Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
200 χρόνια μετά το 1821 και η Επανάσταση στη Μακεδονία:
200 χρόνια μετά το 1821 και η Επανάσταση στη Μακεδονία:
Κάνοντας αναφορά στα γεγονότα της Επανάστασης στην περιοχή του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου, είναι χρήσιμο να γίνει σύνδεση με...
τον επαναστατικό αναβρασμό στη Σιάτιστα, όπου τα τουρκικά στρατεύματα περνώντας καθημερινά με προορισμό τα Ιωάννινα καταπίεζαν αφόρητα τους κατοίκους της και τους είχαν οδηγήσει σε σημείο απόγνωσης. Οι πρόκριτοι της Σιάτιστας σκέφτηκαν να συνεργαστούν και με άλλους επαναστάτες και ήλθαν σε επαφή με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και του Βερμίου στέλνοντάς τους ως αντιπρόσωπο τον συμπατριώτη τους Νικ. Κασομούλη. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, οι καπετάνιοι από τον Όλυμπο τον έστειλαν μαζί με άλλους στη Νότια Ελλάδα, ως «επίτροπον των εν τη ανατολικομεσημβρινή Μακεδονία ευρισκομένων» (βλ. Ν. Γ. Φιλιππίδης, Η επανάστασις και καταστροφή της Ναούσης, σ. 37-39). Οι απεσταλμένοι των Ολυμπίων επισκέφθηκαν τα Ψαρά, την Ύδρα, τις Σπέτσες, το Άργος, την Τρίπολη κ.ά., όπου εξασφάλισαν σημαία, εφόδια και υποσχέσεις για βοήθεια από την ξηρά και τη θάλασσα.
Ο Κασομούλης στις 5 Οκτωβρίου 1821 από την Ύδρα έγραψε στον Εμμ. Παπά να περάσει από τη Χαλκιδική στον Όλυμπο, προκειμένου να συναντήσει τους οπλαρχηγούς και να τους μεταδώσει τον πατριωτικό ενθουσιασμό. Του επεσήμανε παράλληλα την αναγκαιότητα της συμμετοχής της Νάουσας στον ξεσηκωμό λόγω του ότι ήταν «αναγκαία δια τα άφθονά της ντουφέκια και παιδιά» (βλ. Αρχείον Εμμ. Παπά στα Αρχεία Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας). Η ανθηρή οικονομικά Νάουσα με τον έντονο επαναστατικό αναβρασμό είχε και διασυνδέσεις με όλη την ενδοχώρα της Δυτικής Μακεδονίας (Καστοριά, Σιάτιστα, Βογατσικό, Κλεισούρα, Σαρακηνοί). Και γι’ αυτό αρχές του 1822 κοντά στη Βέροια, στην ιερά μονή Δοβρά, έκαναν συγκέντρωση αρματολοί (οι αχώριστοι σύντροφοι Καρατάσος και Γάτσος κ.ά.) και πρόκριτοι (Ζαφειράκης της Νάουσας, Ναούμ της Έδεσσας, Νιόπλιος της Σιάτιστας, Παπαρέσκας της Καστοριάς κ.ά.) και αποφάσισαν να έχουν στην εξέγερση σαν ορμητήρια τη Νάουσα και την Καστανιά κοντά στον Κολινδρό λόγω της φυσικής οχύρωσής τους και τη Σιάτιστα χάρη στη στρατηγική της θέση (βλ. Ν. Γ. Φιλιππίδης, ό.π., σ. 39-41 και Ευστ. Στουγιαννάκης, Ιστορία της Ναούσης, σ. 148).
Ο Ν. Κασομούλης επέστρεψε από την προαναφερθείσα αποστολή του στα τέλη Φεβρουαρίου 1822, όταν δυο ψαριανά καράβια τον έφεραν πίσω στο τότε μοναδικό λιμάνι της περιοχής Ολύμπου, στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου: «Με δύο πολεμικά βρίκια Ψαριανά και με όσους στρατιώτας πάλιν εδυνήθην να κάμω εκεί εκπλεύσαντες από Ψαρά, εις το εν ο Γερο-Στέριος και εις το άλλον εγώ, εις τας 22 (Φεβρ. 1822) εφθάσαμεν εις τα παράλια του Ολύμπου… Στρέψαντες την πρώρην προς τον προωρισμένον λιμένα μας, με τον ίδιον αέραν εφθάσαμεν το εσπέρας εις Ελευθεροχώρι» (βλ. Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 184-5). Τα πολεμοφόδια που έφερε από τη Νότια Ελλάδα τα μοίρασε στους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και τη νύχτα της 8ης Μαρτίου (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 191): «Και ιδού η αρχή της επαναστάσεως ημών, την 8 Μαρτίου 1822, ημέρα Σαββάτο») χτύπησαν τα τουρκικά στρατεύματα, που βρίσκονταν στον Κολινδρό, στα ριζοβούνια των Πιερίων.
Ο Κασομούλης στις 5 Οκτωβρίου 1821 από την Ύδρα έγραψε στον Εμμ. Παπά να περάσει από τη Χαλκιδική στον Όλυμπο, προκειμένου να συναντήσει τους οπλαρχηγούς και να τους μεταδώσει τον πατριωτικό ενθουσιασμό. Του επεσήμανε παράλληλα την αναγκαιότητα της συμμετοχής της Νάουσας στον ξεσηκωμό λόγω του ότι ήταν «αναγκαία δια τα άφθονά της ντουφέκια και παιδιά» (βλ. Αρχείον Εμμ. Παπά στα Αρχεία Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας). Η ανθηρή οικονομικά Νάουσα με τον έντονο επαναστατικό αναβρασμό είχε και διασυνδέσεις με όλη την ενδοχώρα της Δυτικής Μακεδονίας (Καστοριά, Σιάτιστα, Βογατσικό, Κλεισούρα, Σαρακηνοί). Και γι’ αυτό αρχές του 1822 κοντά στη Βέροια, στην ιερά μονή Δοβρά, έκαναν συγκέντρωση αρματολοί (οι αχώριστοι σύντροφοι Καρατάσος και Γάτσος κ.ά.) και πρόκριτοι (Ζαφειράκης της Νάουσας, Ναούμ της Έδεσσας, Νιόπλιος της Σιάτιστας, Παπαρέσκας της Καστοριάς κ.ά.) και αποφάσισαν να έχουν στην εξέγερση σαν ορμητήρια τη Νάουσα και την Καστανιά κοντά στον Κολινδρό λόγω της φυσικής οχύρωσής τους και τη Σιάτιστα χάρη στη στρατηγική της θέση (βλ. Ν. Γ. Φιλιππίδης, ό.π., σ. 39-41 και Ευστ. Στουγιαννάκης, Ιστορία της Ναούσης, σ. 148).
Ο Ν. Κασομούλης επέστρεψε από την προαναφερθείσα αποστολή του στα τέλη Φεβρουαρίου 1822, όταν δυο ψαριανά καράβια τον έφεραν πίσω στο τότε μοναδικό λιμάνι της περιοχής Ολύμπου, στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου: «Με δύο πολεμικά βρίκια Ψαριανά και με όσους στρατιώτας πάλιν εδυνήθην να κάμω εκεί εκπλεύσαντες από Ψαρά, εις το εν ο Γερο-Στέριος και εις το άλλον εγώ, εις τας 22 (Φεβρ. 1822) εφθάσαμεν εις τα παράλια του Ολύμπου… Στρέψαντες την πρώρην προς τον προωρισμένον λιμένα μας, με τον ίδιον αέραν εφθάσαμεν το εσπέρας εις Ελευθεροχώρι» (βλ. Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα, τ. 1, σ. 184-5). Τα πολεμοφόδια που έφερε από τη Νότια Ελλάδα τα μοίρασε στους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και τη νύχτα της 8ης Μαρτίου (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 191): «Και ιδού η αρχή της επαναστάσεως ημών, την 8 Μαρτίου 1822, ημέρα Σαββάτο») χτύπησαν τα τουρκικά στρατεύματα, που βρίσκονταν στον Κολινδρό, στα ριζοβούνια των Πιερίων.
