Μία άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα του καθηγητή Γεωλογίας του ΑΠΘ, Βασίλη Μέλφου, έρχεται να απαντήσει στο ερώτημα: «Με τί χτίστηκε η Θεσσαλονίκη». Η διήγηση μέσα από αρχιτεκτονικά και γεωλογικά στοιχεία για την ιστορία της «Νύφης του Θερμαϊκού».
Ο...
Ο...
αναπληρωτής καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ, Βασίλης Μέλφος, πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια μία ενδιαφέρουσα έρευνα, που ακτινογραφεί την άγνωστη ιστορία της Θεσσαλονίκης με στοιχεία πολιτισμού, αρχιτεκτονικής και τεχνών που είναι αποτυπωμένα πάνω στα πετρώματα με τα οποία χτίστηκε η πόλη και ανεγέρθηκαν τα μνημεία της.
Η έρευνα απαντά σ’ ένα βασικό ερώτημα που είναι μεν κοινό, αλλά η Ιστορία δεν το κάνει… κοινότοπο: «Με τι χτίστηκε η Θεσσαλονίκη;».
Για το σήμερα η απάντηση είναι εύκολη όσον αφορά τα οικοδομικά υλικά: Μπετόν, τούβλα, ξύλο, σίδερο, μάρμαρο… η κυρίαρχη πολεοδομία της. Για το παρελθόν, ωστόσο, η απάντηση συνθέτει ένα ενδιαφέρον σκηνικό γύρω από την πέτρα και τα άλλα υλικά που οικοδόμησαν την πόλη και τα σπουδαία διαχρονικά μνημεία της.
Η έρευνα θα παρουσιαστεί (10/4) σε εκδήλωση των «Φίλων Μνημείων Θεσσαλονίκης», στο Αρχαιολογικό Μουσείο και από τα στοιχεία της διαφαίνεται ότι η γεωλογία της περιοχής ήταν αυτή που καθόρισε και τα κριτήρια ίδρυσης της πόλης, το 316 πΧ. Τα λατομεία μάλιστα που «άνοιξαν» στα χρόνια του Κάσσανδρου και της Θεσσαλονίκης, της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τροφοδότησαν επί αιώνες με οικοδομικό υλικό το χτίσιμο της πόλης.
«Τα πετρώματα της Θεσσαλονίκης» σύμφωνα με τον κ. Μέλφο σχηματίστηκαν κατά το άνοιγμα και το κλείσιμο ενός τμήματος του Ωκεανού της Τηθύος, πριν από 150 με 250 εκατομμύρια χρόνια. Ο λόφος της Άνω Πόλης και το Σέιχ Σου αποτελείται από πρασινίτες – πρασινοσχιστόλιθους, καθώς και από μεταμορφωμένα ιζήματα όπως φυλλίτες, αργιλικούς σχιστόλιθους και μεταψαμμίτες.
«Οι πρασινοσχιστόλιθοι, πέτρωμα ιδιαίτερα σκληρό και ανθεκτικό», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μέλφος «είναι το συχνότερο δομικό υλικό και χρησιμοποιήθηκαν σε όλα τα κτίσματα της πόλης από την ίδρυσή της έως τις αρχές του 20ου αιώνα».
Για να τους δει κάποιος σήμερα, δεν έχει παρά να τους αναζητήσει στα τείχη της Θεσσαλονίκης, στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά κτίσματα της πλατείας Διοικητηρίου, στα ανάκτορα του Γαλερίου, στην Καμάρα, στην Ροτόντα, στους Βυζαντινούς ναούς, ακόμη και στην περιτοίχιση των παλιών νεκροταφείων.
Τα πιο παλιά λατομεία από τα οποία εξορυσσόταν το συγκεκριμένο πέτρωμα έχουν εντοπιστεί γύρω από το ναό του οσίου Δαυίδ, στην Άνω Πόλη, που ονομάζεται χαρακτηριστικά και μονή του Σωτήρος Χριστού του Λατόμου. Το σημαντικότερο και μεγαλύτερο λατομείο ήταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο οικισμός της Ευαγγελίστριας (500 μέτρα από την Καμάρα και την Εγνατία οδό), οι πρασινοσχιστόλιθοι του οποίου χρησιμοποιήθηκαν στην ανοικοδόμηση των σημαντικότερων μνημείων της πόλης, αλλά και στην κατασκευή του λιμανιού, στην προέκταση της παραλίας, μπροστά από το Βασιλικό θέατρο, και σε άλλα δομικά έργα της πόλης. Παρόμοια λατομεία υπήρχαν στον Άγιο Παύλο, στο σημερινό Θέατρο Δάσους και στο Θέατρο Γης.
Ο κ. Μέλφος, με προσωπική έρευνα, κατέγραψε το σύνολο των δομικών και διακοσμητικών λίθων που συνυπάρχουν στα σημαντικότερα μνημεία της πόλης. Όπως διαπίστωσε, οι περισσότεροι διακοσμητικοί λίθοι των πλούσιων Ρωμαϊκών και Παλαιοχριστιανικών χρόνων είναι… δεύτερο χέρι χρήσης (spolia). Επειδή το κόστος τους ήταν μεγάλο μετά από μεγάλες καταστροφές (σεισμούς, πυρκαγιές) συνήθιζαν να τους επαναχρησιμοποιούν κι έτσι εξηγείται η μεγάλη ανομοιογένεια που παρατηρείται σε πολλά μνημεία της Θεσσαλονίκης που κατασκευάστηκαν μετά τον 6ο αι. πΧ.
Χαρακτηριστική περίπτωση η μεταφορά αρχιτεκτονικών μελών από την Αίνεια (σημερινή Νέα Μηχανιώνα) στην σημερινή πλατεία Αντιγονιδών για (τον πολυσυζητημένο τελευταία) μεγαλοπρεπή ναό της Αφροδίτης η οποία χρονολογείται ότι έγινε στα μέσα του 1ο αι. μΧ επί Ιουλίου Καίσαρα. Οι κίονες που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης φθάνουν τα 7 μέτρα και «είναι αδρόκοκκο λευκό – λευκότεφρο μάρμαρο που προέρχεται από τα λατομεία της Θάσου που τότε είχαν ξεκινήσει να λειτουργούν».
Από τη Θάσο ήρθαν και 200 μαρμάρινοι κίονες της Αρχαίας Αγοράς. Εντοπίστηκε μόνο ένας, καθώς οι άλλοι χρησιμοποιήθηκαν αργότερα σε άλλα δημόσια κτίρια, ενώ το δάπεδο του Ωδείου Θεάτρου της αγοράς, διακοσμήθηκε με πλάκες από Πράσινο Θεσσαλικό Λίθο (Χασάμπαλη Λάρισας) από Καρύστιο Λίθο (Κάρυστος Εύβοιας), από διάφορα λευκά μάρμαρα και από το περίφημο – κι άγνωστο σε πολλούς – ρόδινο κροκαλοπαγές μάρμαρο, της Ακρινής Κοζάνης.
Από λευκό μάρμαρο της Θάσου είχαν κατασκευαστεί οι οκτώ ανάγλυφες μορφές, οι πεσσοί και τα κιονόκρανα του συμπλέγματος των «Μαγεμένων» (Incantadas), 3ος αι. μΧ, που αποσπάστηκαν το 1864 από συγκρότημα λουτρών, νότια της Αγοράς και σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ οι κίονές του ήταν από Καρύστιο λίθο.
Η Αψίδα του Γαλερίου, η γνωστή σε όλους «Καμάρα», εμβληματικό μνημείο της Θεσσαλονίκης με τις ανάγλυφες παραστάσεις από πολεμικές σκηνές του Γαλερίου κατά των Περσών, με βάση την ισοτοπική κι ορυκτολογική μελέτη του κ. Μέλφου, είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο της Αλυκής Θάσου.
Εκεί όμως που υπάρχει πληθώρα διακοσμητικών λίθων είναι στο Ανάκτορο του Γαλερίου (4ο αι. μΧ). Στο Οκτάγωνο του ανακτόρου «συναντώνται» λευκό δολομίτικο μάρμαρο Θάσου, Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος, Καρύστιος λίθος και το εξαιρετικά σπάνιο κοκκινωπό κροκαλοπαγές από την Ακρινή Κοζάνης που παραδόξως έχει εντοπιστεί και στις σύγχρονες κολώνες της οδού Αριστοτέλους, στην συμβολή με την οδό Ερμού.
Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου, που είναι ένα από τα παλαιότερα Παλαιοχριστιανικά Μνημεία της Ελλάδας και σώζεται στην ίδια μορφή όπως κατασκευάστηκε τον 5ο αι. μΧ, εμφανίζει θεαματικές αντανακλάσεις στο φως του ήλιου που μπαίνει από την είσοδο και τα παράθυρο «λούζοντας» κίονες και δάπεδο κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο και πράσινο Θεσσαλικό λίθο. Το πέτρωμα που δεσπόζει εντός του και δίνει την ιδιαίτερη ομορφιά είναι το ταινιωτό μάρμαρο Προκοννήσου, οι πλάκες του οποίου είναι τοποθετημένες αντικριστά και λόγω της διάβρωσης από την διαρκή χρήση των 1500 χρόνων δίνουν την αίσθηση κυματισμού.
Ένα από τα μυστικά που κρύβει ο ναός του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης είναι το παρελθόν των κιόνων του. Προέρχονται από την κατεστραμμένη, της φωτιάς του 1917, παλαιότερη βασιλική του, αλλά κι από άλλα Ρωμαϊκά και Παλαιοχριστιανικά μνημεία της πόλης. Είναι κατασκευασμένοι από Πράσινο Θεσσαλικό Λίθο, μάρμαρο Προκοννήσου κι από τον κόκκινο πορφυρίτη Αιγύπτου (από λατομεία στις όχθες του Νείλου), το Σκυριανό κοκκινωπό λατυποπαγές μάρμαρο αλλά και το εντυπωσιακό ταινιωτό καστανοκόκκινο μάρμαρο από την Ιασό της Μικράς Ασίας (στο νάρθηκα).
Κατά την διάρκεια της έρευνας, ο καθηγητής ανακάλυψε ότι ένας υπέροχος πράσινος άμβωνας, κατασκευασμένος μάλλον από το θεσσαλικό μάρμαρο, «σπάνιο καλλιτεχνικό δημιούργημα», «γνωστό ως ένα από τα πιο λαμπρά μνημεία του κόσμου» σε όλους τους περιηγητές ξηράς και θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου και του Οθωμανού Eβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Chelebi), κοσμούσε κάποτε την Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης. Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Ένας παρόμοιος μικρότερος άμβωνας του 5ου αι. μΧ βρίσκεται τον ιερό ναό Αγίου Μηνά.
Πωρόλιθοι, τραβερτίνες, γρανίτες, ηφαιστίτες και οι χρήσεις τους στο εσωτερικό δημοσίων κτιρίων και μνημείων αποτελούν ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο στην έρευνα του κ. Μέλφου, ενώ σημαντικό εύρημα των ανασκαφών του Μετρό της Θεσσαλονίκης, στον κεντρικό άξονα, τον decumanus maximus, ήταν μια επίστρωση από ένα μαγματικό πέτρωμα, ο προσδιορισμός του οποίου «πονοκεφάλιαζε» για καιρό τους αρχαιολόγους. Πρόσφατη εργαστηριακή μελέτη αποκάλυψε ότι το πέτρωμα αυτό είναι βασάλτης (μεγάλη σκληρότητα και αντοχή στη μηχανική πίεση) και ταυτίζεται απόλυτα με τον βασάλτη από τα αρχαία λατομεία «Φθιώτιδων Θηβών», στις Μικροθήβες Μαγνησίας.
«Αυτό που μας διηγείται η επιλεκτική χρήση των διακοσμητικών λίθων στα δημόσια κτίρια είναι η ευρωστία της πόλης», ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αν. καθηγητής. «Η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζεται από έναν αρχιτεκτονικό εκλεκτισμό στα δημόσια κτίρια από την ίδρυσή της μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Αυτό αντικατοπτρίζεται στους διακοσμητικούς λίθους με τους οποίους κατασκευάστηκαν πολλά από τα μνημεία της. Μοναδικά και σπάνια πετρώματα μεγάλης αξίας από διαφορετικά λατομεία της Ανατολικής Μεσογείου κατέφθαναν στο λιμάνι της για να διακοσμήσουν κτίρια κυρίως κατά τα αρχαϊκά έως τα βυζαντινά χρόνια τις περιόδους της οικονομικής ευρωστίας. Η άγνωστη αυτή πτυχή στην ιστορία της πόλης που συνδέει την αρχαίο κόσμο με τον δικό μας μπορεί να εξηγήσει και την γοητεία που ασκούν πάνω μας τα λευκά μάρμαρα και τα διάφορα πολύχρωμα πετρώματα» τόνισε ο κ. Μέλφος.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)