θα χαθεί αλλά θα επαναπροκηρυχθεί στο αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας (ώστε να με αντικαταστήσει νέος συνάδελφος) – κάτι που σήμερα δεν γίνεται καθώς έχουν παγώσει όλες οι προκηρύξεις – θα παραιτηθώ άμεσα. Το δηλώνω ευθαρσώς για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις.