Έμεινε στην ιστορία ως ο "βομβιστής της Βουλής" ως πρωταγωνιστής σε ένα απίστευτο συμβάν που έλαβε χώρα στις αρχές του 20ου αιώνα, στα 1907 και έφερε την Πάτρα στο μικροσκόπιο της ...αντιτρομοκρατικής της εποχής.
Η...
καταδίκη του, έμεινε επίσης στην ιστορία καθώς εισέπραξε ως απάντηση για την πράξη του 8 χρόνια φυλάκιση, σε ένα κράτος που εξάντλησε την αυστηρότητά του σε έναν καταφανώς διαταραγμένο άνθρωπο που βάλθηκε να φοβίσει τους βουλευτές, μέσα στην... έδρα τους και να τους αποτρέψει από το να βάλουν νέους φόρους.
Ήταν 2 το πρωί της 7ης Ιουλίου όταν ενω συνεδρίαζε η Βουλή των Ελλήνων ακούστηκε ένας οξύτατος θόρυβος και οι βουλευτές πετάχτηκαν έντρομοι σαν ελατήρια, δακόπτοντας την ολονύκτια συνεδρίαση για τον προϋπολογισμό. Όλα συνέβησαν όταν στο βήμα ανέβηκε ο υπουργός των οικονομικών Σιμόπουλος και άρχισε να αγορεύει. Οι περισσότεροι βουλευτές έπιναν καφέ στο καφενείο της Βουλής, κάποιοι κοιμούνταν και οι υπόλοιποι χασμουριούνταν.
Ξαφνικά, στην αίθουσα έπεσε ένα φυσίγγιο δυναμίτιδας μήκους δέκα εκατοστών, το οποίο είχε ρίξει κάποιος από το δεύτερο λαϊκό θεωρείο, περιτυλιγμένο με χαρτί εφημερίδας. Έπεσε μάλιστα στο μέσο ε των βουλευτών του Εθνικού Κόμματος. Η αίθουσα γέμισε καπνό. Οι περισσότεροι βουλευτές, δεν αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί όταν εις εξ αυτών, ο Λεώπουλος έντρομος, φώναξε: «Μπόμπα! Προς Θεού! Μπόμπα!».
Το τι έγινε τότε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι βουλευτές, προσπάθησαν να βγουν από την αίθουσα ομαδόν. Ο πρόεδρος της φώναζε: «Ο φρούραρχος να κλείσει τις πόρτες εξόδου των λαϊκών θεωρείων. Να συλληφθεί αμέσως ο δράστης!».
Αναθαρρημένοι από την διαπίστωση ότι δεν κινδύνευε η σωματική τους ακεραιότητα καθώς είδαν ότι δεν υπήρχε φυτίλι οι βουλευτές Λαζάνης και Στάης εόρμησαν προς τα λαϊκά θεωρεία του 3ου ορόφου, βρήκαν ένα πτωχικά ενδεδυμένο άτομο, που εν προέβαλε καμία αντίσταση κατά τη σύλληψή του ενώ είχε πετάξει και ένα δεύτερο φυσίγγιο στον κήπο του βουλευτηρίου αλλά δεν το είχε πυροδοτήσει.
Στεκόταν πίσω από ένα παράθυρο του θεωρείου, με μια διπλωμένη εφημερίδα στα πόδια του. Αμέσως τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντού της Βουλής, όπου ξεδιπλώνοντας την εφημερίδα, ανακάλυψαν 4-5 ακόμη φιτίλια κατάλληλα για την ανάφλεξη μασουριών δυναμίτιδας και ένα ακόμη μασούρι.
Ο δράστης αυτής της ενέργειας ήταν ένας Πατρινός και άκουγε στο όνομα Ανδρέας Παπαμικρόπουλος.
Όπως δήλωσε αργότερα στην ασφάλεια, το έκανε αυτό επειδή ήθελε απλώς να φοβίσει τους κακούς δαίμονες της χώρας, τους βουλευτές για να μην βάλουν άλλους φόρους αφήνοντας άφωνους όσους τον άκουσαν να συμπληρώνει ότι για αυτό δεν συνέδεσε καλά το φυτίλι.
Επί δέκα ώρες μετά την "βομβιστική επίθεση" ο Παπαμικρόπουλος βρισκόταν στο μικροσκόπιο των αρχών και κρατείτο έως να διερευνηθεί εξονυχιστικά το βιογραφικό του σε συνεργασία με την αστυνομία των Πατρών και να αποκλειστούν τα πολιτικά κίνητρα της ενέργειας.