Γράφει για τη θέση του Κολινδρού ο Ν. Κασομούλης: «Η χώρα το Κολινδρόν κείται εις τον ριζόν των ακρωρείων του Ολύμπου. Η θέσις της είναι πολλά οχυρά φυσικώς, στημένη επάνω εις μίαν χασματώδη θέσιν με γκρημνόν γύρωθεν και δύο στενούς δρόμους μόνον, οπού εμβαίνουν εις την χώραν, συνεχομένους ο μεν με τον ριζόν – εις το οποίον στενόν έχει και πύργον κατάλληλον οχύρωμα εις την μέσην – ο δε με την πεδιάδαν από το μέρος του ποταμού Βίστριτζας… Ο Λουμπούτης ενδυνάμωνεν ολοέν το Κολινδρόν, ήτις ήτον η αρμοδιωτέρα θέσις. Περισσεύοντας η δύναμις των Τουρκών καθημερινώς, μετέβημεν και ημείς από το μοναστήρι της Μακρυράχης εις το χωρίον Καστανιά, απάνω από το Κολινδρόν έως τρία τέταρτα της ώρας, και έπεμψεν ο Διαμαντής τας φυλακάς εις τον λόφον ονομαζόμενον Φούντα, μιας βολής μακράν» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 188-9).
Όπως αντιλαμβανόμαστε, η περιοχή του Ολύμπου ήταν άλλη μια εστία του πολέμου, τον οποίο έκαναν οι Μακεδόνες αγωνιστές κατά των Τούρκων και τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «επανάσταση του Ολύμπου». Στρατιωτικός αρχηγός εδώ ήταν ο καπετάν Διαμαντής Νικολάου, ο οποίος είχε κοντά του τα πρωτοπαλίκαρά του/τους κολιτζήδες: τον Κώστα Μπίνο, τον Γούλα Δράσκου, τον Μήτρο Λιάκου ή Λιακόπουλο και τους λοιπούς Λιακοπουλαίους, τους Λαζαίους Τόλιο, Δήμο, Τόλια κ.λ.π., τον αδελφό του Κώστα Νικολάου και τον ξάδελφό του Δήμο Νικολάου ή Ψαρροδήμο, τους κλεφταρματολούς των Πιερίων Αθανάσιο και Γιώργη Συρόπουλους ή Σύρους και τον Αναγνώστη Πετζάβα. Ο Διαμαντής βρίσκονταν σε επαφή με τον Εμμ. Παπά και με την υπόλοιπη μαχόμενη Ελλάδα μέσω των πλοίων, που έφθαναν και στις ακτές του Ολύμπου.
Όπως αντιλαμβανόμαστε, η περιοχή του Ολύμπου ήταν άλλη μια εστία του πολέμου, τον οποίο έκαναν οι Μακεδόνες αγωνιστές κατά των Τούρκων και τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «επανάσταση του Ολύμπου». Στρατιωτικός αρχηγός εδώ ήταν ο καπετάν Διαμαντής Νικολάου, ο οποίος είχε κοντά του τα πρωτοπαλίκαρά του/τους κολιτζήδες: τον Κώστα Μπίνο, τον Γούλα Δράσκου, τον Μήτρο Λιάκου ή Λιακόπουλο και τους λοιπούς Λιακοπουλαίους, τους Λαζαίους Τόλιο, Δήμο, Τόλια κ.λ.π., τον αδελφό του Κώστα Νικολάου και τον ξάδελφό του Δήμο Νικολάου ή Ψαρροδήμο, τους κλεφταρματολούς των Πιερίων Αθανάσιο και Γιώργη Συρόπουλους ή Σύρους και τον Αναγνώστη Πετζάβα. Ο Διαμαντής βρίσκονταν σε επαφή με τον Εμμ. Παπά και με την υπόλοιπη μαχόμενη Ελλάδα μέσω των πλοίων, που έφθαναν και στις ακτές του Ολύμπου.
(συνεχίζεται)