Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Στο μεταξύ οι Ψαριανοί ναυτικοί στις 8 Μαΐου έκαναν απόβαση στο Τσάγεζι, όπου αιχμαλώτισαν Τούρκους εμπόρους και άρπαξαν τα εμπορεύματά τους. Οι...
Τούρκοι ως αντίποινα εξαγριωμένοι φυλάκισαν εμπόρους, πραματευτάδες και πρόκριτους στις Σέρρες (και τον μητροπολίτη τους), ζητώντας από όλους τους ραγιάδες να παραδώσουν τα όπλα τους σε μια ώρα. Στα Γιαννιτσά, μας πληροφορεί ο Ν. Κασομούλης (ό.π., σ. 134-135), «Τούρκος βαθύς ο Κατής…εφυλάκωσεν όλους τους εμπόρους και όλους τους προκρίτους επισήμους». Ο Γιουσούφ και αυτός στη Θεσσαλονίκη επιδίωξε ανεπιτυχώς να κάνει συλλήψεις προκρίτων, προκειμένου να αποστερήσει από αρχηγούς ένα μελλοντικό κίνημα. Έτσι, φυλάκισε τότε στο Κονάκι (σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης) πάνω από 400 φτωχούς χωρικούς, μεταξύ των οποίων 100 μοναχούς, μαστιγώνοντάς τους και μερικούς θανατώνοντάς τους. Το ίδιο επιδίωξε και στον Πολύγυρο, αλλά οι πρόκριτοι στις 16 Μαΐου έφυγαν και οι κάτοικοι την επόμενη μέρα άρπαξαν τα όπλα, σκότωσαν τον διοικητή/βοεβόδα μαζί με 14 άνδρες του και συνέχισαν με αποκρούσεις τουρκικών σωμάτων στα Χασικοχώρια (Παζαρούδα) και στήνοντας ενέδρες. Έτσι η επανάσταση εξαπλώθηκε σε χωριά της Χαλκιδικής και έφτασε στο Λαγκαδά (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, σ. 201. – Ηλίας Γεωργιάδης, Ανθεμούς, Μακεδονικόν Ημερολόγιον 3, σ. 322).
Ο Γιουσούφ, όταν έμαθε τα γεγονότα στις 18 Μαΐου, έξω φρενών ζήτησε να σφάξουν μπροστά του τους μισούς ομήρους, που τους κρατούσε στη Θεσσαλονίκη. Μέρα και νύχτα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης άκουγες μόνο κλάματα, φωνές και βογγητά. Και αργότερα συνεχίστηκαν οι σφαγές των Τούρκων και έτσι στην πλατεία Καπάν (αγορά) στις 21 Ιουλίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο κληρικοί (μεταξύ των οποίων και ο Κίτρους Μελέτιος), πρόκριτοι και πλήθος λαού. Ακόμη και μέσα στο μητροπολιτικό ναό, όπου είχαν καταφύγει πολλοί, ο τουρκικός όχλος έσπασαν τις πόρτες και χύθηκαν μέσα σφάζοντας άοπλους και γυναικόπαιδα. Ο Χαϊρουλλάχ μας πληροφορεί ότι είδε και άλλα πολλά, που δεν μπορεί να τα περιγράψει, γιατί η θύμησή τους και μόνη του φέρνει ανατριχίλα (βλ. ό.π. και Αβραάμ Ν. Παπάζογλου, Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821, Μακεδονικά 1, σ. 425-8).
Ο Γιουσούφ, όταν έμαθε τα γεγονότα στις 18 Μαΐου, έξω φρενών ζήτησε να σφάξουν μπροστά του τους μισούς ομήρους, που τους κρατούσε στη Θεσσαλονίκη. Μέρα και νύχτα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης άκουγες μόνο κλάματα, φωνές και βογγητά. Και αργότερα συνεχίστηκαν οι σφαγές των Τούρκων και έτσι στην πλατεία Καπάν (αγορά) στις 21 Ιουλίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο κληρικοί (μεταξύ των οποίων και ο Κίτρους Μελέτιος), πρόκριτοι και πλήθος λαού. Ακόμη και μέσα στο μητροπολιτικό ναό, όπου είχαν καταφύγει πολλοί, ο τουρκικός όχλος έσπασαν τις πόρτες και χύθηκαν μέσα σφάζοντας άοπλους και γυναικόπαιδα. Ο Χαϊρουλλάχ μας πληροφορεί ότι είδε και άλλα πολλά, που δεν μπορεί να τα περιγράψει, γιατί η θύμησή τους και μόνη του φέρνει ανατριχίλα (βλ. ό.π. και Αβραάμ Ν. Παπάζογλου, Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821, Μακεδονικά 1, σ. 425-8).
Ας δώσουμε τον λόγο στον φιλεύσπλαχνο μολλά Χαϊρουλλάχ: «Οι άπιστοι ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Κι ο Γιουσούφ βέης σκεφτόταν, για αντίποινα, να σφάξει όλους τους άπιστους, πού ‘ταν μαζεμένοι στο Κονάκι. Προσπάθησα να τον πείσω πως κάτι τέτοιο θα εξαγρίωνε περισσότερο τους Ρωμιούς. Δεν μ’ άκουσε όμως, και το ίδιο βράδυ οι μισοί από τους ομήρους σφάχτηκαν μπρος στα μάτια του βάναυσου μουτεσελίμη. Εγώ κλείσθηκα στον «οντά» (δωμάτιο) μου και προσευχήθηκα για την σωτηρία της ψυχής τους. Κι από την νύχτα εκείνην άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη…μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο «σφαγείο»… Κάθε μέρα και κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτ’ άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές, κλάματα, βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ βέης…οι χοτζάδες και οι ουλεμάδες έχουν λυσσάξει θαρρείς… Τι δεν είδαν τα μάτια μου!.. την πρώτη μέρα του φεγγαριού του Μαΐου (18-19 Μαΐου 1821) ο Γιουσούφ βέης διέταξε να του φέρουν τον Μακάρ εφέντη και τους άλλους «αγιάνηδες» (προκρίτους) των Ρωμιών. Τους φέραν δεμένους και τότε ράγισεν η καρδιά μου, βλέποντας τον Μακάρ εφέντη…να παραδίδεται στα χέρια των «μπασή μποζούκ» και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του Καπανιού. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπά Γιάννη, της εκκλησίας του Μηνά εφέντη, του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα κρατώντας τα κομμένα χέρια του με τα δάχτυλά του βγάλαν τα μάτια του… Οι άπιστοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, κρύφτηκαν στον μητροπολιτικό ναό ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας, δεν δώσαν σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξαν εκεί, τους δέσανε δυο-δυο, και τους μετάφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μάζεψαν τα κεφάλια τους για να τα δώσουν δώρο στον Γιουσούφ βέη… Αυτά και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να περιγράψω, γιατί κι η θύμησή τους μονάχα με κάμει ν’ ανατριχιάζω…» (βλ. Αβρ. Ν. Παπάζογλου, Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821, Μακεδονικά 1, σ. 427-8).
Η όψη της Θεσσαλονίκης ήταν φρικτή με τις πλατείες γεμάτες με πασσάλους και τις επάλξεις των τειχών με κομμένα κεφάλια. Οι αποκεφαλισμοί, τα παλουκώματα, τα βασανιστήρια και οι ανασκολοπισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο. Πολύ παραστατικά παρουσιάζει την εικόνα της ο Πουκεβίλ (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, σ. 201): «Η Θεσσαλονίκη παρουσίαζεν πεδίον αρκούντως ικανοποιητικόν, ας μοι επιτραπή η ειρωνία αύτη εκ της αγανακτήσεως… Αι δημόσιαι πλατείαι επληρώθησαν σκολόπων, αι επάλξεις του επταπύργου φρουρίου επληρώθησαν κεφαλών, αι εκκλησίαι μετεβλήθησαν εις φυλακάς και η φρίκη ήτο τοιαύτη, ώστε άνευ της παρουσίας του ιππότου Bottu προξένου της Γαλλίας, ανδρός μεγαλοψύχου, οι ξένοι εμπορευόμενοι θα εγκατέλειπον πόλιν ετοίμην να καταβροχθίση τον χριστιανικόν πληθυσμόν αυτής. Αι ωμότητες αυταί επήγαζον εκ κοινής πηγής του φανατισμού και έσχον ως αποτέλεσμα την κατ’ ανάγκην επανάστασιν των Ελλήνων».
Όντως, οι ωμότητες αυτές δεν τρομοκράτησαν τους Έλληνες της Μακεδονίας. Προκάλεσαν τη γενίκευση της επανάστασης στη Χαλκιδική και στο Άγιον Όρος ο Εμμ. Παπάς παρέσυρε τους μοναχούς με τον ενθουσιασμό του και την πίστη του στην επιτυχία του αγώνα και γι’ αυτό τον κήρυξαν «Αρχηγόν και υπερασπιστήν της Μακεδονίας» και με πανηγυρική δοξολογία στο Πρωτάτο των Καρυών κήρυξε την επανάσταση τέλη Μαΐου (βλ. Ι. Μαμαλάκης, ό.π., σ. 147). Το επαναστατικό πνεύμα εξαπλώθηκε στην Κασσάνδρα, όπου οι χωρικοί κήρυξαν την επανάσταση και το παράδειγμά τους ακολούθησαν η Ορμύλια, χωριά της Σιθωνίας (Παρθενώνας και Νικήτη) στις 29 Μαΐου και τα Μαντεμοχώρια με αρχηγούς τον Δουμπιώτη και τον Αναστάσιο Χιμευτό. Παρακινεί σε ξεσηκωμό ο Εμμ. Παπάς: «…ημείς οι εν τη χερσονήσω Κασσάνδρα εσηκώσαμεν τα άρματα κατά του τυράννου μας. Την πέμπτην, σήμερον, εσηκώθησαν και τα άντικρυ χωρία παρθενιώνας, ορμήλια και νικήτη. Μας ήλθον και δύο αρμαμέντα μεγάλα με σημαίαν ελευθερίας και με αρκετούς ανθρώπους… Ετοιμασθήτε λοιπόν στρατιώται του επουρανίου Χριστού και οπλίσατε όλους τους εδικούς σας κατά του τυράννου» (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Εμμανουήλ Παπάς, «Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας». Η ιστορία και το Αρχείο της οικογένειάς του, σ. 53-54).
(συνεχίζεται)
Η όψη της Θεσσαλονίκης ήταν φρικτή με τις πλατείες γεμάτες με πασσάλους και τις επάλξεις των τειχών με κομμένα κεφάλια. Οι αποκεφαλισμοί, τα παλουκώματα, τα βασανιστήρια και οι ανασκολοπισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο. Πολύ παραστατικά παρουσιάζει την εικόνα της ο Πουκεβίλ (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, σ. 201): «Η Θεσσαλονίκη παρουσίαζεν πεδίον αρκούντως ικανοποιητικόν, ας μοι επιτραπή η ειρωνία αύτη εκ της αγανακτήσεως… Αι δημόσιαι πλατείαι επληρώθησαν σκολόπων, αι επάλξεις του επταπύργου φρουρίου επληρώθησαν κεφαλών, αι εκκλησίαι μετεβλήθησαν εις φυλακάς και η φρίκη ήτο τοιαύτη, ώστε άνευ της παρουσίας του ιππότου Bottu προξένου της Γαλλίας, ανδρός μεγαλοψύχου, οι ξένοι εμπορευόμενοι θα εγκατέλειπον πόλιν ετοίμην να καταβροχθίση τον χριστιανικόν πληθυσμόν αυτής. Αι ωμότητες αυταί επήγαζον εκ κοινής πηγής του φανατισμού και έσχον ως αποτέλεσμα την κατ’ ανάγκην επανάστασιν των Ελλήνων».
Όντως, οι ωμότητες αυτές δεν τρομοκράτησαν τους Έλληνες της Μακεδονίας. Προκάλεσαν τη γενίκευση της επανάστασης στη Χαλκιδική και στο Άγιον Όρος ο Εμμ. Παπάς παρέσυρε τους μοναχούς με τον ενθουσιασμό του και την πίστη του στην επιτυχία του αγώνα και γι’ αυτό τον κήρυξαν «Αρχηγόν και υπερασπιστήν της Μακεδονίας» και με πανηγυρική δοξολογία στο Πρωτάτο των Καρυών κήρυξε την επανάσταση τέλη Μαΐου (βλ. Ι. Μαμαλάκης, ό.π., σ. 147). Το επαναστατικό πνεύμα εξαπλώθηκε στην Κασσάνδρα, όπου οι χωρικοί κήρυξαν την επανάσταση και το παράδειγμά τους ακολούθησαν η Ορμύλια, χωριά της Σιθωνίας (Παρθενώνας και Νικήτη) στις 29 Μαΐου και τα Μαντεμοχώρια με αρχηγούς τον Δουμπιώτη και τον Αναστάσιο Χιμευτό. Παρακινεί σε ξεσηκωμό ο Εμμ. Παπάς: «…ημείς οι εν τη χερσονήσω Κασσάνδρα εσηκώσαμεν τα άρματα κατά του τυράννου μας. Την πέμπτην, σήμερον, εσηκώθησαν και τα άντικρυ χωρία παρθενιώνας, ορμήλια και νικήτη. Μας ήλθον και δύο αρμαμέντα μεγάλα με σημαίαν ελευθερίας και με αρκετούς ανθρώπους… Ετοιμασθήτε λοιπόν στρατιώται του επουρανίου Χριστού και οπλίσατε όλους τους εδικούς σας κατά του τυράννου» (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Εμμανουήλ Παπάς, «Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας». Η ιστορία και το Αρχείο της οικογένειάς του, σ. 53-54).
(συνεχίζεται)