Η Σοφία Κυνηγοπούλου, το γένος Σιδηροπούλου μοιράζεται τις φρικτές στιγμές που πέρασαν οι Έλληνες στα χέρια των Τούρκων.Το γεγονός συνέβη το 1921 στο χωριό της, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας.
Ήταν πρωί, όταν τα σκυλιά του χωριού άρχισαν –λες και ήταν συνεννοημένα– να γαβγίζουν με πάθος που ξεσήκωσε όλους μας. Βγήκαμε στα παράθυρα να δούμε τι συμβαίνει. Και ξαφνικά βλέπουμε από το βάθος του δρόμου καβαλάρηδες να χτυπούν με το μαστίγιο τα άλογά τους για να τρέξουν πιο γρήγορα. Το ποδοβολητό τους σε τρόμαζε.
«Τσέτες!» έκανε ο πατέρας μου. Και ζύγωσε περισσότερο για να βεβαιωθεί. «Ναι! Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν είναι!»
Η μάνα μου, γυναίκα που δεν φοβόταν, ρώτησε κάπως αφελέστατα τον πατέρα μου «Ντο επορούν να εφτάνε μας;». Εκείνος την αγριοκοίταξε και χωρίς να χάσει καιρό πρόσταξε: «Μαζέψτε ψωμία και ό,τι άλλο εβρίκεται και βάλτε τα σε σακούλε!».
Η μάνα μου έτρεξε στα ντουλάπια κι εμείς καρφωμένοι στο παράθυρο προσπαθούμε να δούμε για να μαντέψουμε τι θα εξελιχθεί.
Μέσα στην παραζάλη ακούμε την άγρια φωνή τους: «Όλοι να μαζευτείτε στον αυλόγυρο της εκκλησίας και μην φοβάστε, δεν θα πάθετε κακό».
Πολλοί από τους άνδρες του χωριού, που ήθελαν οι Τούρκοι να τους στρατολογήσουν, ήδη βγήκαν στα βουνά. Με φόβο πήγαμε στην πλατεία. Ο πατέρας μου από το πίσω παράθυρο πήδηξε κι έτρεξε στο βουνό να κρυφτεί. Εμείς που υποτίθεται δεν κινδυνεύαμε, πήγαμε στο προαύλιο της εκκλησίας που βρισκόταν καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά…
Μας διέταξαν να μπούμε μέσα. Και όταν μπήκαμε μέσα όλοι, γυναικόπαιδα και γέροι, έκλεισαν την ξύλινη πόρτα απ’ έξω και τοποθέτησαν γύρω-γύρω καλαμπουκόφυλλα. Ο παπάς κατάλαβε πως κάποιο κακό θα συμβεί, πήγε στο ιερό και άρχισε τις ψαλμωδίες, ενώ όλοι κάναμε την προσευχή μας. Ξαφνικά άρχισαν να μας ζώνουν φλόγες, και πυκνοί καπνοί να μπαίνουν μέσα από παράθυρα που έσπασαν. Ο κόσμος άρχισε να βήχει, να φωνάζει, να κλαίει και να παρακαλάει τον Χριστό να μας σώσει.
Η μάνα μου μπήκε μπροστά, πήγε στο Ιερό, έσπασε το παράθυρο, έβαλε ένα μικρό καρεκλάκι και παρότρυνε τις άλλες γυναίκες, κυρίως τις εγκύους, να δραπετεύσουν στο διπλανό βουνό. Βγήκανε καμιά πενηνταριά μαζί με τα παιδιά τους. Βγήκα κι εγώ και περίμενα τη μάνα μου. Όταν οι τσέτες αντιλήφθηκαν ότι δραπετεύουμε, έτρεξαν στην πίσω μεριά της εκκλησιάς. Εμείς είχαμε φύγει, αλλά τη μάνα μου που έμεινε πίσω και βοηθούσε στο φευγιό τους άλλους χωριανούς, οι Τούρκοι την πυροβόλησαν από το παράθυρο και την σκότωσαν μέσα στην εκκλησιά.
Σε λίγα λεπτά οι φωτιές έζωσαν όλο το ναό. Από μακριά βλέπαμε τις φωτιές και τους καπνούς να υψώνονται και κλαίγαμε για την καταστροφή, ενώ οι τσέτες χαιρόντουσαν και καθώς έφευγαν άρχισαν να τραγουδάνε: « Γιασά Κεμάλ γιασά…»
Είχαν ολοκληρώσει το εγκληματικό τους έργο ευτυχείς. Τουλάχιστον διακόσια γυναικόπαιδα και γέροι κάηκαν ζωντανοί κι έγιναν στάχτη μέσα στην εκκλησιά… Ανάμεσά τους και η μάνα μου… Η μυρωδιά από τις καμένες σάρκες είχε απλωθεί σ’ όλη την περιοχή…
Αφήγηση της Σοφίας στην ποντιακή το 1993 (ηλικία, τότε, 90 ετών).
«Τσέτες!» έκανε ο πατέρας μου. Και ζύγωσε περισσότερο για να βεβαιωθεί. «Ναι! Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν είναι!»
Η μάνα μου, γυναίκα που δεν φοβόταν, ρώτησε κάπως αφελέστατα τον πατέρα μου «Ντο επορούν να εφτάνε μας;». Εκείνος την αγριοκοίταξε και χωρίς να χάσει καιρό πρόσταξε: «Μαζέψτε ψωμία και ό,τι άλλο εβρίκεται και βάλτε τα σε σακούλε!».
Η μάνα μου έτρεξε στα ντουλάπια κι εμείς καρφωμένοι στο παράθυρο προσπαθούμε να δούμε για να μαντέψουμε τι θα εξελιχθεί.
Μέσα στην παραζάλη ακούμε την άγρια φωνή τους: «Όλοι να μαζευτείτε στον αυλόγυρο της εκκλησίας και μην φοβάστε, δεν θα πάθετε κακό».
Πολλοί από τους άνδρες του χωριού, που ήθελαν οι Τούρκοι να τους στρατολογήσουν, ήδη βγήκαν στα βουνά. Με φόβο πήγαμε στην πλατεία. Ο πατέρας μου από το πίσω παράθυρο πήδηξε κι έτρεξε στο βουνό να κρυφτεί. Εμείς που υποτίθεται δεν κινδυνεύαμε, πήγαμε στο προαύλιο της εκκλησίας που βρισκόταν καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά…
Μας διέταξαν να μπούμε μέσα. Και όταν μπήκαμε μέσα όλοι, γυναικόπαιδα και γέροι, έκλεισαν την ξύλινη πόρτα απ’ έξω και τοποθέτησαν γύρω-γύρω καλαμπουκόφυλλα. Ο παπάς κατάλαβε πως κάποιο κακό θα συμβεί, πήγε στο ιερό και άρχισε τις ψαλμωδίες, ενώ όλοι κάναμε την προσευχή μας. Ξαφνικά άρχισαν να μας ζώνουν φλόγες, και πυκνοί καπνοί να μπαίνουν μέσα από παράθυρα που έσπασαν. Ο κόσμος άρχισε να βήχει, να φωνάζει, να κλαίει και να παρακαλάει τον Χριστό να μας σώσει.
Η μάνα μου μπήκε μπροστά, πήγε στο Ιερό, έσπασε το παράθυρο, έβαλε ένα μικρό καρεκλάκι και παρότρυνε τις άλλες γυναίκες, κυρίως τις εγκύους, να δραπετεύσουν στο διπλανό βουνό. Βγήκανε καμιά πενηνταριά μαζί με τα παιδιά τους. Βγήκα κι εγώ και περίμενα τη μάνα μου. Όταν οι τσέτες αντιλήφθηκαν ότι δραπετεύουμε, έτρεξαν στην πίσω μεριά της εκκλησιάς. Εμείς είχαμε φύγει, αλλά τη μάνα μου που έμεινε πίσω και βοηθούσε στο φευγιό τους άλλους χωριανούς, οι Τούρκοι την πυροβόλησαν από το παράθυρο και την σκότωσαν μέσα στην εκκλησιά.
Σε λίγα λεπτά οι φωτιές έζωσαν όλο το ναό. Από μακριά βλέπαμε τις φωτιές και τους καπνούς να υψώνονται και κλαίγαμε για την καταστροφή, ενώ οι τσέτες χαιρόντουσαν και καθώς έφευγαν άρχισαν να τραγουδάνε: « Γιασά Κεμάλ γιασά…»
Είχαν ολοκληρώσει το εγκληματικό τους έργο ευτυχείς. Τουλάχιστον διακόσια γυναικόπαιδα και γέροι κάηκαν ζωντανοί κι έγιναν στάχτη μέσα στην εκκλησιά… Ανάμεσά τους και η μάνα μου… Η μυρωδιά από τις καμένες σάρκες είχε απλωθεί σ’ όλη την περιοχή…
Αφήγηση της Σοφίας στην ποντιακή το 1993 (ηλικία, τότε, 90 ετών).
Μεταφορά: Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης