Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Ας ρίξουμε μια ματιά σε ποιους βαράμε τα νταούλια







      Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

Δεν υπάρχει τίποτε πιο χρήσιμο από το να διακόπτουμε από καιρό σε καιρό τις ομφαλοσκοπήσεις μας και την αλαζονική πεποίθηση ότι αποτελούμε τον ομφαλό της γης και να ρίχνουμε μια ματιά τριγύρω μας, να βλέπουμε δηλαδή τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των απεργιών που χρόνια τώρα συγκλονίζουν τη Γερμανία, με αποκορύφωμα την τελευταία, για πρώτη φορά επταήμερη, απεργία των μηχανοδηγών των γερμανικών σιδηροδρόμων, που... 

οδήγησαν σε παράλυση τις συγκοινωνίες στη χώρα.

Ήταν αυτή η όγδοη απεργία μέσα σε δέκα μήνες που κήρυξε το συνδικάτο GDL, ζητώντας αυξήσεις και νέα συλλογική σύμβαση εργασίας.

Η απεργία υπολογίζεται ότι θα κοστίσει περί το μισό δις ευρώ, καθώς η Deutsche Bahn μεταφέρει περίπου 5,5 εκατομμύρια επιβάτες και 607.000 τόνους εμπορευμάτων καθημερινά μόνο στη Γερμανία, ενώ εξυπηρετεί σημαντικούς ευρωπαϊκούς άξονες.

Το συνδικάτο GDL που εκπροσωπεί περίπου 20.000 εργαζόμενους από τους περίπου 200.000 της Deutsche Bahn, απαιτεί το δικαίωμα να διαπραγματευθεί εκπροσωπώντας και άλλους εργαζομένους όπως τους επιστάτες των τρένων.

Επίσης διεκδικεί αύξηση 5% και μείωση των ωρών εργασίας σε 37 ώρες από 39 ώρες την εβδομάδα.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Στα τέλη Απριλίου, η Deutsche Bank, ανακοίνωσε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με περικοπές ύψους 200 δις ευρώ στον κλάδο της επενδυτικής τραπεζικής, ενώ παράλληλα θα αποχωρήσει από το ένα δέκατο των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται με στόχο την ενίσχυση των κερδών και τον περιορισμό ρίσκου.

Σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα δέχεται πιέσεις από τους επενδυτές να ακολουθήσει το παράδειγμα ανταγωνιστών της όπως η UBS και η Credit Suisse και να τερματίσει μη κερδοφόρες δραστηριότητες, ενώ η μετοχή του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κολοσσού καταγράφει απώλειες, καθώς οι επενδυτές διατηρούν αμφιβολίες για το κατά πόσο θα πετύχει τους νέους στόχους.

Ήδη, η τράπεζα ανακοίνωσε μείωση των κερδών πρώτου τριμήνου κατά 50%, αλλά και την πώληση της μονάδας Postbank μέσω του χρηματιστηρίου έως τα τέλη του 2016, ενώ θα κλείσει έως 200 καταστήματα – πάνω από το ένα τέταρτο του δικτύου λιανικής τραπεζικής – έως το 2017.

Οι κινήσεις αυτές αναμένεται να κοστίσουν συνολικά 3,7 δις ευρώ, με την τράπεζα παράλληλα να εξοικονομεί ετησίως 3,5 δις ευρώ.

Πάντως, η Deutsche Bank δεν διευκρίνισε πόσες θέσεις εργασίες θα χαθούν ή από ποιες χώρες θα αποχωρήσει.

Επίσης:
Την περασμένη εβδομάδα, ένας άλλος γερμανικός όμιλος, η Siemens ανακοίνωσε ότι καταργεί άλλες 4.500 θέσεις εργασίας στον κόσμο, από τις οποίες οι 2.200 στη Γερμανία, πέραν της κατάργησης ήδη 7.800 θέσεων στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης που είχε ανακοινωθεί πριν από ένα χρόνο.

Προβλήματα με απεργίες αντιμετωπίζει και η Λουφτχάνσα, ενώ από τον περασμένο Μάρτιο σε κινητοποιήσεις βρίσκονται και οι εργαζόμενοι στα γερμανικά δημόσια σχολεία και νηπιαγωγεία, νοσοκομεία και ορισμένα περιφερειακά αεροδρόμια ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων για μισθολογικά αιτήματα ανάμεσα στα συνδικάτα και την κυβέρνηση την προσεχή εβδομάδα.

Τα συνδικάτα ζητούν αύξηση 5,5% στον μισθό των περίπου τριών εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων.

Την ίδια ώρα, τον περασμένο Φεβρουάριο ανακοινώθηκε πως στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης που είναι η Γερμανία, η φτώχεια αυξήθηκε κι άλλο και ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο μετά την επανένωση της χώρας το 1990.

«Ποτέ άλλοτε η φτώχεια δεν ήταν τόσο διευρυμένη στη Γερμανία, ποτέ άλλοτε ο διαχωρισμός μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων τόσο βαθύς» επισήμανε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου στο Βερολίνο ο Ούλριχ Σνάιντερ, πρόεδρος της "Paritätische Gesamtverband", της ομοσπονδίας στην οποία συμμετέχουν 10.000 οργανώσεις κοινωνικής αρωγής και του τομέα της υγείας.

Στην έκθεση, που τιτλοφορείται «Ραγισμένη Δημοκρατία» καταγράφεται το υψηλότερο «στην ιστορία» ποσοστό φτώχειας μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, καθώς αυξήθηκε από το 15% το 2012 στο 15,5% το 2013 (12,1 εκατομμύρια άνθρωποι το 2012, 12,5 εκατομμύρια το 2013, επί του συνόλου του πληθυσμού των 80 εκατομμυρίων κατοίκων).

Μονογονεϊκές οικογένειες, συνταξιούχοι και πολλοί ανήλικοι πλήττονται ως επί το πλείστον, υπογραμμίζεται στην έκθεση, που εξηγεί ότι το 43% των μονογονεϊκών οικογενειών και σχεδόν το 60% των ανέργων έχουν καταγραφεί ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας έχοντας κατά μέσο όρο εισοδήματα μικρότερα του 60% του μέσου εισοδήματος στη Γερμανία.

Ο Σνάιντερ επέμεινε ιδίως στην περίπτωση των συνταξιούχων, που έχουν πληγεί «από το 2006 από την πλέον ραγδαία άνοδο της φτώχειας» καταγγέλλοντας επιπλέον την «πλήρη αποσύνδεση» μεταξύ των θετικών αποτελεσμάτων που καταγράφει η γερμανική οικονομία και της ανόδου της φτώχειας στην χώρα.

Με λίγα λόγια, δεν είναι καθόλου εύκολο σε όλους αυτούς, απεργούς και φτωχούς, να βαράει κανείς νταούλια και να χορεύουν…