Έως το μεσημέρι της επόμενης μέρας μάλιστα δεν επιτρεπόταν καμία ανακοίνωση. Η αναφορά της αστυνομίας Πατρών όπως γράφει ο Νίκος Πολίτης, έριξε φως στο μυστήριο.
Ο 45χρονος μετρίου αναστήματος Πατρινός με το ισχνό πρόσωπο και το καστανό μουστάκι ήταν ένας φιλήσυχος μεν, ολίγον ανισόρροπος δε άνθρωπος, που συνήθιζε να φοράει παλιά ρούχα, σκληρό κολάρο και ημίψηλο καπέλο. Σύχναζε στα Ψηλά Αλώνια και σε ταβέρνες και έλυνε τα πολιτικά ζητήματα του τόπου μιλώντας στους λιγοστούς του φίλους, ενώ έκανε συνήθως λόγο για εθνική καταστρφή και κατάλυση των ηθών.
Δεν ήταν παντρεμένος και ζούσε με την γριά μητέρα του και με τον αδελφό του που εργαζόταν σε δημοτικό σχολείο ως κλητήρας.
Ήταν κάποτε δάσκαλος αλλά απολύθηκε και έπειτα εργάστηκε ως υπηρέτης στο Πτωχοκομείο, από όπου επίσης απολύθηκε.
Ένα χρόνο πριν την "βομβιστική επίθεση" ήταν μελαγχολικός και περπατούσε μονάχος.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
«Εγώ αγόρασα τα δύο μασούρια δυναμίτιδας και τα απαραίτητα φιτίλια, προ δεκαπενθημέρου. Το ένα το εκτόξευσα στους βουλευτές και το δεύτερο το ετοίμαζα για να αυτοκτονήσω αμέσως μετά την πράξη μου. Έγραψα δε, και σχετική του τέλους μου επιστολή, προς την μητέρα μου. Επίσης, πολλές ημέρες πριν την πράξη μου, απέστειλα προειδοποιητική επιστολή προς την Βουλή, στην οποία τους ανακοίνωνα την πρόθεσή μου αυτή. Δεν ήθελα να τους σκοτώσω όλους, αλλιώς, θα χρησιμοποιούσα περισσότερα φυσίγγια. Να τους φοβίσω και να τους αφυπνίσω ήθελα, διότι εκτός της προσωπικής μου οικτρής οικονομικής καταστάσεως, στην οποία με έχουν οδηγήσει οι πράξεις και οι παραλήψεις τους· δεύτερο πουκάμισο δεν έχω να βάλω και ικετεύω καθημερινά τους ανθρώπους για τα απολύτως απαραίτητα. Η δική μου όμως δυστυχία ήταν η μικροτέρα, έναντι των δεινών της πολιτείας μας, για τα οποία σας θεωρώ απολύτως υπευθύνους. Η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας της χώρας, η υπερχρέωσή της, η κατάπτωση του ηθικού της γοήτρου, ο συνεχής και παράνομος πλουτισμός των ηγητόρων της, η πλήρης αναισθησία των υπουργών και των βουλευτών στις συνεχείς εκκλήσεις των πολιτών για διαφάνεια στην διαχείριση των οικονομικών της, η κακοδιαχείριση των πόρων της και άλλα τινά, οδήγησαν την ψυχική μου εξέγερση. Και όχι. Συνεργούς, δεν έχω. Μόνος μου εσκέφθην, εζύγισα τα πράγματα και απεφάσισα τον εξαναγκασμό σε μεταμέλεια όλων αυτών, με την χρήση βίας».
Η ΔΙΚΗ
Η δίκη του έγινε στις 5 Ιανουαρίου του 1908. Στο δικαστήριο είχε προσέλθει ως μάρτυρας και ο Δημήτριος Γούναρης. Απολογούμενος, ο Παπαμικρόπουλος ο οποίος είχε προσέλθει χωρίς συνήγορο, είπε: "Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, είμαι δυστυχής". Οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι ήταν επιπόλαιος και ανισόρροπος.
Ο εκ των ενόρκων διαπορεπής νομικός Κων. Ρακτιβάν, λέει ο Νίκος Πολίτης, πρότεινε την ψυχατρική εξέτασή του αλλά το δικαστήριο δεν το έκανε δεκτό και έτσι ο Παπαμικρόπουλος, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως "ο βομβιστής της Βουλής", κρίθηκε ένοχος "απόπειρας αναιρέσεως εν μετρία συγχύσει" και καταδικάστηκε σε "ειρκτή (φυλάκιση) 8 ετών", απόφαση που ο ελληνικός τύπος χαρακτήρισε αδικαιολογήτως αυστηρή"
Ήταν 2 το πρωί της 7ης Ιουλίου όταν ενω συνεδρίαζε η Βουλή των Ελλήνων ακούστηκε ένας οξύτατος θόρυβος και οι βουλευτές πετάχτηκαν έντρομοι σαν ελατήρια, δακόπτοντας την ολονύκτια συνεδρίαση για τον προϋπολογισμό. Όλα συνέβησαν όταν στο βήμα ανέβηκε ο υπουργός των οικονομικών Σιμόπουλος και άρχισε να αγορεύει. Οι περισσότεροι βουλευτές έπιναν καφέ στο καφενείο της Βουλής, κάποιοι κοιμούνταν και οι υπόλοιποι χασμουριούνταν.
Ξαφνικά, στην αίθουσα έπεσε ένα φυσίγγιο δυναμίτιδας μήκους δέκα εκατοστών, το οποίο είχε ρίξει κάποιος από το δεύτερο λαϊκό θεωρείο, περιτυλιγμένο με χαρτί εφημερίδας. Έπεσε μάλιστα στο μέσο ε των βουλευτών του Εθνικού Κόμματος. Η αίθουσα γέμισε καπνό. Οι περισσότεροι βουλευτές, δεν αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί όταν εις εξ αυτών, ο Λεώπουλος έντρομος, φώναξε: «Μπόμπα! Προς Θεού! Μπόμπα!».
Το τι έγινε τότε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι βουλευτές, προσπάθησαν να βγουν από την αίθουσα ομαδόν. Ο πρόεδρος της φώναζε: «Ο φρούραρχος να κλείσει τις πόρτες εξόδου των λαϊκών θεωρείων. Να συλληφθεί αμέσως ο δράστης!».
Αναθαρρημένοι από την διαπίστωση ότι δεν κινδύνευε η σωματική τους ακεραιότητα καθώς είδαν ότι δεν υπήρχε φυτίλι οι βουλευτές Λαζάνης και Στάης εόρμησαν προς τα λαϊκά θεωρεία του 3ου ορόφου, βρήκαν ένα πτωχικά ενδεδυμένο άτομο, που εν προέβαλε καμία αντίσταση κατά τη σύλληψή του ενώ είχε πετάξει και ένα δεύτερο φυσίγγιο στον κήπο του βουλευτηρίου αλλά δεν το είχε πυροδοτήσει.
Στεκόταν πίσω από ένα παράθυρο του θεωρείου, με μια διπλωμένη εφημερίδα στα πόδια του. Αμέσως τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντού της Βουλής, όπου ξεδιπλώνοντας την εφημερίδα, ανακάλυψαν 4-5 ακόμη φιτίλια κατάλληλα για την ανάφλεξη μασουριών δυναμίτιδας και ένα ακόμη μασούρι.
Ο δράστης αυτής της ενέργειας ήταν ένας Πατρινός και άκουγε στο όνομα Ανδρέας Παπαμικρόπουλος.
Όπως δήλωσε αργότερα στην ασφάλεια, το έκανε αυτό επειδή ήθελε απλώς να φοβίσει τους κακούς δαίμονες της χώρας, τους βουλευτές για να μην βάλουν άλλους φόρους αφήνοντας άφωνους όσους τον άκουσαν να συμπληρώνει ότι για αυτό δεν συνέδεσε καλά το φυτίλι.
Επί δέκα ώρες μετά την "βομβιστική επίθεση" ο Παπαμικρόπουλος βρισκόταν στο μικροσκόπιο των αρχών και κρατείτο έως να διερευνηθεί εξονυχιστικά το βιογραφικό του σε συνεργασία με την αστυνομία των Πατρών και να αποκλειστούν τα πολιτικά κίνητρα της ενέργειας.
Έως το μεσημέρι της επόμενης μέρας μάλιστα δεν επιτρεπόταν καμία ανακοίνωση. Η αναφορά της αστυνομίας Πατρών όπως γράφει ο Νίκος Πολίτης, έριξε φως στο μυστήριο.
