Αλέξη, γεια σου. Αν και μεγαλύτερός σου καμπόσο, μ' έκανες ξανά παιδί. Μ' έφερες στα φοιτητικά μου έδρανα, τότενες που μιλούσα για τον Ρήγα κι ύστερα, σαν παπάρας, για τον Δημοκρατικό Αγώνα. Τότε, που υπήρχε κι ενθουσιασμός κι ελπίδα. Η γυναίκα μου κι η κόρη μου έχουν αρχίσει ν' ανησυχούν για την κατάστασή μου, μου λένε να ησυχάσω και να μην ενθουσιάζομαι μιας κι έχω νευροπίεση, αλλά αυτό είναι καλό σημάδι. Μ' έκανες να γράψω την πίεση στα παλιά μου υποδήματα - ούτως ή άλλως καινούργια δεν υπάρχουν μετά την απληρωσιά που έπεσε τους τελευταίους εφτά μήνες στη δουλειά μου - και να νιώσω τα πόδια μου έτοιμα να τρέξουνε για μια μικρή λεξούλα. Για ένα τόσο δα λεκτικό εύρημα, που με αναζωογόνησε και μου έδωσε Ρεντ Μπουλ φτερά. Για την Ελπίδα. 

΄Ισως, Αλέξη, να κάνεις λάθος και οι συμμορίτες της Τρόϊκας και οι δωσίλογοί τους (συμπεριλαμβανόμενου και του "κυρίου" Κουβέλη - τώρα το πόσο είσαι κύριος, όταν δεν τιμάς τα λόγια και τα παντελόνια σου είναι αλλουνού παπά-ρα ευαγγέλιο) να μας κόψουνε τελείως τις δόσεις και τα χάπια και τα ναρκωτικά. ΄Ισως. Να ξέρεις όμως κάτι: Δε με νοιάζει αν πεινάσει η κόρη μου. Ευκαιρία να κάνει και λίγο δίαιτα, που μού'χει κάνει ένα κώλο ίσα μ' αυτόν του Βενιζέλου. Δεν με νοιάζει αν πεινάσει η γυναίκα μου - μαθημένη είναι στα δύσκολα, στις κακουχίες, καλή σύντροφος και με χαμόγελο, κι ας μου παραπονιέται δήθεν. Δεν με νοιάζει αν πεινάσω, δε με νοιάζει κι αν πεθάνω, γιατί θα το κάνω γι αυτές τις δυο και τη χώρα μου. Κατάλαβες; Μου έδωσες έναν λόγο να ζήσω, Αλέξη, έναν τρόπο να εξιλεωθώ στα μάτια των παιδιών που με βρίζουνε για όσα έχω κάνει με τις ψήφους μου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μου έδωσες την ελπίδα να επανορθώσω όσα έχω αφήσει να γίνουν κι εγώ τα παρατηρούσα απ' τον καναπέ μου. Και πάνω απ' όλα, πρέπει να καταλάβεις (γιατί οι "άλλοι", οι "απέναντι" δεν πρόκειται ποτέ να το καταλάβουν) ότι δεν με νοιάζει αν θα μας κόψουνε τις δόσεις. Δεν με νοιάζει αν θα είμαι στην Ε.Ε. της κακομοιριάς, της αλητείας και της υποταγής. Δεν με νοιάζει το κωλοευρώ, που μου άρπαξε τις λιγοστές καταθέσεις και τις έκανε δηθενπολυτέλεια κι υποτέλεια. Γιατί δεν ήμουνα ποτέ ευρωπαίος, Αλέξη. ΄Ημουνα κι είμαι ΄Ελληνας. Ο ευρωπαίος πρέπει να θέλει να γίνει ΄Ελληνας (όχι του κώλου, όχι των τηλεπαράθυρων, όχι της λαμογιάς και της βολεψιάς, εκείνος ο καημένος ο ΄Ελληνας που πονάει όταν βλέπει έναν μετανάστη να υποφέρει, που γελάει με τη φτώχεια του, που πίνει ρετσινούλα και τραγουδάει τη λευτεριά του). 
΄Ενα με νοιάζει, Αλέξη, και γι αυτό σου έδωσα την ψήφο μου: Η Αξιοπρέπειά μου. Η τιμή μου (που δεν μετριέται σε ευρώ). Η Ελπίδα μου. Και το Χαμόγελο του παιδιού μου, των φίλων μου, της γυναίκας μου... Της χώρας μου. Γιατί δεν είμαι εθνικιστής, Αλέξη, είμαι απλά ένας ΄Ελληνας. Που τους γράφει όλους δαύτους τους Μερκελιανούς στα μεγάλα του κάκαλα και είναι έτοιμος να ζήσει ξανά το όνειρό του.
Αλέξη, αυτό το ΄Ονειρο σού εμπιστεύτηκα. Κι είμαι στο πλάϊ σου, τώρα στα 52 μου χρόνια, ξανά ζώντας τον παλμό της νιότης μου που δεν επιστρέφει. Να είσαι σίγουρος για μένα (γιατί εμένα Κουβέλη δε με λένε, ούτε Κανέλλη). Φαντάζομαι, ώρες-ώρες, σαν μάπας ολκής που είμαι, κάτι από Τσε, κάτι από Περόν, κάτι από Αλιέντε, κάτι από Κίρχνερ και λίγο Τσάβεζ για να γελάω κιόλα. Είμαι, σα να λέμε, ο λαός, Αλέξη και σού'δωσα μια εντολή. Που είμαι έτοιμος να την υπερασπιστώ μέχρις εσχάτων. Υπερασπίσου την κι εσύ. Κι όσο την τιμάς θα είμαι απόλυτα πλάϊ σου και θα σε τιμάω. Γιατί δεν ψάχνω για ηγέτη, Αλέξη. Για ελπίδα ψάχνω. Κι αυτήν πρέπει κι οι δυό μας να τιμήσουμε.
Μη τους ακούς, λοιπόν. ΄Ακου μονάχα το λαό. Εκείνον αφουγκράσου.
Γιατί ο λαός είναι ένα όμορφο παιδί - τώρα το γράφω κι η κόρη μου γελάει που το διαβάζει, λέγοντας: "Ρε πατέρα, όχι κι εσύ παιδί...". Ναι, ένιωσα παιδί. Κι αυτό το παιδί είναι μαζί σου. Κάν'το να χαμογελάσει.
ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