Ο 45χρονος μετρίου αναστήματος Πατρινός με το ισχνό πρόσωπο και το καστανό μουστάκι ήταν ένας φιλήσυχος μεν, ολίγον ανισόρροπος δε άνθρωπος, που συνήθιζε να φοράει παλιά ρούχα, σκληρό κολάρο και ημίψηλο καπέλο. Σύχναζε στα Ψηλά Αλώνια και σε ταβέρνες και έλυνε τα πολιτικά ζητήματα του τόπου μιλώντας στους λιγοστούς του φίλους, ενώ έκανε συνήθως λόγο για εθνική καταστρφή και κατάλυση των ηθών.
Δεν ήταν παντρεμένος και ζούσε με την γριά μητέρα του και με τον αδελφό του που εργαζόταν σε δημοτικό σχολείο ως κλητήρας.
Ήταν κάποτε δάσκαλος αλλά απολύθηκε και έπειτα εργάστηκε ως υπηρέτης στο Πτωχοκομείο, από όπου επίσης απολύθηκε.
Ένα χρόνο πριν την "βομβιστική επίθεση" ήταν μελαγχολικός και περπατούσε μονάχος.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
«Εγώ αγόρασα τα δύο μασούρια δυναμίτιδας και τα απαραίτητα φιτίλια, προ δεκαπενθημέρου. Το ένα το εκτόξευσα στους βουλευτές και το δεύτερο το ετοίμαζα για να αυτοκτονήσω αμέσως μετά την πράξη μου. Έγραψα δε, και σχετική του τέλους μου επιστολή, προς την μητέρα μου. Επίσης, πολλές ημέρες πριν την πράξη μου, απέστειλα προειδοποιητική επιστολή προς την Βουλή, στην οποία τους ανακοίνωνα την πρόθεσή μου αυτή. Δεν ήθελα να τους σκοτώσω όλους, αλλιώς, θα χρησιμοποιούσα περισσότερα φυσίγγια. Να τους φοβίσω και να τους αφυπνίσω ήθελα, διότι εκτός της προσωπικής μου οικτρής οικονομικής καταστάσεως, στην οποία με έχουν οδηγήσει οι πράξεις και οι παραλήψεις τους· δεύτερο πουκάμισο δεν έχω να βάλω και ικετεύω καθημερινά τους ανθρώπους για τα απολύτως απαραίτητα. Η δική μου όμως δυστυχία ήταν η μικροτέρα, έναντι των δεινών της πολιτείας μας, για τα οποία σας θεωρώ απολύτως υπευθύνους. Η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας της χώρας, η υπερχρέωσή της, η κατάπτωση του ηθικού της γοήτρου, ο συνεχής και παράνομος πλουτισμός των ηγητόρων της, η πλήρης αναισθησία των υπουργών και των βουλευτών στις συνεχείς εκκλήσεις των πολιτών για διαφάνεια στην διαχείριση των οικονομικών της, η κακοδιαχείριση των πόρων της και άλλα τινά, οδήγησαν την ψυχική μου εξέγερση. Και όχι. Συνεργούς, δεν έχω. Μόνος μου εσκέφθην, εζύγισα τα πράγματα και απεφάσισα τον εξαναγκασμό σε μεταμέλεια όλων αυτών, με την χρήση βίας».
Η ΔΙΚΗ
Η δίκη του έγινε στις 5 Ιανουαρίου του 1908. Στο δικαστήριο είχε προσέλθει ως μάρτυρας και ο Δημήτριος Γούναρης. Απολογούμενος, ο Παπαμικρόπουλος ο οποίος είχε προσέλθει χωρίς συνήγορο, είπε: "Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, είμαι δυστυχής". Οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι ήταν επιπόλαιος και ανισόρροπος.
Ο εκ των ενόρκων διαπορεπής νομικός Κων. Ρακτιβάν, λέει ο Νίκος Πολίτης, πρότεινε την ψυχατρική εξέτασή του αλλά το δικαστήριο δεν το έκανε δεκτό και έτσι ο Παπαμικρόπουλος, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως "ο βομβιστής της Βουλής", κρίθηκε ένοχος "απόπειρας αναιρέσεως εν μετρία συγχύσει" και καταδικάστηκε σε "ειρκτή (φυλάκιση) 8 ετών", απόφαση που ο ελληνικός τύπος χαρακτήρισε αδικαιολογήτως αυστηρή"